Του Κώστα Παπουλή.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, αυτό της αποχώρησης από την ευρωζώνη. Όλες οι δυνάμεις του γερασμένου πολιτικού συστήματος ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία, για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα μαζί με το δίδυμό του, την αθέτηση πληρωμών έναντι των πιστωτών της χώρας. Ο Πάγκαλος, η Μ. Δαμανάκη, η Μπακογιάννη, ο Καρατζαφέρης, o Τσίπρας και η Παπαρήγα, τελευταία, επισείουν το σκιάχτρο της αποχώρησης από το ευρώ. Όλα αυτά, για να ξορκίσουν τη ρήξη με τις ντόπιες και ξένες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που απαιτεί το κίνημα της Πλατείας Συντάγματος.
Ένα φάντασμα πλανιέται πάνω από την Ελλάδα, αυτό της αποχώρησης από την ευρωζώνη. Όλες οι δυνάμεις του γερασμένου πολιτικού συστήματος ενώθηκαν σε μια ιερή συμμαχία, για να κυνηγήσουν αυτό το φάντασμα μαζί με το δίδυμό του, την αθέτηση πληρωμών έναντι των πιστωτών της χώρας. Ο Πάγκαλος, η Μ. Δαμανάκη, η Μπακογιάννη, ο Καρατζαφέρης, o Τσίπρας και η Παπαρήγα, τελευταία, επισείουν το σκιάχτρο της αποχώρησης από το ευρώ. Όλα αυτά, για να ξορκίσουν τη ρήξη με τις ντόπιες και ξένες οικονομικές και πολιτικές ελίτ, που απαιτεί το κίνημα της Πλατείας Συντάγματος.
Είναι αλήθεια ότι η έξοδος από την ευρωζώνη μπορεί να πάρει δύο μορφές: της άτακτης εξόδου, ανεξαρτήτου πολιτικής βούλησης, λόγω της φοράς των πραγμάτων (σενάριο που ο Κρούγκμαν δίνει 50%), ή της συγκροτημένης εξόδου λόγω παρέμβασης του λαϊκού παράγοντα, που θα οδηγήσει σε λαϊκή κυβέρνηση, αθέτηση πληρωμών, σύγκρουση με το ευρωπαϊκό κέντρο και, κατά συνέπεια, σε αποχώρηση, τουλάχιστον, από το ευρώ.
Στο δίλημμα «αθέτηση πληρωμών και αποχώρηση από το ευρώ ή μια Ελλάδα λεηλατημένη αποικία των κρατών του κέντρου της Ε.Ε. και της παγκοσμιοποίησης», η κοινοβουλευτική Αριστερά παρουσιάζεται στριμωγμένη στη γωνία και ουσιαστικά διαλέγει το δεύτερο.
Αναγκαστικά μια νέα πολιτική «ιδέα» πρέπει να σηκώσει το γάντι που πετάει ο ανήμπορος να σταθεί στα δικά του πόδια ελληνικός αστισμός και το ξοφλημένο πολιτικό του προσωπικό.
Σε οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς Αργεντινή. Υπάρχουν δύο διαφορές: Η πρώτη συνίσταται στο ότι η Αργεντινή είχε συνδέσει το νόμισμά της με το δολάριο, ενώ η πατρίδα μας είναι σε κοινό νόμισμα. Η δεύτερη συνίσταται στο ότι η Αργεντινή είχε μια τέτοια παραγωγική δομή, που η υποτίμηση της έδωσε ώθηση μέσω της ανόδου των εξαγωγών. Αυτές είναι δυσκολίες, αλλά όχι αξεπέραστες. Η νομισματική αναταραχή θα κρατήσει ένα διάστημα και χρειάζεται μελετημένη νομισματική πολιτική. Στο ζήτημα της παραγωγικής δομής, η απάντηση θα είναι διαφορετική και μεσοπρόθεσμη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να προσανατολιστεί σε ένα εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης, αλλά στην καθετοποίηση της παραγωγής και στη σταδιακή υποκατάσταση των εξαγωγών προς μια αυτοδύναμη (μη αυτάρκη) οικονομία. Ανοίγει εδώ η συζήτηση περί δημοκρατικής οργάνωσης της οικονομίας, επαναπροσδιορισμού των καταναλωτικών συμπεριφορών κ.λπ., που συνδέονται με ένα συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αλλά ας μείνουμε στο σενάριο που θα περιλάβει εθνικοποίηση τραπεζών και ό,τι άλλο πουληθεί ή έχει «παραχωρηθεί» μέχρι σήμερα (ΔΕΚΟ, αεροδρόμια, δρόμους κ.ά.).
Ένα μεγάλο κέρδος θα είναι η ανακούφιση από το χρέος. Οι τόκοι που διαρρέουν στο εξωτερικό βαίνουν ανερχόμενοι. Παράλληλα, η ανάκτηση των εργαλείων εθνικής οικονομικής πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή απάλειψη των ζημιών και των συσσωρευμένων στρεβλώσεων, που δημιούργησε η ένταξη στο ευρώ.
Σε ένα σημαντικό βαθμό, το έλλειμμα του προϋπολογισμού μπορεί να καλυφτεί από την ανάκτηση του εκδοτικού προνομίου του ελληνικού κράτους. Σε συνθήκες ύφεσης, οι πληθωριστικές πιέσεις από μια τέτοια πρακτική δεν συνιστούν το κύριο πρόβλημα, και η οικονομία τονώνεται.
Έκτακτη φορολογία στη συνολική περιουσία των πολιτών (με στόχευση τις καταθέσεις εξωτερικού, όπου μπορεί να υπάρξει ειδικός φόρος «υπεραξίας») θα περιορίσει σημαντικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Η φορολογία αυτών των καταθέσεων δύναται να τροφοδοτήσει και το προσωρινό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η οικονομική αναγέννηση θα στηριχτεί σε παραγωγικές επενδύσεις, χρηματοδοτούμενες από το πλεόνασμα, που θα προκύψει από τον περιορισμό της κατανάλωσης των πλούσιων και ανώτερων στρωμάτων. Ένα εξωτερικό κρατικό δάνειο, τα πρώτα χρόνια, δεν θα ήταν άσχημη λύση.
Ο εισαγόμενος πληθωρισμός από την υποτίμηση δεν θα έχει καμία σχέση με το μέγεθος της υποτίμησης. Στην πραγματικότητα, η θετική επίπτωση της υποτίμησης εξατμίζεται μόνο μακροχρονίως, ενώ στο μεταξύ κερδίζει η απασχόληση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, την τελευταία δεκαετία, το ελληνικό ευρώ έχει ανατιμηθεί 30% σε σχέση με το γερμανικό ευρώ (λόγω διαφορών πληθωρισμού) και συντριπτικά με το δολάριο. Ουσιαστικά, η συναλλαγματική πολιτική σταματάει το διορθωτικό της ρόλο, το 1994, χρονιά που αρχίζει η πορεία προς το ευρώ, μέσω της «σκληρής δραχμής». Έτσι σήμερα προωθούν την «εσωτερική» υποτίμηση διά της πακιστανοποίησης της Ελλάδας, λύση που δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. H παραγωγική βάση της χώρας (και ιδίως ο εξαγωγικός της τομέας) έχει αποσαθρωθεί και είναι αδύνατον να ανασυγκροτηθεί ακόμα και με μηδενικά μεροκάματα, εντός της Ζώνης του Ευρώ. Μια Αριστερά, λοιπόν, που δεν είναι ανοικτά με το σύστημα, θα έπρεπε να λέει: «Στις παρούσες συνθήκες, η παραμονή στην ευρωζώνη είναι καταστροφική».
Στο δίλημμα «αθέτηση πληρωμών και αποχώρηση από το ευρώ ή μια Ελλάδα λεηλατημένη αποικία των κρατών του κέντρου της Ε.Ε. και της παγκοσμιοποίησης», η κοινοβουλευτική Αριστερά παρουσιάζεται στριμωγμένη στη γωνία και ουσιαστικά διαλέγει το δεύτερο.
Αναγκαστικά μια νέα πολιτική «ιδέα» πρέπει να σηκώσει το γάντι που πετάει ο ανήμπορος να σταθεί στα δικά του πόδια ελληνικός αστισμός και το ξοφλημένο πολιτικό του προσωπικό.
Σε οικονομικό επίπεδο, η Ελλάδα δεν είναι ακριβώς Αργεντινή. Υπάρχουν δύο διαφορές: Η πρώτη συνίσταται στο ότι η Αργεντινή είχε συνδέσει το νόμισμά της με το δολάριο, ενώ η πατρίδα μας είναι σε κοινό νόμισμα. Η δεύτερη συνίσταται στο ότι η Αργεντινή είχε μια τέτοια παραγωγική δομή, που η υποτίμηση της έδωσε ώθηση μέσω της ανόδου των εξαγωγών. Αυτές είναι δυσκολίες, αλλά όχι αξεπέραστες. Η νομισματική αναταραχή θα κρατήσει ένα διάστημα και χρειάζεται μελετημένη νομισματική πολιτική. Στο ζήτημα της παραγωγικής δομής, η απάντηση θα είναι διαφορετική και μεσοπρόθεσμη. Η Ελλάδα δεν μπορεί να προσανατολιστεί σε ένα εξαγωγικό μοντέλο ανάπτυξης, αλλά στην καθετοποίηση της παραγωγής και στη σταδιακή υποκατάσταση των εξαγωγών προς μια αυτοδύναμη (μη αυτάρκη) οικονομία. Ανοίγει εδώ η συζήτηση περί δημοκρατικής οργάνωσης της οικονομίας, επαναπροσδιορισμού των καταναλωτικών συμπεριφορών κ.λπ., που συνδέονται με ένα συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Αλλά ας μείνουμε στο σενάριο που θα περιλάβει εθνικοποίηση τραπεζών και ό,τι άλλο πουληθεί ή έχει «παραχωρηθεί» μέχρι σήμερα (ΔΕΚΟ, αεροδρόμια, δρόμους κ.ά.).
Ένα μεγάλο κέρδος θα είναι η ανακούφιση από το χρέος. Οι τόκοι που διαρρέουν στο εξωτερικό βαίνουν ανερχόμενοι. Παράλληλα, η ανάκτηση των εργαλείων εθνικής οικονομικής πολιτικής μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή απάλειψη των ζημιών και των συσσωρευμένων στρεβλώσεων, που δημιούργησε η ένταξη στο ευρώ.
Σε ένα σημαντικό βαθμό, το έλλειμμα του προϋπολογισμού μπορεί να καλυφτεί από την ανάκτηση του εκδοτικού προνομίου του ελληνικού κράτους. Σε συνθήκες ύφεσης, οι πληθωριστικές πιέσεις από μια τέτοια πρακτική δεν συνιστούν το κύριο πρόβλημα, και η οικονομία τονώνεται.
Έκτακτη φορολογία στη συνολική περιουσία των πολιτών (με στόχευση τις καταθέσεις εξωτερικού, όπου μπορεί να υπάρξει ειδικός φόρος «υπεραξίας») θα περιορίσει σημαντικά το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Η φορολογία αυτών των καταθέσεων δύναται να τροφοδοτήσει και το προσωρινό έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
Η οικονομική αναγέννηση θα στηριχτεί σε παραγωγικές επενδύσεις, χρηματοδοτούμενες από το πλεόνασμα, που θα προκύψει από τον περιορισμό της κατανάλωσης των πλούσιων και ανώτερων στρωμάτων. Ένα εξωτερικό κρατικό δάνειο, τα πρώτα χρόνια, δεν θα ήταν άσχημη λύση.
Ο εισαγόμενος πληθωρισμός από την υποτίμηση δεν θα έχει καμία σχέση με το μέγεθος της υποτίμησης. Στην πραγματικότητα, η θετική επίπτωση της υποτίμησης εξατμίζεται μόνο μακροχρονίως, ενώ στο μεταξύ κερδίζει η απασχόληση.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, την τελευταία δεκαετία, το ελληνικό ευρώ έχει ανατιμηθεί 30% σε σχέση με το γερμανικό ευρώ (λόγω διαφορών πληθωρισμού) και συντριπτικά με το δολάριο. Ουσιαστικά, η συναλλαγματική πολιτική σταματάει το διορθωτικό της ρόλο, το 1994, χρονιά που αρχίζει η πορεία προς το ευρώ, μέσω της «σκληρής δραχμής». Έτσι σήμερα προωθούν την «εσωτερική» υποτίμηση διά της πακιστανοποίησης της Ελλάδας, λύση που δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα. H παραγωγική βάση της χώρας (και ιδίως ο εξαγωγικός της τομέας) έχει αποσαθρωθεί και είναι αδύνατον να ανασυγκροτηθεί ακόμα και με μηδενικά μεροκάματα, εντός της Ζώνης του Ευρώ. Μια Αριστερά, λοιπόν, που δεν είναι ανοικτά με το σύστημα, θα έπρεπε να λέει: «Στις παρούσες συνθήκες, η παραμονή στην ευρωζώνη είναι καταστροφική».
Σχόλια