Να τον θαυμάσεις γι’ αυτό που έγινε, να τον κατακρίνεις γι’ αυτό που είναι…
Ποτέ δεν αναζητούσε να είναι δημοφιλής ή αγαπητός – ποτέ άλλωστε δεν υποστήριξε κάτι τέτοιο. Η αυτοβιογραφία του, το 2001, έκανε ρεκόρ πωλήσεων και ένα διάσημο γκρουπ στην πατρίδα του, του αφιέρωσε τραγούδι. Ένα ακόμα μουσικό γκρουπ, οι JJ, στο τελευταίο του άλμπουμ έβαλε τραγούδι στο οποίο η μουσική αναμειγνύεται με τις πάντα πολεμικές δηλώσεις του, αφιερωμένες στους δημοσιογράφους. Ο τίτλος του άλμπουμ: Εσείς μιλάτε, εγώ παίζω.
Ο λόγος φυσικά, για τον Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς. Ένα απτό παράδειγμα ανθρώπου που αν δεν υπήρχε το ποδόσφαιρο όχι μόνο δεν θα ήταν διάσημος, αλλά πιθανότατα να βρισκόταν σε κάποια φυλακή εκτίοντας την προβλεπόμενη ποινή για κλοπές ποδηλάτων ή αυτοκινήτων…
Ο Τζορτζ Μπεστ είχε διαψεύσει ότι είχε κοιμηθεί με 7 Μις Κόσμος γιατί «στην πραγματικότητα ήταν μόνο 3», για να προσθέσει αργότερα ότι «αν είχα γεννηθεί άσχημος, κανείς δεν θα ήξερε τον Πελέ». Ο αξέχαστος Βορειοϊρλανδός που είχε ξοδέψει ένα σωρό λεφτά σε αμάξια, γυναίκες και αλκοόλ, βρίσκει σήμερα συνεχιστή στον Ζλάταν Ιμπραήμοβιτς. Η δυνατή και σίγουρα όχι απαρατήρητη προσωπικότητά του περιβάλλεται από ένα σύνολο πολύ δυνατών μυών, μέσα σ’ ένα άκρως επιβλητικό σώμα Βίκινγκ: «Δεν μου αρέσει καθόλου να είμαι δεύτερος ή τρίτος. Κάτι τέτοιο για μένα σημαίνει να είμαι τελευταίος. Ή θα είμαι πρώτος ή τίποτα». Αποζητά παθολογικά την νίκη και επαναστάτης χωρίς άλλη αιτία πλην αυτής που αναφέρεται στο εγώ του, αυτοπροσδιορίζεται σαν ένα ανταγωνιστικό ον και σαν politically incorrect: «Στη ζωή πρέπει να μένεις δυνατός και να μην αφήνεις κανέναν να σε τσαντίζει και να σε μειώνει. Αν με σεβαστείς, φυσικά και θα σε σεβαστώ και θα σε εκτιμήσω. Μου αρέσουν οι άνθρωποι που λένε αυτό που σκέφτονται με ειλικρίνεια και βλέπουν τα πράγματα όπως είναι». Μαζί του ή εναντίον του δηλαδή.
Απ’ το «γκέτο» στον Άγιαξ
Μεγαλωμένος στο Ρόζενγκαρντ, μια σχεδόν περιθωριακή γειτονιά μεταναστών στο Μάλμε, όπου έπρεπε να μοιραστεί τα ελάχιστα που είχε με άλλα παιδιά, τη στιγμή που έπρεπε να ξεπεράσει και τον τραυματικό χωρισμό των γονιών του. Από πατέρα Βόσνιο και μητέρα από την Κροατία, πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής του ηλικίας μέσα σ’ εκείνο το «γκέτο», βλέποντας ταινίες του Μπρους Λι και βιντεοκασέτες με αγώνες μποξ του θείου του. Στο σπίτι του, δεν υπήρχε σχεδόν ποτέ αρκετό φαγητό: «Όταν ήμουν μικρός δεν πέρασα πείνα. Πέρασα μεγάλη πείνα». Έπαιζε με τους φίλους του σε μια τσιμεντένια πλατεία που σήμερα φέρει το όνομά του. Ποιος να το έλεγε τότε σ’ εκείνο το παιδί. Σημαδεμένος από μια δύσκολη και πολύ γκρίζα παιδική ηλικία και «θύμα» ενός προβληματικού ή, αν προτιμάτε, πολύπλοκου χαρακτήρα, βρήκε την θέση του στον κόσμο χάρη στο ποδόσφαιρο.
Ένα εξαιρετικό ρεπορτάζ του Γκιγιέρμο Ουζκιάνο δημοσιευμένο στην AS, αποκάλυπτε ότι οι τότε συμπαίκτες του δεν ζήλευαν το ταλέντο του αλλά τον τρόπο που αντιμετώπιζε την ζωή και την καθημερινότητα. Ο αρχηγός της ομάδας τον είχε χαρακτηρίσει «προβληματικό παιδί» και το αστέρι της ομάδας, Νίκλας Κίντβαλ πίστευε ότι ήταν «υπέρμετρα εγωιστής». Ο ίδιος ποτέ δεν παραγνώρισε αυτά τα στοιχεία: «Ξέρω πολύ καλά ότι είμαι δύσκολος άνθρωπος και σε πολλούς δεν αρέσω. Το ποδόσφαιρο όμως πρέπει να είναι διασκέδαση και χαρά. Αν δεν είναι έτσι, δεν αξίζει ν’ ασχολείται κανείς». Μόλις είχε κλείσει τα 18 του, όταν ο Λεό Μπενάκερ εντυπωσιάστηκε από την ποιότητά του και αποφάσισε να τον πάρει για τον Άγιαξ που πλήρωσε τότε 9 εκατομμύρια ευρώ για ένα παιδί που έλπιζαν ότι θα εξελισσόταν στον νέο Μάρκο Φαν Μπάστεν. Στα 12 του έπαιζε στην Μάλμε, στα 14 του ήταν αρκετά ικανός στο να κλέβει ποδήλατα, στα 15 του σκεφτόταν να παρατήσει τη μπάλα και να δουλέψει σ’ εργοστάσιο, στα 16 έκανε το μεγάλο άλμα και στα 18 του ο Άγιαξ πλήρωνε ποσό ρεκόρ για παίκτη της ηλικίας του. Μόλις είχε γεννηθεί ένα αστέρι. Έναν χρόνο νωρίτερα, δέχτηκε πρόταση από την Άρσεναλ του Βενγκέρ. Την απέρριψε χωρίς δεύτερη συζήτηση: «Ήθελαν να με περάσουν από δοκιμαστικό. Ο Βενγκέρ ήθελε να δει αν είμαι στ’ αλήθεια καλός, αν θα ταίριαζα στην ομάδα και τέτοια. Πίστευα, ότι είτε με ήξεραν είτε δεν με ήξεραν. Και αν δεν με ήξεραν, πάει να πει ότι δεν με ήθελαν στ’ αλήθεια». Στην Ολλανδία έγραψε την δική του ιστορία, αφού βέβαια έκανε πραγματικότητα το πρώτο του καπρίτσιο, μια Lamborghini Diablo χρώματος βιολετί.
Ο αντιφατικός… αρτίστας
Από τότε πολύ νερό κύλησε στο αυλάκι. Ο Ζλάταν από την Ολλανδία βρέθηκε στην Ιταλία, στην Ισπανία και σήμερα στη Γαλλία για λογαριασμό της Παρί. Στα 31 του, είναι ομολογουμένως από τους μεγάλους αρτίστες του παγκόσμιου ποδοσφαίρου. Λένε οι επικριτές του ότι είναι ωσεί παρών στα μεγάλα ματς και πως αν για κάποιον λόγο δεν έχει κίνητρο, περνάει απαρατήρητος από το γήπεδο. Καθόλου απίθανο, αλλά αν είναι στην μέρα του και στα κέφια του, δεν μπορεί να του παραβγεί κανείς. Τα γκολ του απίστευτα, σχεδόν εξωγήινα, αξίζουν θέση δίπλα στα αντίστοιχα των Μπέργκαμπ, Φαν Μπάστεν και Μαραντόνα. Μπορεί να σκοράρει σουτάροντας, με τακουνάκι, με κεφαλιά, με ανάποδο ψαλίδι, με κάθε τρόπο. Είναι ένα εργοστάσιο γκολ!
Αντιφατικός, ικανός να υπερασπίζεται κάτι και καιρό μετά να υπερασπίζεται το αντίθετό του, αν δεν λάβει την αντιμετώπιση που πιστεύει ότι αξίζει. Με το που πήγε στο γαλλικό πρωτάθλημα είχε πει: «Δεν γνωρίζω κανέναν παίκτη του γαλλικού πρωταθλήματος, αλλά όλοι τους ξέρουν ποιος είμαι εγώ». Σταρ, είδωλο και σέντερ φορ της ζάμπλουτης παρισινής ομάδας, λένε ότι ήταν πρωταγωνιστής σ’ ένα ακόμα από τα πολλά επεισόδια της καθόλου ήρεμης καριέρας του. Ψάχνοντας σπίτι στο Παρίσι, δεν έβρισκε κάτι που να του αρέσει και έτσι αποφάσισε να πει δυνατά: «Ψάχνω διαμέρισμα στο Παρίσι, αλλά αν δεν βρω κάτι, στο τέλος θ’ αγοράσω το ξενοδοχείο»! Και δεν αστειευόταν. Με τις ετήσιες αποδοχές του, κάλλιστα, θα μπορούσε να το κάνει. Παίρνει 14 εκατομμύρια τον χρόνο. 12 στάνταρ και 2 σαν μπόνους. Αρκετά χρήματα για να εξοργίσουν ακόμα και την ίδια την κυβέρνηση και να κάνουν την υπουργό Αθλητισμού, Βαλερί Φουρνεϊρόν, να διαμαρτυρηθεί έντονα για το συμβόλαιό του. Ευτυχώς για το ξενοδοχείο, ο Ίμπρα τελικά βρήκε το σπίτι του γούστου του…
Απ’ την αυτοπεποίθηση ως την αλαζονεία
Πολλά μπορούν να ειπωθούν ακόμα για τις σχέσεις του με τον Γκουαρντιόλα, τον Μουρίνιο ή τους δημοσιογράφους. Ίσως κάποιοι να θυμηθούν και το πρόσφατο περιστατικό με το ετοιμοθάνατο αγοράκι που ταξίδεψε από την Κροατία μέχρι το Παρίσι για να τον δει και να εκπληρώσει έτσι το τελευταίο όνειρο της ζωής του. Ο Ζλάταν αρνήθηκε αυτή τη συνάντηση επικαλούμενος διάφορες αστείες προφάσεις. Άλλο ένα αρνητικό δείγμα του χαρακτήρα του.
Όταν ήταν ακόμα στη Μάλμε, είχε αφήσει τους πάντες έκπληκτους όταν ένας δημοσιογράφος τον ρώτησε τι δώρο θα χάριζε την φίλη του για τα γενέθλιά της: «Τι δώρο θα της πάρω; Τίποτα. Έχει τον Ζλάταν». Δεν μπορούσε να κρύψει τα γέλια του. Εκτός από τη μεγάλη πέραση που είχε και έχει στις γυναίκες και το αδιαμφισβήτητο ταλέντο του με την μπάλα, ο Ζλάταν έχει άριστη γνώμη για τον εαυτό του. Είναι αυτός που είναι, νιώθει ευτυχισμένος γι’ αυτό, δεν τον ενδιαφέρει σε ποιον αρέσει και σε ποιον όχι και έχει πολλή αυτοπεποίθηση. Εκ πεποιθήσεως εγωιστής, συνηθίζει συχνά ν’ αναφέρεται στον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο: «Όταν ο Ζλάταν τραυματίζεται, το πρόβλημα είναι σοβαρό για οποιαδήποτε ομάδα». Η παντελής απουσία μετριοπάθειας, συνορεύει επικίνδυνα με την αλαζονεία. Γιατί; Πολύ απλά, γιατί σύμφωνα με τον ίδιο, μπορεί να το κάνει: «Αν είχα αφοσιωθεί στο τάε-κβο-ντο, θα είχα κερδίσει χρυσά μετάλλια, αλλά διάλεξα το ποδόσφαιρο και θέλω να είμαι ο καλύτερος».
Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως το μεγαλύτερο κίνητρο που πρέπει να έχει κάποιος για να γίνει σπουδαίος αθλητής είναι να διαθέτει πνεύμα νικητή, αθλητικό εγωισμό, προσωπικότητα και να θέλει συνεχώς να βελτιώνεται; Το θέμα όμως είναι πως υπάρχει μια λεπτή γραμμή ανάμεσα στα αθλητικά κίνητρα και τη γενικότερη κοινωνική συμπεριφορά. Γιατί οι σπουδαίοι αθλητές γίνονται γενικότερα πρότυπα για τα νέα παιδιά. Και εκτός από τα τακουνάκια και τις απίστευτες βολίδες του, ο Ζλάταν «διδάσκει» στους μικρούς του θαυμαστές πολλά θετικά αλλά και πολλά αρνητικά πράγματα. Τους διδάσκει τον διαρκή αγώνα για την καταξίωση, τους δείχνει πως αν και ξεκίνησε κάτω απ’ τις δυσμενέστερες συνθήκες μπόρεσε να φτάσει πολύ ψηλά. Από κει και πέρα, όμως, τους διδάσκει και μια συμπεριφορά που μόνο στους καλύτερους «συγχωρείται» και επιτρέπεται. Και σίγουρα όλοι δεν μπορούν να συγκαταλέγονται στους 5-10 καλύτερους ποδοσφαιριστές στο κόσμο, για να μπορούν να διαθέτουν αυτόν τον κακό, γεμάτο έπαρση χαρακτήρα, χωρίς συνέπειες στη ζωή τους.
Νίκος Καραμάνος