του Πέτρου Πιζάνια

 Εδώ και δύο ή τρεις δεκαετίες στην Ελλάδα, αυξανόμενα τμήματα της κοινωνίας αποσύρουν σταδιακά την εμπιστοσύνη τους αρχικώς από τα πολιτικά κόμματα, ακολούθως από το κράτος και στη συνέχεια από τα Μέσα Ενημέρωσης. Οι απώτερες αλλά όχι καθοριστικές αιτίες της ρήξης εμπιστοσύνης ειδικά με τα πολιτικά κόμματα ανάγονται αρχικά στη μακρά περίοδο του εμφυλίου από το 1944. Τότε το κυρίαρχο δεξιό μπλοκ εξουσίας αυτοϋποβιβαζόταν σε κύρος και αξιοπιστία (φτάνοντας σε βαθμό εξευτελιστικής υποτέλειας) έχοντας παραχωρήσει την ουσιαστική εξουσία αρχικά στη βρετανική κυβέρνηση και ακολούθως στην αμερικανική. Η Αριστερά, παρά την κοινωνική της δημιουργικότητα, πλαγιόβλεπε μέσω του ΚΚΕ προς τη Σοβιετική Ένωση. Αυτοί οι εξωτερικοί επικαθορισμοί, που υπήρξαν ευθέως ιμπεριαλιστικοί στην περίπτωση της αμερικανικής επικυριαρχίας και κυρίως ιδεολογικοί στην περίπτωση της Αριστεράς εξωθούσαν αρκετά από τα σοβαρά προβλήματα τμημάτων της ελληνικής κοινωνίας στο περιθώριο της πολιτικής. Απέκλειαν δηλαδή εφικτές μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα ανύψωναν την ελληνική κοινωνία συνολικά, διότι η πραγματοποίησή τους απαιτούσε ανατροπή του πλέγματος εξουσίας της Δεξιάς. Προκειμένου να προστατευτούν από ένα παρόμοιο ενδεχόμενο οι Αμερικανοί και το μπλοκ της Δεξιάς από κοινού κατέφυγαν στο στρατιωτικό πραξικόπημα του 1967. Τότε, για δεύτερη φορά μετά τον Εμφύλιο, η όποια κοινωνική συναίνεση, έστω και περιορισμένη, καταλύθηκε μέσω των όπλων του στρατού.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ της χούντας το 1974 άρχισε να επανέρχεται ένας βαθμός συναίνεσης ως αποτέλεσμα των κοινωνικών απαιτήσεων και κινητοποιήσεων αλλά και της δημιουργικότητας που επέδειξε το συγκροτούμενο τότε πολιτικό σύστημα. Σε κάθε περίπτωση διακυβέρνησης όμως, τόσο της Νέας Δημοκρατίας όσο και του Πα.Σο.Κ, στη διάρκεια αυτών των τριάντα έξι χρόνων από το 1974 έως το 2010, αυτό που δεν άγγιξαν ποτέ ήταν το κράτος. Αντίθετα το μετέτρεψαν σε είδος μοιρασμένου κομματικού μηχανισμού χωρίς να εξαιρέσουν, φυσικά, ούτε το σύστημα της δικαιοσύνης. Στην πραγματικότητα, από την πτώση της χούντας η Δημοκρατία η οποία εγκαθιδρύθηκε ήταν περισσότερο εργαλείο των πολιτικών κομμάτων παρά των πολιτών. Οι τελευταίοι δεν ενσωματώθηκαν ακριβώς σε δημοκρατικούς θεσμούς αλλά τους παραχωρήθηκε πρωτίστως μια ιδιότυπη ελευθερία διανθισμένη από στοιχεία απρόσκοπτης σχετικής ανομίας. Επρόκειτο για ένα είδος διεστραμμένου κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ των ηγετικών πολιτικών και οικονομικών ομάδων και της υπόλοιπης κοινωνίας, ένα κοινωνικό συμβόλαιο, το οποίο αποδιάρθρωνε περαιτέρω το κράτος. Ήδη το 1998 σε μία έρευνα πεδίου υψηλής αποδεικτικής αξίας είχαμε διαπιστώσει πως όσες ομάδες ασκούσαν άμεσα ή έμμεσα πολιτική (με εξαίρεση τους τότε ευρωβουλευτές) βρίσκονταν στο βυθό της εμπιστοσύνης των πολιτών σε αντίθεση με ελίτ του κράτους όπως ο στρατός, οι καθηγητές ΑΕΙ, οι διπλωμάτες κ. ά.

Η ΕΚΡΗΞΗ της κρίσης εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα ξεκίνησε το 2010 με το πρώτο μνημόνιο. Αν θυμηθούμε την κατάρρευση του Πα.Σο.Κ στις εκλογές του 2012, αν θυμηθούμε επίσης τις εμφανίσεις και εξαφανίσεις πολιτικών κομμάτων τις οποίες προκάλεσαν οι πολίτες με τις ψήφους τους από τις διπλές εκλογές του 2012 έως τις αντίστοιχες του 2015, τότε εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι η κρίση εμπιστοσύνης μετεξελίχθηκε σε καθαρή κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης προκαλώντας πολλαπλασιαστικά πολιτική κρίση. Αυτή η κρίση του πολιτικού συστήματος βρίσκεται σε εξέλιξη και σήμερα. Η εν λόγω κρίση διαπιστώνεται διά γυμνού οφθαλμού από τη δημιουργία εξήντα και πλέον κομμάτων από το 2009 έως σήμερα. Ο δε αριθμός των πολιτικών κομμάτων στη Βουλή κατά την ίδια περίοδο διπλασιάστηκε είτε ως αποτέλεσμα άμεσης εκλογής είτε λόγω διασπάσεων, ενώ η συμμετοχή των πολιτών στις εκλογές μειώνεται σταθερά. Τον τελευταίο χρόνο η πολιτική κρίση εκδηλώνεται άμεσα στον πυρήνα του δικομματισμού όπως δημιουργήθηκε στις εκλογές του 2015, με δύο πόλους τον Συ.Ριζ.Α και τη Νέα Δημοκρατία. Στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2023 ο πρώτος κατέρρευσε ενώ η Νέα δημοκρατία, ένα χρόνο μετά, στις ευρωεκλογές του 2024, έπεσε από το 41% στο 28%. Ταυτοχρόνως η αποχή αυξήθηκε περαιτέρω όπως και οι διασπάσεις κομμάτων της Βουλής. Από τις διασπάσεις του Συ.Ριζ.Α έχουν προκύψει συνολικά έξι κόμματα ενώ η παραδοσιακή ακροδεξιά πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας έχει εν πολλοίς αυτονομηθεί, διασπασμένη και αυτή στο Κοινοβούλιο σε τέσσερα διαφορετικά κόμματα. Το κύριο αποτέλεσμα είναι πως η μόνη αξιόπιστη αντιπολίτευση στην κυβέρνηση Κ. Μητσοτάκη στο επίπεδο του πολιτικού λόγου, ασκείται σήμερα από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς της Δεξιάς.

ΟΣΟ Η ΠΛΕΙΟΝΟΤΗΤΑ των πολιτών αποσύρει σταθερά την εμπιστοσύνη της από τα πολιτικά κόμματα και δεν τους αναγνωρίζει την πολιτική αντιπροσώπευση της κοινωνίας, τόσο η πολιτική κρίση παροξύνεται. Ταυτόχρονα τα κόμματα αντιδρούν συγκλίνοντας προς ένα είδος πολτώδους ιδεολογίας η οποία είναι άμορφη, ρητορική, δίχως σκελετό στρατηγικό. Το γεγονός ότι οι τάξεις της κοινωνίας που πλήττονται από τη δεκαπενταετή λεηλασία παραμένουν αδρανείς δεν σημαίνει ότι η απόσυρση της εμπιστοσύνης τους δεν επενεργεί σημαντικά στο πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, τα πολιτικά κόμματα, προκειμένου να διατηρήσουν κάποιο μέρος της εξουσίας, ασχολούνται προσχηματικά με την κοινωνία και, αντιθέτως, ανταγωνίζονται υπογείως να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στους ολιγάρχες και σε ξένες δυνάμεις ως στήριγμα. Οπότε η κρίση αντιπροσώπευσης μάλλον θα βαθαίνει.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!