Το κλίμα μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου συνεχίζει να επιδεινώνεται. Τελευταία αφορμή ήταν η συνάντηση της προέδρου της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκγουέν, με τον Κέβιν ΜακΚάρθι, πρόεδρο της βουλής των ΗΠΑ. «Η Κίνα θα λάβει αποφασιστικά και αποτελεσματικά μέτρα για να προασπίσει την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητά της» δήλωσε το κινεζικό Υπουργείο Εξωτερικών, υπενθυμίζοντας ότι η Ταϊβάν αποτελεί «επαρχία της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, που θα επανενωθεί με την ηπειρωτική χώρα». Ήδη ισχυρή μοίρα του κινεζικού πολεμικού ναυτικού, με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο «Τσαντόνγκ», κατευθύνεται στα στενά μεταξύ Ταϊβάν και ηπειρωτικής Κίνας, ενώ ακολουθεί και αμερικανική μοίρα με επικεφαλής το αεροπλανοφόρο «Νίμιτς».
Την ίδια στιγμή, επισκέπτονται το Πεκίνο ο Γάλλος πρόεδρος Μακρόν και η πρόεδρος της Κομισιόν φον ντερ Λάιεν, ενώ είχαν προηγηθεί πολλοί ακόμη Ευρωπαίοι ηγέτες – μεταξύ αυτών ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς, ο Ισπανός πρωθυπουργός Σάντσεθ και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Μισέλ. Σε όλους οι Κινέζοι έστρωσαν κόκκινο χαλί, αφού το επίδικο είναι αν η Ευρώπη θα συμμορφωθεί και σε αυτό το μέτωπο με τις ΗΠΑ (που έχουν βαφτίσει την Κίνα «υπαρξιακή απειλή»), ή θα ακολουθήσει μια πιο αυτόνομη πολιτική.
Ευρωπαϊκή κακοφωνία
Ήδη η φον ντερ Λάιεν είχε προβεί σε αντιφατικές δηλώσεις, καλώντας από τη μια σε «πιο σκληρή στάση» της Ε.Ε. έναντι του Πεκίνου, αλλά τονίζοντας ταυτόχρονα ότι «η σχέση μας με την Κίνα είναι υπερβολικά σημαντική για να τη θέσουμε σε κίνδυνο». Από την πλευρά του ο Μακρόν, σε διαφορετικό τόνο, επικροτούσε τη «βούληση της Κίνας να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο για την ειρήνευση στην Ουκρανία». Ο Γάλλος πρόεδρος συνοδεύεται από την υπουργό Εξωτερικών Κατρίν Κολονά, τον υπουργό Οικονομικών Μπρουνό Λεμέρ και δεκάδες εκπροσώπους γαλλικών πολυεθνικών όπως η Airbus (που ευελπιστεί να οριστικοποιήσει συμβόλαιο για την αγορά εκατοντάδων αεροσκαφών από την Κίνα), η Alstom, η Veolia, η EDF, η Danone κ.ά.
Με άλλα λόγια, η «κοινή» επίσκεψη δύσκολα κρύβει τη διάσταση προσανατολισμού στο εσωτερικό της Ε.Ε., όπου ισχυρές δυνάμεις υποστηρίζουν τη συμμόρφωση με τις επιταγές του ευρωατλαντισμού, ενώ άλλοι ψάχνουν εναγωνίως τρόπους αποφυγής του ασφυκτικού εναγκαλισμού των ΗΠΑ και δυνατότητες άσκησης μιας στοιχειωδώς αυτόνομης εξωτερικής και εμπορικής πολιτικής. Είναι βέβαια σαφές ότι τυχόν πλήρης ευθυγράμμιση της Ευρώπης με τις απαιτήσεις των ΗΠΑ για στοχοποίηση και της Κίνας, πέραν της Ρωσίας, θα ολοκλήρωνε την πολιτική και οικονομική αυτοκτονία που ήδη διαπράττουν οι ευρωπαϊκές ελίτ…
Οι κινεζικές προσδοκίες
Από την πλευρά τους οι Κινέζοι επίσημοι επίσης διαφοροποιούν τη στάση τους απέναντι στους επισκέπτες τους, με τα μεγάλα κινεζικά ΜΜΕ να αποκαλούν «ειλικρινή» τον Μακρόν, ενώ για την αρχικομισάρια δεν χρησιμοποιούν τέτοιους όρους. Αποφεύγουν επίσης να φέρουν σε δύσκολη θέση τον Μακρόν, περνώντας στα ψιλά το γεγονός ότι στη χώρα του έχει χάσει κάθε λαϊκή νομιμοποίηση και αντιμετωπίζει γενικευμένη αμφισβήτηση – κάτι που οπωσδήποτε θα «θυμηθούν» στην περίπτωση που η Γαλλία υποχωρήσει στις πιέσεις των ΗΠΑ. Ουσιαστικά είναι σαν να ρωτούν τους Ευρωπαίους συνομιλητές τους εάν έχουν αποφασίσει (ή εάν είναι σε θέση να αποφασίσουν…) τι θέλουν: μια καταστροφική αντιπαράθεση κατ’ εντολή των ΗΠΑ, ή κάποιας μορφής βελτιωμένη συνεργασία;
Μπορεί οι Κινέζοι να έχουν «εμπορικά» ανάγκη την Ευρώπη (το 21% των εισαγόμενων αγαθών στην Ε.Ε. είναι κινεζικής προέλευσης), αλλά κι αυτό είναι σχετικό: στην πρώτη εικοσάδα των χωρών που εισάγουν κινεζικά προϊόντα, φιγουράρουν μόλις 2 κράτη μέλη της Ε.Ε. (η Γερμανία και η Ολλανδία). Άρα για το Πεκίνο είναι ίσως σημαντικότερη μια βαθιά πολιτική σφήνα στο Δυτικό αντικινεζικό μπλοκ, που θα μείωνε τη γεωπολιτική –και όχι μόνο– πίεση που του ασκούν οι ΗΠΑ. Γι’ αυτό και με κάθε τρόπο όλα τα κινεζικά κανάλια, επίσημα και ανεπίσημα, κρατικά και επιχειρηματικά, εκπέμπουν διαρκώς το ίδιο μήνυμα προς την Ευρώπη: ότι δηλαδή είναι προς το συμφέρον της «να μην ακολουθήσει τις ΗΠΑ στον κατήφορο»…