Καθισμένη στο σαλόνι μου με θέα τον μόνιμα συννεφιασμένο ουρανό της Αγγλίας το μυαλό μου έτρεχε καλπάζοντας στο νησί μου στην άκρη του Αιγαίου. Οι δύσκολες μέρες της απομόνωσης και του εγκλεισμού την εποχή του κορονοϊού με έφεραν πολλά χρόνια πίσω όπου εικόνες από το γνωστό βιβλίο το Νησί της Βικτώρια Χίσλοπ για τη Σπιναλόγκα, κι αργότερα την τηλεοπτική σειρά, μου θύμισαν πόσο εύθραυστοι και ευάλωτοι είμαστε και το πόσο γρήγορα μπορεί μια πανδημία ή μία λοιμώδης νόσος να μας απομονώσει βάζοντας φράχτες και φραγμούς στιγματίζοντας ανθρώπους και ολόκληρες κοινωνίες. Παρ’ όλα αυτά η ανθρώπινη φύση έχει σταθεί μοχλός δύναμης πολλές φορές με ομάδες ανθρώπων να συμπαραστέκονται και να βοηθάνε ανήμπορους, κατατρεγμένους, άρρωστους, σε εποχές πανδημίας, πολέμου, πλημμύρας, πυρκαγιών, σεισμών. Μέσα από το βιβλίο και την τηλεοπτική σειρά κατάφεραν να γκρεμίσουν το τείχος του φόβου της Σπιναλόγκας και να πλησιάσουν το νησί, όπου μία κοινωνία λεπρών, χανσενικών, ζούσε κάποτε με τρομερές δυσκολίες αλλά και αξιοπρέπεια τον δικό της Γολγοθά.
Στη Ρόδο, στην καρδιά του νησιού, από το 1947 μέχρι το 1970 λειτούργησε το Σανατόριο για τους φυματικούς. Η φθίση, ή λευκή πανώλη, ή το χτικιό, θέριζε στην κυριολεξία και ειδικά μετά τον πόλεμο και την απελευθέρωση όπου αρχικά έστελναν τους φυματικούς στο νοσοκομείο ΘΕΡΜΑΙ και στο ΠΡΕΒΑΝΤΟΡΙΟ, μέχρι που έγινε στην Ελεούσα το Σανατόριο. Χρησιμοποιήθηκε κυρίως το Σχολείο, στο εγκαταλελειμμένο ιταλικό χωριό των Υλοτόμων Campochiaro (Φωτεινό Χωριό) και τα γύρω κτίρια. Πολλοί στην αρχή άφησαν την τελευταία ανάσα τους εκεί αφού δεν είχαν ακόμα ανακαλυφθεί αποτελεσματικά φάρμακα. Παιδιά από την Παιδόπολη της Καλάθου, φυματικοί από τη Ρόδο, τα γύρω νησιά, τη Βόρεια Ελλάδα. Από το Ψυχιατρείο της Λέρου. Παρ’ όλες τις τρομερές δυσκολίες χωρίς ρεύμα τα πρώτα χρόνια αλλά με γεννήτριες και λάμπες θυέλλης, με χωματόδρομο που χώριζε σχεδόν το ίδρυμα από την υπόλοιπη Ρόδο και με χίλιες δύο δυσκολίες, ο διευθυντής ιατρός και οι ιατροί, το προσωπικό, έδιναν μάχες για να λειτουργεί όσο το δυνατόν καλύτερα. Πολλοί κάτοικοι από τα γύρω χωριά παρ’ όλο τον φόβο της αρρώστιας εργάζονταν εκεί, πουλούσαν τα προϊόντα τους. Από τη πόλη υπήρχαν κι εκείνοι που πήγαιναν πράγματα στους αρρώστους. Μέσα λοιπόν στο Ίδρυμα αλλά και γύρω από αυτό υπήρχε ένας μικρόκοσμος, ένα ατέλειωτο πηγαινέλα με ιστορίες δραματικές, αλλά και έρωτες και ιστορίες χαράς. Φορητός πλανόδιος κινηματογράφος έκανε προβολές όπου πήγαιναν όλοι, εργαζόμενοι και ασθενείς. Λόγω του τρομερού όμως στίγματος που υπήρχε και υπάρχει ακόμα πολλοί έκρυβαν το γεγονός ότι είτε οι ίδιοι είτε δικός τους άνθρωπος είχε νοσήσει ή είχε πεθάνει. Ψάχνοντας αρχεία για το Νοσοκομείο Σωτηρία στην Αθήνα και την Κύπρο, αναρωτήθηκα πού ήταν ο χώρος ταφής γιατί δεν υπήρχε κάπου μια αναφορά για την Ελεούσα. Στις εφημερίδες της εποχής ελάχιστες αναφορές για το Σανατόριο της Ρόδου. Κι όμως υπήρχε και υπάρχει ο χώρος ταφής, ξεχασμένος, χορταριασμένος και ποιος ξέρει πόσοι άποροι ή ανεπιθύμητοι βρίσκονται ακόμα εκεί περιμένοντας κάποιον ή κάποιους να τους πάνε λίγα λουλούδια. Λόγω της απόστασής μου από το νησί μου, οι πληροφορίες ερχόντουσαν με το σταγονόμετρο και με μεγάλη διακριτικότητα και ευαισθησία έπρεπε να προσεγγίσω ένα τόσο λεπτό θέμα αφού οι προσωπικές ή οικογενειακές ιστορίες ήταν σχεδόν επτασφράγιστες.
Αλλά πέρα όλων αυτών ο άλλος λόγος, το κίνητρό μου να γράψω ένα διήγημα με πολλά μηνύματα ήταν το κτιριακό συγκρότημα που στην ουσία καταρρέει. Τα μνημεία μιας πολιτιστικής κληρονομιάς που έχουν αφεθεί έρμαια να αντιστέκονται στην αδυσώπητη μανία της φύσης και την εγκατάλειψη, στον γραφειοκρατικό δαίδαλο του κράτους κι ενός τόπου που δεν κατάφερε να ξεπεράσει αυτές τις δυσκολίες και αγκυλώσεις. Που δεν έσκυψε ποτέ πάνω από την ιστορία και τα κτίρια που ήταν και είναι ένα αρχιτεκτονικό σύμπλεγμα ιστορικών περιόδων, βουβοί μάρτυρες μιας εποχής όπου ανθρώπινες ιστορίες σημάδεψαν γενιές ολόκληρες. Το διήγημά μου περιέχει ιστορικά στοιχεία, κάποια υπαρκτά πρόσωπα, αλλά είναι μια μυθοπλασία όπου η αλληλεγγύη, ο έρωτας και η δύναμη της ψυχής ξεπερνούν εθνότητες, θρησκείες και φραγμούς.
Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όσους-ες βοήθησαν στο δύσκολο αυτό ταξίδι που ουσιαστικά μόλις αρχίζει. Ευχαριστώ τις Εκδόσεις ΕΠΙΜΕΤΡΟ και τη Λογοτεχνική Σειρά των Εκδόσεων ΠΑΠΑΖΗΣΗ.
Μάντσεστερ, Αγγλία
Ίρις Μαυράκη
INFO
H Ίρις Μαυράκη γεννήθηκε στην Αφρική από Ρόδιο πατέρα και Αυστριακή μητέρα. Μεγάλωσε στη Ρόδο όπου παρακολούθησε μαθήματα κλασικού πιάνου και κλασικό τραγούδι στο παράρτημα του Εθνικού Ωδείου Ρόδου και του Ελληνικού Ωδείου.
Έχει δώσει ως ερμηνεύτρια συναυλίες σε Ελλάδα, Τουρκία, Γερμανία, Γαλλία, Αγγλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Τσεχία, Ισραήλ, Ελβετία, με Συμφωνικές Ορχήστρες της Τουρκίας και Έλληνες μουσικούς, το prog metal συγκρότημα Dreamtone & Iris Mavraki’s NEVERLAND και τους RISE. Το 2021 κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις ΤΕΧΝΗ το βιβλίο της «The Unending Journey». Σήμερα ζει στην Αγγλία.