Από νέα δεδομένα ξεκινά η επόμενη φάση Του Γιάννη Τσούτσια
Η διαδικασία της πολιτικής προχωράει. Τόσο ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο, όσο και σε ό,τι αφορά τη γαρνιτούρα της. Υπαινιγμοί, ακριτομυθίες, στησίματα, συμβολισμοί, υπηρετούν μια ουσία, που γίνεται ολοένα και πιο δυσανάγνωστη, στο έδαφος ενός εκλογικού αποτελέσματος που δεν εξασφάλισε ευκρίνεια και καθαρότητα. Ο συστημισμός, τσαλακωμένος, με ακυρωμένες τις στοχεύσεις του και ανεπανόρθωτα τραυματισμένη την προοπτική του, αποφάσισε να παραμείνει στα ίδια. Να αγνοήσει το εκλογικό μήνυμα και να οργανώσει τη διάσωσή του. Με αξιοσημείωτη γρηγοράδα βρήκε πρόχειρη γραμμή άμυνας, τον ευρωπαϊσμό ως κοινό παρανομαστή (ταμπέλα, επινόηση και ιδεολογική κατεύθυνση μαζί), ευθυγραμμίστηκε και εξήγγειλε μετωπική διαμόρφωση, αφήνοντας το πρόσταγμα στη νεοδημοκρατική δεξιά για να αναλάβει την οργάνωση του στρατοπέδου. Παράλληλα, Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, διαμόρφωσαν από κοινού το επικοινωνιακό μέτωπο «όλοι εναντίον του νικητή», που βρήκε πρόθυμους διακόνους και απ’ τα αριστερά.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι ηττημένοι των εκλογών, δεν προέβησαν τελικά σε καμία παραχώρηση κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Προσήλθαν στη συζήτηση, θέτοντας ως μοναδικό όρο τη συνέχιση της πορείας, που μόλις είχε αποδοκιμάσει εμφατικά ο λαός! Διπλή η υποκρισία εν προκειμένω: Εφαρμόστε για λογαριασμό μας το Mνημόνιο, διότι αυτό εξασφαλίζει την παραμονή μας στην Eυρωζώνη και ως αντάλλαγμα, σας εκχωρούμε κάτι που δεν έχουμε, την πρωθυπουργία! Κλασική διπλωματική εξαπάτηση και φτωχή πανουργία. Για τους εκπροσώπους του συστημισμού, κάθε εκδοχή διαπραγμάτευσης πλασάρεται ψευδώς ως αποδεκτή. Εννοούν πλήρη προσαρμογή και εμμένουν σε μια επιχειρηματολογία που, ενδεχομένως, διασώσει τους ίδιους, αλλά αφαιρεί από τη χώρα το σύνολο των δυνατοτήτων που της απομένουν.
Παρ’ όλα αυτά, η εμπλοκή την εβδομάδα που πέρασε υπήρξε πραγματική. Όσο κι αν αριθμητικά προέκυψε η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτή ακυρώθηκε μπροστά στην αδυναμία ανάληψης πολιτικής ευθύνης για την εφαρμογή των μέτρων του Ιουνίου. Άνοιξε όμως έτσι, εν τοις πράγμασι, η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, που ανάγλυφα αποκάλυψε το πλασματικό της εκπροσώπησης, ζήτημα που παραμένει βασικό συστατικό της πολιτικής μόχλευσης της περιόδου.
Τώρα, το δίλημμα «μνημόνιο ή χρεοκοπία» επανέρχεται ως «μνημόνιο ή δραχμή», διανθισμένο με τα περί αναδιαπραγμάτευσης και περίσσεια κινδυνολογία. Ο κόσμος αναγνωρίζει την υπόσταση του διλήμματος, αλλά βάζει αλλού τον πήχη. Αντιλαμβάνεται τη διάζευξη στο «απόλυτη υποταγή ή έξοδο και απόλυτη καταστροφή» και επιχειρεί να την υπερβεί, ανοίγοντας δρόμο, ανηφορικό, αντιφατικό, ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ο λαός, ξεπερνώντας τις μονοδρομήσεις, μοιάζει να διαμορφώνει νέες πολιτικοκοινωνικές και πολιτειακές προϋποθέσεις. Εδώ έχει να συμβάλει η Αριστερά. Μπορεί η πρόταση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς να απέτυχε να υλοποιηθεί, τόσο εξαιτίας των πραγματικών συσχετισμών, όσο και γιατί τμήματα της Αριστεράς δεν δέχτηκαν οποιαδήποτε σύγκληση απέναντι σ’ αυτό το αίτημα, υπονομεύοντας έτσι και την προοπτική του, όμως στην εποχή μας, τίποτα δεν προχωράει χωρίς βαθύτερες συνειδητοποιήσεις. Αυτό είναι το διαφορετικό συστατικό της περιόδου. Η ανάγκη συνειδητοποίησης των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας του πράγματος, παραμένει η βασική ατραπός της λαϊκής πορείας. Αυτό ακριβώς αντιστρατεύονται όσοι προάγουν διλήμματα και εγκλωβισμούς -είτε από αριστερή, είτε από δεξιά σκοπιά- στοχεύοντας στην ακινησία, πολιτική και νοητική. Αυτό παραβλέπουν οι στρατηγικές που υποκύπτουν στην πρόκληση μιας μάχης εφ’ όλης της ύλης, σ’ ένα είδος ολικής ανατροπής, στο όλα ή τίποτε, σαν να μην υπάρχουν ρήξεις, ελευθεριακές και προαγωγικές συγκρούσεις, παρά μόνον η τελική μάχη. Εδώ, σ’ αυτές τις διαχωριστικές γραμμές και στα διαμορφούμενα στρατόπεδα, εμφιλοχωρεί η παγίωση της μετεκλογικής εμπλοκής.
Αν υιοθετηθούν οι υφιστάμενες πολώσεις, δύσκολα θα ανατραπεί εκ βάθρων το πολιτικό σκηνικό. Διότι είναι αδύνατη η ολοκληρωτική υπεροπλία, η πλήρης επιβολή απέναντι στον άλλο, μια διακυβέρνηση καθολικού τύπου. Ακόμη και τα υψηλά εκλογικά ποσοστά, δεν παράγουν αποτελέσματα, αν απέναντί τους διαμορφωθεί ένα εξίσου ισχυρό αντιθετικό μέτωπο. Η ενδεχόμενη αναβίωση κάποιου τύπου δικομματικής σύγκρουσης, θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό και όχι σε υπέρβαση της σημερινής διάταξης του πολιτικού συστήματος.
Η Αριστερά πρέπει λοιπόν, με προσήλωση να εμείνει στην αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος σε αντιμνημονιακή βάση. Να βρει τρόπους συμβολοποίησης αυτής της ανάγκης, να σηματοδοτήσει την τροχιά μιας υπερβατικής πολιτικής που δεν θα αφήνει έδαφος ανασύνταξης για τον συστημισμό. Να αναζητήσει ερείσματα σε άλλους χώρους, μη επιτρέποντας στη Ν.Δ. να πολώσει τα πράγματα στο γήπεδο που αυτή θα επιλέξει, να αποφύγει μια πορεία που θα ανασυνθέτει ένα νέο εγκλωβιστικό σκηνικό δίχως αύριο. Απ’ αυτή την άποψη, ο λαός καλείται πράγματι σε διορθωτική ψήφο.
Όχι για να διορθώσει τις επιλογές του, την τιμωρητική του διάθεση και την αντιμνημονιακή του στάση, αλλά για να διερευνήσει εκ νέου τα όρια και τις δυνατότητές του.
Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι ηττημένοι των εκλογών, δεν προέβησαν τελικά σε καμία παραχώρηση κατά τη διαδικασία των διερευνητικών εντολών. Προσήλθαν στη συζήτηση, θέτοντας ως μοναδικό όρο τη συνέχιση της πορείας, που μόλις είχε αποδοκιμάσει εμφατικά ο λαός! Διπλή η υποκρισία εν προκειμένω: Εφαρμόστε για λογαριασμό μας το Mνημόνιο, διότι αυτό εξασφαλίζει την παραμονή μας στην Eυρωζώνη και ως αντάλλαγμα, σας εκχωρούμε κάτι που δεν έχουμε, την πρωθυπουργία! Κλασική διπλωματική εξαπάτηση και φτωχή πανουργία. Για τους εκπροσώπους του συστημισμού, κάθε εκδοχή διαπραγμάτευσης πλασάρεται ψευδώς ως αποδεκτή. Εννοούν πλήρη προσαρμογή και εμμένουν σε μια επιχειρηματολογία που, ενδεχομένως, διασώσει τους ίδιους, αλλά αφαιρεί από τη χώρα το σύνολο των δυνατοτήτων που της απομένουν.
Παρ’ όλα αυτά, η εμπλοκή την εβδομάδα που πέρασε υπήρξε πραγματική. Όσο κι αν αριθμητικά προέκυψε η δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης, αυτή ακυρώθηκε μπροστά στην αδυναμία ανάληψης πολιτικής ευθύνης για την εφαρμογή των μέτρων του Ιουνίου. Άνοιξε όμως έτσι, εν τοις πράγμασι, η συζήτηση για τον εκλογικό νόμο, που ανάγλυφα αποκάλυψε το πλασματικό της εκπροσώπησης, ζήτημα που παραμένει βασικό συστατικό της πολιτικής μόχλευσης της περιόδου.
Τώρα, το δίλημμα «μνημόνιο ή χρεοκοπία» επανέρχεται ως «μνημόνιο ή δραχμή», διανθισμένο με τα περί αναδιαπραγμάτευσης και περίσσεια κινδυνολογία. Ο κόσμος αναγνωρίζει την υπόσταση του διλήμματος, αλλά βάζει αλλού τον πήχη. Αντιλαμβάνεται τη διάζευξη στο «απόλυτη υποταγή ή έξοδο και απόλυτη καταστροφή» και επιχειρεί να την υπερβεί, ανοίγοντας δρόμο, ανηφορικό, αντιφατικό, ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη. Ο λαός, ξεπερνώντας τις μονοδρομήσεις, μοιάζει να διαμορφώνει νέες πολιτικοκοινωνικές και πολιτειακές προϋποθέσεις. Εδώ έχει να συμβάλει η Αριστερά. Μπορεί η πρόταση για μια κυβέρνηση της Αριστεράς να απέτυχε να υλοποιηθεί, τόσο εξαιτίας των πραγματικών συσχετισμών, όσο και γιατί τμήματα της Αριστεράς δεν δέχτηκαν οποιαδήποτε σύγκληση απέναντι σ’ αυτό το αίτημα, υπονομεύοντας έτσι και την προοπτική του, όμως στην εποχή μας, τίποτα δεν προχωράει χωρίς βαθύτερες συνειδητοποιήσεις. Αυτό είναι το διαφορετικό συστατικό της περιόδου. Η ανάγκη συνειδητοποίησης των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας του πράγματος, παραμένει η βασική ατραπός της λαϊκής πορείας. Αυτό ακριβώς αντιστρατεύονται όσοι προάγουν διλήμματα και εγκλωβισμούς -είτε από αριστερή, είτε από δεξιά σκοπιά- στοχεύοντας στην ακινησία, πολιτική και νοητική. Αυτό παραβλέπουν οι στρατηγικές που υποκύπτουν στην πρόκληση μιας μάχης εφ’ όλης της ύλης, σ’ ένα είδος ολικής ανατροπής, στο όλα ή τίποτε, σαν να μην υπάρχουν ρήξεις, ελευθεριακές και προαγωγικές συγκρούσεις, παρά μόνον η τελική μάχη. Εδώ, σ’ αυτές τις διαχωριστικές γραμμές και στα διαμορφούμενα στρατόπεδα, εμφιλοχωρεί η παγίωση της μετεκλογικής εμπλοκής.
Αν υιοθετηθούν οι υφιστάμενες πολώσεις, δύσκολα θα ανατραπεί εκ βάθρων το πολιτικό σκηνικό. Διότι είναι αδύνατη η ολοκληρωτική υπεροπλία, η πλήρης επιβολή απέναντι στον άλλο, μια διακυβέρνηση καθολικού τύπου. Ακόμη και τα υψηλά εκλογικά ποσοστά, δεν παράγουν αποτελέσματα, αν απέναντί τους διαμορφωθεί ένα εξίσου ισχυρό αντιθετικό μέτωπο. Η ενδεχόμενη αναβίωση κάποιου τύπου δικομματικής σύγκρουσης, θα οδηγούσε σε εγκλωβισμό και όχι σε υπέρβαση της σημερινής διάταξης του πολιτικού συστήματος.
Η Αριστερά πρέπει λοιπόν, με προσήλωση να εμείνει στην αναδιάταξη του πολιτικού συστήματος σε αντιμνημονιακή βάση. Να βρει τρόπους συμβολοποίησης αυτής της ανάγκης, να σηματοδοτήσει την τροχιά μιας υπερβατικής πολιτικής που δεν θα αφήνει έδαφος ανασύνταξης για τον συστημισμό. Να αναζητήσει ερείσματα σε άλλους χώρους, μη επιτρέποντας στη Ν.Δ. να πολώσει τα πράγματα στο γήπεδο που αυτή θα επιλέξει, να αποφύγει μια πορεία που θα ανασυνθέτει ένα νέο εγκλωβιστικό σκηνικό δίχως αύριο. Απ’ αυτή την άποψη, ο λαός καλείται πράγματι σε διορθωτική ψήφο.
Όχι για να διορθώσει τις επιλογές του, την τιμωρητική του διάθεση και την αντιμνημονιακή του στάση, αλλά για να διερευνήσει εκ νέου τα όρια και τις δυνατότητές του.
Σχόλια