Πληθαίνουν οι κλυδωνισμοί του δυτικού καπιταλισμού.
Το θέμα της κρίσης δημόσιου χρέους στον δυτικό καπιταλισμό πήρε σχεδόν «δραματικές» διαστάσεις από τα ΜΜΕ ενόψει του συνεχιζόμενου αδιεξόδου στις συζητήσεις που διεξάγονται ανάμεσα στον Μπ. Ομπάμα και τους ηγέτες του Κογκρέσου για την αύξηση του ορίου του δημόσιου χρέους των ΗΠΑ κατά 2,4 τρισ. δολάρια (στα 16,8 τρισ.) μέχρι τις 2 Αυγούστου. Οι Ρεπουμπλικάνοι, για να συμφωνήσουν στην αύξηση του ορίου του χρέους, απαιτούν να γίνουν αντίστοιχες μειώσεις των δαπανών του προϋπολογισμού και οι Δημοκρατικοί συμφωνούν, βεβαίως, με τις μειώσεις, αλλά θέλουν και αύξηση των φόρων. Υποτίθεται πως αν δεν εγκριθούν αυτά τα 2,4 τρισ. δολάρια, η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα έχει να πληρώσει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ομπάμα έχουν «βγει στα κεραμίδια» και ωρύονται για τις συνέπειες της μερικής αθέτησης πληρωμών εκ μέρους των ΗΠΑ στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, ενώ οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι οίκοι αξιολόγησης, όπως η Standard & Poors και Moody’s, ανακοίνωσαν ότι εντός των 90 επόμενων ημερών ενδέχεται να υποβαθμίσουν τα αμερικανικά ομόλογα.
Οι Ρεπουμπλικάνοι χρησιμοποιούν το θέμα της αύξησης του ορίου του δημόσιου χρέους για να εκβιάσουν τον Ομπάμα να υιοθετήσει τις θέσεις τους περί διατήρησης των φοροαπαλλαγών για τους εύπορους και τις μεγάλες εταιρίες. Αυτό ισχύει, αλλά οι προθέσεις είναι ευρύτερες. Σύμφωνα με Αμερικανούς σχολιαστές (Ουίλιαμ Ρίβερς Πιτ, Truthout 14/7) οι Ρεπουμπλικάνοι δεν ενδιαφέρονται για τη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, πράγμα που επιβεβαιώνει το σύνολο της πολιτικής τους από την εποχή Ρέιγκαν και Μπους πρεσβύτερου, όταν οι ΗΠΑ από έθνος πιστωτής μεταβλήθηκε σε έθνος χρεώστη. Επιχειρούν απλώς, με την απειλή της οικονομικής καταστροφής, να εξαλείψουν κοινωνικά προγράμματα, όπως η Κοινωνική Ασφάλιση και το Medicare (περίθαλψη για τους άνω των 65 ετών και τους ανάπηρους), που δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν υπό κανονικές συνθήκες, παρόλο που το μεθοδεύουν από τότε που υιοθετήθηκαν, τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο της πολιτικής για τη «Μεγάλη Κοινωνία».
Ο Ομπάμα, από την άλλη, επικαλείται τον «αναγκαίο συμβιβασμό» με τους Ρεπουμπλικάνους στον προϋπολογισμό για να λύσει το ζήτημα του χρέους, ως επικοινωνιακή τακτική προς τα ακροατήριά του που θα θιγούν καίρια από τις περικοπές, αφού η πρότασή του κινείται πολύ «πιο δεξιά από όσο προτιμά ακόμη και ο μέσος οπαδός των Ρεπουμπλικάνων» (New York Times, Nate Silver 13/7). Συγκεκριμένα, από τα 4 τρισ. δολάρια περιστολής των κρατικών δαπανών για την επόμενη δεκαετία, που προτείνει ο Ομπάμα, μόνο το 1 θα αντληθεί απ’ το κλείσιμο φορολογικών παράθυρων προς τους πλούσιους και τη μείωση των φορολογικών περικοπών του Μπους. Τα υπόλοιπα 3 θα αντληθούν κατά το πλείστον από τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, σε ορισμένους μάλιστα τομείς, όπως η μείωση των επιδομάτων της Κοινωνικής Ασφάλισης, ο Ομπάμα υπερβαίνει την ατζέντα ακόμη και των Ρεπουμπλικάνων.
«Η μείωση του ελλείμματος και του χρέους είναι απλώς μια τακτική του ταξικού πολέμου ενάντια στους φτωχούς», λένε Αμερικανοί σχολιαστές (Άντονι Ντι Μάτζιο, Counterpunch, 13/7). Στις ΗΠΑ το 1% του πληθυσμού νέμεται το 40% του πλούτου, αλλά «για την τάξη των πλουσίων το ποσοστό αυτό απλώς δεν είναι αρκετό».
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αγνοηθεί η κομματική/πολιτική πτυχή αυτής της διαμάχης ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012, όπου θα κριθεί η επανεκλογή του Ομπάμα ή η επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων. Η μαζική είσοδος στους κόλπους των τελευταίων οπαδών του Tea Party έχει αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, δυσκολεύοντας τους συμβιβασμούς που παραδοσιακά επιτυγχάνονταν μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων.
Οι teapartiers βλέπουν στους παραδοσιακούς «ελέγχους και ισορροπίες» μια εικόνα διαφθοράς, υποστηρίζονται από ανελέητους μεγαλοεπιχειρηματίες που ζητούν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και προκρίνουν τη μέχρι τελικής πτώσης αναμέτρηση με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε ιδίως μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο φαίνεται να φοβίζει τους διεθνείς εταίρους της Αμερικής, στο πλαίσιο μιας, όπως εξελίσσεται, διεθνούς κρίσης χρέους. «Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν εμπλακεί σε ένα θρησκευτικό πόλεμο όπου ο συμβιβασμός και ο πραγματισμός είναι όνειρα από μια μακρινή εποχή ορθολογισμού…», αναφέρει η Die Welt. Η Κίνα, που κατέχει πάνω από 1 τρισ. δολάρια αμερικανικού χρέους, ανησυχεί επίσης και έσπευσε να δηλώσει, διά στόματος εκπροσώπου του υπ. Εξωτερικών, πως «ελπίζει ότι οι ΗΠΑ θα υιοθετήσουν υπεύθυνες πολιτικές και μέτρα που θα εξασφαλίζουν τα συμφέροντα των επενδυτών».
Στη Γερμανία οι απόψεις είναι αντιφατικές, και κυμαίνονται από την ψύχραιμη της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, που είναι σίγουρη ότι θα αυξηθεί το όριο του χρέους και θα αναβληθεί η όποια λύση για αργότερα, μέχρι τη φοβική της Frankfurter Allgemeine Zeitung –«Παίζουν οι Αμερικανοί με τη φωτιά»- ή της άκρως συντηρητικής Die Welt, -«θα καταρρεύσουν οι ΗΠΑ μέσα σε λίγες ώρες». Και βέβαια τρέμουν μερικοί για το τι θα γίνει με τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, αν οι οίκοι αξιολόγησης αρχίσουν να υποβαθμίζουν τις ΗΠΑ…
Συνεπώς, παρόλο που, όπως πιστεύεται ευρέως, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εγκριθεί η αύξηση του ορίου του χρέους των ΗΠΑ, έστω κι αν δεν υπάρξει συμβιβασμός ως προς τον προϋπολογισμό μεταξύ Ομπάμα και Κογκρέσου, οι πρώτες εκδηλώσεις της κρίσης δημόσιου χρέους των ΗΠΑ βαραίνουν τη διεθνή ατμόσφαιρα και δίνουν άλλες διαστάσεις στους κλυδωνισμούς του δυτικού καπιταλισμού, αφού προστίθενται στη μεγάλη κρίση χρέους της Ευρωζώνης και αυξάνουν τη συνολική αβεβαιότητα.
Αξιωματούχοι της κυβέρνησης Ομπάμα έχουν «βγει στα κεραμίδια» και ωρύονται για τις συνέπειες της μερικής αθέτησης πληρωμών εκ μέρους των ΗΠΑ στην αμερικανική και την παγκόσμια οικονομία, ενώ οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι οίκοι αξιολόγησης, όπως η Standard & Poors και Moody’s, ανακοίνωσαν ότι εντός των 90 επόμενων ημερών ενδέχεται να υποβαθμίσουν τα αμερικανικά ομόλογα.
Οι Ρεπουμπλικάνοι χρησιμοποιούν το θέμα της αύξησης του ορίου του δημόσιου χρέους για να εκβιάσουν τον Ομπάμα να υιοθετήσει τις θέσεις τους περί διατήρησης των φοροαπαλλαγών για τους εύπορους και τις μεγάλες εταιρίες. Αυτό ισχύει, αλλά οι προθέσεις είναι ευρύτερες. Σύμφωνα με Αμερικανούς σχολιαστές (Ουίλιαμ Ρίβερς Πιτ, Truthout 14/7) οι Ρεπουμπλικάνοι δεν ενδιαφέρονται για τη μείωση των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού, πράγμα που επιβεβαιώνει το σύνολο της πολιτικής τους από την εποχή Ρέιγκαν και Μπους πρεσβύτερου, όταν οι ΗΠΑ από έθνος πιστωτής μεταβλήθηκε σε έθνος χρεώστη. Επιχειρούν απλώς, με την απειλή της οικονομικής καταστροφής, να εξαλείψουν κοινωνικά προγράμματα, όπως η Κοινωνική Ασφάλιση και το Medicare (περίθαλψη για τους άνω των 65 ετών και τους ανάπηρους), που δεν θα μπορούσαν να αγγίξουν υπό κανονικές συνθήκες, παρόλο που το μεθοδεύουν από τότε που υιοθετήθηκαν, τη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο της πολιτικής για τη «Μεγάλη Κοινωνία».
Ο Ομπάμα, από την άλλη, επικαλείται τον «αναγκαίο συμβιβασμό» με τους Ρεπουμπλικάνους στον προϋπολογισμό για να λύσει το ζήτημα του χρέους, ως επικοινωνιακή τακτική προς τα ακροατήριά του που θα θιγούν καίρια από τις περικοπές, αφού η πρότασή του κινείται πολύ «πιο δεξιά από όσο προτιμά ακόμη και ο μέσος οπαδός των Ρεπουμπλικάνων» (New York Times, Nate Silver 13/7). Συγκεκριμένα, από τα 4 τρισ. δολάρια περιστολής των κρατικών δαπανών για την επόμενη δεκαετία, που προτείνει ο Ομπάμα, μόνο το 1 θα αντληθεί απ’ το κλείσιμο φορολογικών παράθυρων προς τους πλούσιους και τη μείωση των φορολογικών περικοπών του Μπους. Τα υπόλοιπα 3 θα αντληθούν κατά το πλείστον από τη μείωση των κοινωνικών δαπανών, σε ορισμένους μάλιστα τομείς, όπως η μείωση των επιδομάτων της Κοινωνικής Ασφάλισης, ο Ομπάμα υπερβαίνει την ατζέντα ακόμη και των Ρεπουμπλικάνων.
«Η μείωση του ελλείμματος και του χρέους είναι απλώς μια τακτική του ταξικού πολέμου ενάντια στους φτωχούς», λένε Αμερικανοί σχολιαστές (Άντονι Ντι Μάτζιο, Counterpunch, 13/7). Στις ΗΠΑ το 1% του πληθυσμού νέμεται το 40% του πλούτου, αλλά «για την τάξη των πλουσίων το ποσοστό αυτό απλώς δεν είναι αρκετό».
Ταυτόχρονα, δεν μπορεί να αγνοηθεί η κομματική/πολιτική πτυχή αυτής της διαμάχης ενόψει των προεδρικών εκλογών του 2012, όπου θα κριθεί η επανεκλογή του Ομπάμα ή η επικράτηση των Ρεπουμπλικάνων. Η μαζική είσοδος στους κόλπους των τελευταίων οπαδών του Tea Party έχει αλλάξει τους όρους του πολιτικού παιχνιδιού, δυσκολεύοντας τους συμβιβασμούς που παραδοσιακά επιτυγχάνονταν μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων.
Οι teapartiers βλέπουν στους παραδοσιακούς «ελέγχους και ισορροπίες» μια εικόνα διαφθοράς, υποστηρίζονται από ανελέητους μεγαλοεπιχειρηματίες που ζητούν την ιδιωτικοποίηση των πάντων και προκρίνουν τη μέχρι τελικής πτώσης αναμέτρηση με την ομοσπονδιακή κυβέρνηση.
Η νέα κατάσταση που διαμορφώθηκε ιδίως μετά τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο φαίνεται να φοβίζει τους διεθνείς εταίρους της Αμερικής, στο πλαίσιο μιας, όπως εξελίσσεται, διεθνούς κρίσης χρέους. «Οι Δημοκρατικοί και οι Ρεπουμπλικάνοι έχουν εμπλακεί σε ένα θρησκευτικό πόλεμο όπου ο συμβιβασμός και ο πραγματισμός είναι όνειρα από μια μακρινή εποχή ορθολογισμού…», αναφέρει η Die Welt. Η Κίνα, που κατέχει πάνω από 1 τρισ. δολάρια αμερικανικού χρέους, ανησυχεί επίσης και έσπευσε να δηλώσει, διά στόματος εκπροσώπου του υπ. Εξωτερικών, πως «ελπίζει ότι οι ΗΠΑ θα υιοθετήσουν υπεύθυνες πολιτικές και μέτρα που θα εξασφαλίζουν τα συμφέροντα των επενδυτών».
Στη Γερμανία οι απόψεις είναι αντιφατικές, και κυμαίνονται από την ψύχραιμη της οικονομικής εφημερίδας Handelsblatt, που είναι σίγουρη ότι θα αυξηθεί το όριο του χρέους και θα αναβληθεί η όποια λύση για αργότερα, μέχρι τη φοβική της Frankfurter Allgemeine Zeitung –«Παίζουν οι Αμερικανοί με τη φωτιά»- ή της άκρως συντηρητικής Die Welt, -«θα καταρρεύσουν οι ΗΠΑ μέσα σε λίγες ώρες». Και βέβαια τρέμουν μερικοί για το τι θα γίνει με τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες, αν οι οίκοι αξιολόγησης αρχίσουν να υποβαθμίζουν τις ΗΠΑ…
Συνεπώς, παρόλο που, όπως πιστεύεται ευρέως, δεν υπάρχει περίπτωση να μην εγκριθεί η αύξηση του ορίου του χρέους των ΗΠΑ, έστω κι αν δεν υπάρξει συμβιβασμός ως προς τον προϋπολογισμό μεταξύ Ομπάμα και Κογκρέσου, οι πρώτες εκδηλώσεις της κρίσης δημόσιου χρέους των ΗΠΑ βαραίνουν τη διεθνή ατμόσφαιρα και δίνουν άλλες διαστάσεις στους κλυδωνισμούς του δυτικού καπιταλισμού, αφού προστίθενται στη μεγάλη κρίση χρέους της Ευρωζώνης και αυξάνουν τη συνολική αβεβαιότητα.
Αριάδνη Αλαβάνου
Σχόλια