Του Κώστα Γκιώνη

Το όνομα Χρήστος Νταβαντζής το άκουσα πρώτη φορά πριν λίγο καιρό, αν και ζει μόνο 200 μέτρα από το σπίτι μου τα τελευταία 40 χρόνια, δεν έτυχε να μου πει κάποιος την ιστορία του.

Αφορμή στάθηκε ο φίλος μου ο Νίκος που μου μίλησε γι’ αυτόν και μας έφερε σε επαφή.

Βρεθήκαμε σπίτι του ένα απογευματάκι πριν λίγες μέρες, μας άνοιξε την πόρτα η σύντροφος της ζωής του η κυρία Έφη, με ένα χαμόγελο διάπλατο σαν μεγάλη αγκαλιά. Εκείνος μπρος στο σαλόνι βραχύσωμος, ευθυτενής με σπινθηροβόλο βλέμμα, μας συστήνεται, με λένε Χρήστο Νταβαντζή η βενιαμίν χελιδόνι όπως με αποκαλούσε ο Άρης!

Η κυρία Έφη μας έβαλε να καθίσουμε στο σαλόνι, έβαλε ένα DVD, το οποίο αφορούσε μια εκπομπή που ήταν καλεσμένος ο κυρ-Χρήστος και έτρεξε να μας φέρει τα φιλέματα.

Καθ’ όλη τη διάρκεια των 10-11 λεπτών πού διήρκησε το φιλμ, εκείνος καθότανε όρθιος παρά τα 92 του χρόνια (τα κλείνει στις 25/12) και το απολάμβανε με μια παιχνιδιάρικη ευχαρίστηση.

Όταν τέλειωσε, κάθισε απέναντι μας και για τις επόμενες 3 ώρες μιλούσε ακατάπαυστα λέγοντάς μας ονόματα συναγωνιστών του, τοπωνύμια, ημερομηνίες, αναρωτιόμουν τι είδος ανθρώπου είναι αυτός ο τύπος, που μπορεί να θυμάται εβδομήντα χρόνια μετά με τόση ακρίβεια τόσες πολλές λεπτομέρειες…

Το πρώτο πράγμα που αντιλαμβάνεσαι μιλώντας με τον κυρ-Χρήστο είναι η αγάπη του, για το κόμμα που υπηρετεί σχεδόν από τα 15 του χρόνια (το ΚΚΕ), για το χωριό του τη Χώσεψη (επιμένει να την λέει έτσι αν και τώρα ονομάζεται Κυψέλη), αλλά και για το ότι συνεχίζει να είναι ενεργός πολίτης, βρίσκεται παρών σε όλες σχεδόν τις εκδηλώσεις μνήμης αλλά και στις διαδηλώσεις!

* * *

Μια από τις πρώτες ερωτήσεις ήταν πού και πώς γνώρισε τον Αρχικαπετάνιο Άρη Βελουχιώτη. Όταν άρχισε να μιλάει για αυτόν το πρόσωπό του φωτίστηκε, ήταν, μου είπε, Νοέμβρης του 1943 όταν ο Άρης ήρθε στο χωριό του τη Χώσεψη όπου κάθισε για 17 μέρες, έχοντας ως έδρα το σπίτι του Νικόλαου Τόσκα, τότε γνωρίστηκε με τον 16χρονο Χρήστο και τον «διόρισε» αγγελιοφόρο του, του έδωσε λοιπόν ένα μήνυμα να το πάει σε ένα άλλο χωριό πού δεν ήταν και τόσο κοντά.

Όταν γύρισε από την αποστολή δεν τον πίστεψε ότι είχε πάει τόσο γρήγορα, μέχρι που του έδωσε το χαρτί με την απάντηση, τότε ο Άρης του λέει: «Πότε γύρισες κιόλας βρε Βενιαμίν –έτσι με αποκαλούσε επειδή ήμουν μικροσκοπικός–, χελιδόνι είσαι;» έτσι έμεινε το παρατσούκλι!

Άλλη πάλι φορά με ρωτούσε «Φοβάσαι ρε;», εγώ του απαντούσα «Όχι» και τότε αυτός μου έλεγε «Μπράβο έτσι σε θέλω! Όταν δεν φοβάται κανείς όλα τα καταφέρνει!».

Συνεχίζοντας μου λέει, τον θαύμαζα τον Άρη για την απλότητα προς όλους εμάς, για τον τρόπο που είχε να πείθει αλλά και για την αυστηρή πειθαρχία του, εκεί ακριβώς μου διηγήθηκε δύο περιστατικά για του λόγου το αληθές.

Μια φορά κάποιος αντάρτης του έφερε το μεσημεριανό του, το κοιτάει ο Άρης και βλέπει ότι είναι κρέας, τότε γυρίζει στον αντάρτη και τον ρωτάει «εσείς τι θα φάτε;» και αυτός του απαντάει φασόλια, τότε με βλοσυρό ύφος του λέει, «πάρτο και δώστο σε κάποιον τραυματία και φέρε μου να φάω φασόλια!»

Ο καπιταλισμός όταν θέλει να καρπωθεί τον πλούτο που παράγει η κάθε χώρα, δημιουργεί αποσταθεροποίηση με προβοκάτσιες και στη συνέχεια εμφύλιους πολέμους που πληρώνουν οι φτωχοί λαοί. Οι λαοί έχουν τη δύναμη ν’ απαλλαγούν από αυτά τα δεινά, αρκεί να το αποφασίσουν οργανωμένα. Να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και να χτίσουν τη λαϊκή εξουσία σε μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο

Ένα άλλο περιστατικό ήταν, όταν ένας αντάρτης, καθώς ερχόταν από την Θεσσαλία στα Τζουμέρκα, έξω από ένα σπίτι σκότωσε μία κότα γιατί πεινούσε να τη φάει. Ο νοικοκύρης διαμαρτυρήθηκε λέγοντας «γιατί να μου την σκοτώσει; Ας μου τη ζήταγε! Γι’ αυτό βγήκαν στο βουνό, για να τουφεκίζουν κότες». Έφτασε αυτό στα αυτιά του Άρη, πού διέταξε να τον αφοπλίσουν και να τον περάσουν από ανταρτοδικείο. Το ανταρτοδικείο έγινε μέσα στην εκκλησία της Χώσεψης, στον Άγιο Νικόλαο και ο αντάρτης καταδικάστηκε σε θάνατο. Ήταν κουρεμένος γουλί, τον εκτέλεσαν στο Βουλγαρέλι!

Ακριβώς έτσι μου το είχε διηγηθεί και ο Διονύσης Χαριτόπουλος όταν τον είχα επισκεφθεί πέρσι στο σπίτι του στο Παλαιό Μικρό Χωριό, σπίτι που ήταν σε μία πλαγιά ψηλά στο χωριό και ήταν παλιό λημέρι του Άρη!

* * *

Λίγο αργότερα η κουβέντα έφτασε στο τέλος του Άρη στη Μεσούντα, κάποια στιγμή βρέθηκε κυκλωμένος απ’ όλα τα σημεία, λέγεται ότι τον πρόδωσε ένα τσομπανόπουλο. Μπαίνοντας σε μια χαράδρα και περνώντας με χίλιες δυσκολίες τον Αχελώο, με χτυπημένο το πόδι, βρίσκεται μαζί με τον Τζαβέλλα και λίγο πιο κει, τον Βαγγέλη τον Γκονέζο (από τους Μελισσουργούς), ο οποίος είναι και αυτός πού του εξιστορεί τα συμβάντα και ο Ζαγκλάρας (από τα Κανάλια Σπερχιάδας).

Τότε ο Άρης καταλαβαίνει ότι δεν έχει τρόπο διαφυγής, καίει ό,τι χαρτιά έχει επάνω του και γυρνώντας στους άντρες του, τους λέει: «Όποιος θέλει ας έρθει μαζί μου». Και τραβάει το πιστόλι και αυτοκτονεί, ο Τζαβέλλας τραβάει μια χειροβομβίδα τον αγκαλιάζει και αυτοκτονεί μαζί του!

Ο Χρήστος Νταβαντζής, «το χελιδόνι του Άρη»

Ο Γκονέζος με τον Ζαγκλάρα κρύβονται λίγο πιο κάτω όταν ο ποταμός πέφτει σαν καταρράκτης και στη βάση βρίσκεται μια μεγάλη πέτρα, πίσω ακριβώς που δημιουργείται μια κοιλότητα. Μετά από αρκετές ώρες αντιλαμβάνονται ότι οι ΜΑΥδες έχουν φύγει, ξετρυπώνουν και πάνε προς τα πτώματα των συντρόφων τους. Εκεί αντικρίζουν ένα τρομακτικό θέαμα και από τους δύο λείπουν τα κεφάλια τους, από τον Άρη έχουν κόψει τα χέρια και τα πόδια, ενώ από το Τζαβέλλα λείπει το ένα χέρι… Φρίκη!

Άλλο ένα σημείο της συνομιλίας μας που είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον, είναι όταν τον συλλαμβάνουν εκεί κοντά στο χωριό του και τον πηγαίνουν σε ένα ύψωμα όπου βγαίνοντας στην άκρη ενός χωραφιού ήταν μια μεγάλη χαράδρα πού την ονόμαζαν «στου Γριβού».

Του δίνουν μία σκαπάνη και του λένε «σκάψε ρε εδώ πέρα, εδώ θα φτιάξεις το λάκκο σου». Εκείνος αρνείται. «Γιατί δεν σκάβεις ρε, σκάψε γ…. την Παναγία σου…..το Χριστό σου». «Τι να σκάψω εδώ, είναι όλο πέτρες», τους λέει.

Τότε αρχίζουν να τον ρωτάνε πού είναι διάφοροι σύντροφοί του και η αποθήκη με τα όπλα, απειλώντας τον ότι θα τον ρίξουν στο γκρεμό και δεν θα τον βρει κανένας, μονάχα τα κοράκια που θα τον φάνε.

Τους λέει ότι έχει πάρα πολύ καιρό να τους δει, αυτοί τον βρίζουν, τον χτυπάνε, εκείνος συνεχίζει να τους λέει ότι δεν ξέρει τίποτα, ξαφνικά αρχίζουν να πέφτουν πυροβολισμοί, μεταξύ Λαύρας και Πατροκοσμά, γίνεται μια αναμπουμπούλα, οι ΜΑΥδες τρέχουν λίγο πιο πάνω και ενώ έχει σηκωθεί και κοιτάει να φύγει καλυπτόμενος από το παχύ σκοτάδι, ο ένας από αυτούς επιστρέφει και του φωνάζει «Την Παναγία σου, νόμιζες ότι θα γλυτώσεις, ε;» και του δίνει μια σπρωξιά και πέφτει μπρούμυτα προς τον γκρεμό.

Πέφτοντας προς τον γκρεμό υπήρχε μια πουρνάρα, μισή προς στο γκρεμό και μισή προς το χωράφι, κατάφερε και πιάστηκε από ένα κλωνάρι με το κεφάλι προς τα κάτω. Το μόνο που ένιωσε ήταν κάτι ζεστό να καίει το μάγουλό του και να αισθάνεται πόνο στο αριστερό του μάτι, απόρροια αυτού του γεγονότος ήταν να χάσει την όρασή του από το αριστερό του μάτι για 40 περίπου χρόνια, μετά από μια εγχείρηση που έκανε έχει επανέλθει η όραση του στο 50%.

Κατάφερε να σωθεί σερνόμενος στο σκοτάδι, βρέθηκε με πολλές ταλαιπωρίες στην Άρτα και από εκεί στην Αθήνα, παρανομία, με πολλούς κόπους μαθαίνει την τέχνη του οδοντοτεχνίτη και βάζει τη ζωή του σε ένα καινούργιο δρόμο.

Το 2016 γράφει και κυκλοφορεί το αυτοβιογραφικό βιβλίο του με τίτλο «Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής», όπου αναφέρεται ολόκληρη η πορεία της ζωής του, από αυτό λοιπόν γράφω ως επίλογο ένα απόσπασμα από την εισαγωγή του. «Ο καπιταλισμός όταν θέλει να καρπωθεί τον πλούτο που παράγει η κάθε χώρα, δημιουργεί αποσταθεροποίηση με προβοκάτσιες και στη συνέχεια εμφύλιους πολέμους που πληρώνουν οι φτωχοί λαοί. Οι λαοί έχουν τη δύναμη ν’ απαλλαγούν από αυτά τα δεινά, αρκεί να το αποφασίσουν οργανωμένα. Να πάρουν την τύχη τους στα χέρια τους και να χτίσουν τη λαϊκή εξουσία σε μια κοινωνία όπου δεν θα υπάρχει εκμετάλλευση από άνθρωπο σε άνθρωπο.»

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!