Της Νατάσσας Χασιώτη. Στη βάση των επιχειρημάτων μου βρίσκεται η σκέψη πως η παθολογία του σώματος στο χορό επιτρέπεται ως αναπαράσταση της γυναικείας ψυχικής νόσου, στο μεγαλύτερο ποσοστό.
Επίσης, ότι προφανής είναι η χρήση σωμάτων με αναπηρία προκειμένου να αναπαρασταθούν οι κακοί, οι μάγοι και άλλα πλάσματα του σκότους, σε μια προφανή ταύτιση της παραμόρφωσης με το Κακό.
Νομίζω, περαιτέρω, πως ευνοήθηκε η αναπαράσταση της γυναικείας παθολογίας, όπως τη συνέλαβε στη φαντασία του ο εκάστοτε λιμπρετίστας/συγγραφέας, διότι θα ήταν αδιανόητο να βρίσκεται σε εμφανή κατάσταση παραφοράς ο άνδρας, ως στήριγμα και κατ’ εξοχήν έκφραση της σταθερότητας των δομών της πατριαρχίας, που πρωτίστως ξεκινάει από την αντοχή στις δοκιμασίες και τη διατήρηση ενός «προφίλ» σταθερότητας και δύναμης.
Το μπαλέτο έχει πλείστα όσα παραδείγματα να προσφέρει, όπου η ηρωίδα καταρρέει -όπως θα λέγαμε, τη βλέπουμε να υποφέρει από mental/nervous breakdown- σε καταστάσεις στρες ή παραπαίει ανάμεσα στην οργή και τη μελαγχολία και καταλήγει ακόμη και να πεθάνει. Επίσης, το μπαλέτο ως τέχνη του εφήμερου και της νεότητας, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την τελευταία ως σημαντικότατο στοιχείο της ύπαρξής του, για πραγματικούς λόγους αντοχής, αλλά και για λόγους μιας καλυμμένης σεξουαλικής απόλαυσης του κυρίαρχου αρσενικού θεατή, που απολαμβάνει να ατενίζει την νεαρή γυναίκα-χορεύτρια. Οι δύο ώρες της παράστασης του εξασφαλίζουν πολλά επίπεδα αίσθησης της κυριαρχίας του, ενώ η απόλαυσή του, μπορεί να κινείται -ως υδράργυρος- από το φετιχισμό στην ηδονοβλεπτική συγκίνηση.
Θεωρώ πως η περίπτωση του Βασλάβ Νιζίνσκι είναι εκείνη που φέρνει -με τη συγκλονιστική της αλήθεια- μια τεράστια αλλαγή. Η ψυχική διαταραχή, όπως την αποτύπωσε στα έργα του ως παραφορά ή έντονες κινήσεις που εμφορούνται και από αναμνήσεις κινήσεων ψυχασθενών που είχε συναντήσει στο άσυλο όπου νοσηλευόταν ο αδερφός του ο Στανισλάς, παίρνει μια δραματική διάσταση καθώς πλέον «αναπαρίσταται» από άνδρα σ’ όλο της το «μεγαλείο».
Ο μοντέρνος χορός, συνέχισε να αναπαριστά καταστάσεις μέγιστου πόνου, μελαγχολίας ακόμη και σαδισμού, όπως βλέπουμε στις γυναίκες του Άντονι Τιούντορ, ή στην ανάκριση του Κρίστοφερ Μπρους στο Swansong ή στα υπαρξιακά, εξπρεσιονιστικά έργα της Μαίρη Βίγκμαν, αλλά πάντοτε διά υγιών σωμάτων.
Όσο για τον Μερς Κάνινγχαμ που προσπάθησε να μπολιάσει τη δυτική σκέψη με την ολιστική προσέγγιση της Ανατολής, τα πράγματα δεν αλλάζουν: το εκπαιδευτικό του σύστημα και οι χορογραφίες του κατ’ επέκταση, απαιτούν τρομακτική δεξιοτεχνία κατά τον πλέον «ορθόδοξο» τρόπο και προσέγγιση.
Τα πράγματα επί της ουσίας, αλλάζουν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, από την αρχή αυτής της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, και οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, η αλλαγή αυτή, στις προσεγγίσεις και απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων που στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις απαιτούν ισότιμη ενσωμάτωση διά της αναγνώρισης και σεβασμού της διαφοράς: μετανάστες δεύτερης γενιάς από πρώην αποικίες, γκέι κοινότητες, δημιουργούν στην τέχνη του χορού μια διάθεση αλλαγής. Η Σόμπανα Τζέιγιαζινγκ, ο Άκραμ Καν -αργότερα- και ομάδες όπως οι DV8, η CandoCo στην Αγγλία, της Gerta Koenig στη Γερμανία, ο Αlito Alessi από την Αμερική που γυρίζει τον πλανήτη διδάσκοντας και μεταφέροντας την ιδέα της ισότιμης συμμετοχής υγιών και «ασθενών» σωμάτων σε παραστάσεις, μπολιάζουν πολλούς σε πολλές χώρες και δημιουργούν ένα ρεύμα εναλλακτικής προσέγγισης του χορού: χωρίς λύπηση και «κακομοιριά», μακριά από ένα πνεύμα κρατικής πρόνοιας αποθεραπείας, αλλά με τη ζωντάνια της ανταλλαγής εμπειριών ανάμεσα σε διαφορετικά σώματα.
Εκεί βρίσκεται όλο το θέμα: στην αλλαγή του τρόπου σκέψης και του τρόπου συν-εργασίας μεταξύ διαφορετικών ομάδων.
Νομίζω, περαιτέρω, πως ευνοήθηκε η αναπαράσταση της γυναικείας παθολογίας, όπως τη συνέλαβε στη φαντασία του ο εκάστοτε λιμπρετίστας/συγγραφέας, διότι θα ήταν αδιανόητο να βρίσκεται σε εμφανή κατάσταση παραφοράς ο άνδρας, ως στήριγμα και κατ’ εξοχήν έκφραση της σταθερότητας των δομών της πατριαρχίας, που πρωτίστως ξεκινάει από την αντοχή στις δοκιμασίες και τη διατήρηση ενός «προφίλ» σταθερότητας και δύναμης.
Το μπαλέτο έχει πλείστα όσα παραδείγματα να προσφέρει, όπου η ηρωίδα καταρρέει -όπως θα λέγαμε, τη βλέπουμε να υποφέρει από mental/nervous breakdown- σε καταστάσεις στρες ή παραπαίει ανάμεσα στην οργή και τη μελαγχολία και καταλήγει ακόμη και να πεθάνει. Επίσης, το μπαλέτο ως τέχνη του εφήμερου και της νεότητας, δεν μπορεί παρά να αναγνωρίσει την τελευταία ως σημαντικότατο στοιχείο της ύπαρξής του, για πραγματικούς λόγους αντοχής, αλλά και για λόγους μιας καλυμμένης σεξουαλικής απόλαυσης του κυρίαρχου αρσενικού θεατή, που απολαμβάνει να ατενίζει την νεαρή γυναίκα-χορεύτρια. Οι δύο ώρες της παράστασης του εξασφαλίζουν πολλά επίπεδα αίσθησης της κυριαρχίας του, ενώ η απόλαυσή του, μπορεί να κινείται -ως υδράργυρος- από το φετιχισμό στην ηδονοβλεπτική συγκίνηση.
Θεωρώ πως η περίπτωση του Βασλάβ Νιζίνσκι είναι εκείνη που φέρνει -με τη συγκλονιστική της αλήθεια- μια τεράστια αλλαγή. Η ψυχική διαταραχή, όπως την αποτύπωσε στα έργα του ως παραφορά ή έντονες κινήσεις που εμφορούνται και από αναμνήσεις κινήσεων ψυχασθενών που είχε συναντήσει στο άσυλο όπου νοσηλευόταν ο αδερφός του ο Στανισλάς, παίρνει μια δραματική διάσταση καθώς πλέον «αναπαρίσταται» από άνδρα σ’ όλο της το «μεγαλείο».
Ο μοντέρνος χορός, συνέχισε να αναπαριστά καταστάσεις μέγιστου πόνου, μελαγχολίας ακόμη και σαδισμού, όπως βλέπουμε στις γυναίκες του Άντονι Τιούντορ, ή στην ανάκριση του Κρίστοφερ Μπρους στο Swansong ή στα υπαρξιακά, εξπρεσιονιστικά έργα της Μαίρη Βίγκμαν, αλλά πάντοτε διά υγιών σωμάτων.
Όσο για τον Μερς Κάνινγχαμ που προσπάθησε να μπολιάσει τη δυτική σκέψη με την ολιστική προσέγγιση της Ανατολής, τα πράγματα δεν αλλάζουν: το εκπαιδευτικό του σύστημα και οι χορογραφίες του κατ’ επέκταση, απαιτούν τρομακτική δεξιοτεχνία κατά τον πλέον «ορθόδοξο» τρόπο και προσέγγιση.
Τα πράγματα επί της ουσίας, αλλάζουν από τη δεκαετία του ’90 και μετά, από την αρχή αυτής της τελευταίας δεκαετίας του προηγούμενου αιώνα, και οφείλεται, κατά τη γνώμη μου, η αλλαγή αυτή, στις προσεγγίσεις και απαιτήσεις κοινωνικών ομάδων που στις μεγάλες δυτικές μητροπόλεις απαιτούν ισότιμη ενσωμάτωση διά της αναγνώρισης και σεβασμού της διαφοράς: μετανάστες δεύτερης γενιάς από πρώην αποικίες, γκέι κοινότητες, δημιουργούν στην τέχνη του χορού μια διάθεση αλλαγής. Η Σόμπανα Τζέιγιαζινγκ, ο Άκραμ Καν -αργότερα- και ομάδες όπως οι DV8, η CandoCo στην Αγγλία, της Gerta Koenig στη Γερμανία, ο Αlito Alessi από την Αμερική που γυρίζει τον πλανήτη διδάσκοντας και μεταφέροντας την ιδέα της ισότιμης συμμετοχής υγιών και «ασθενών» σωμάτων σε παραστάσεις, μπολιάζουν πολλούς σε πολλές χώρες και δημιουργούν ένα ρεύμα εναλλακτικής προσέγγισης του χορού: χωρίς λύπηση και «κακομοιριά», μακριά από ένα πνεύμα κρατικής πρόνοιας αποθεραπείας, αλλά με τη ζωντάνια της ανταλλαγής εμπειριών ανάμεσα σε διαφορετικά σώματα.
Εκεί βρίσκεται όλο το θέμα: στην αλλαγή του τρόπου σκέψης και του τρόπου συν-εργασίας μεταξύ διαφορετικών ομάδων.
* Η Νατάσσα Χασιώτη είναι ιστορικός χορού
Σχόλια