Του Σήφη Φανουράκη*

«…Αποσύρετε την αστυνομία από τους δρόμους και τα πανεπιστήμια, διαβρώστε το κίνημα βάζοντας προβοκάτορες έτοιμους για τα πάντα και αφήστε τους διαδηλωτές για καμιά βδομάδα να σπάνε καταστήματα, να καίνε αυτοκίνητα και να δημιουργούν χαμό στους δρόμους… τότε, με την κοινή γνώμη στο πλευρό σας, ο ήχος των σειρήνων των ασθενοφόρων θα πνίξει τις σειρήνες της αστυνομίας και των καραμπινιέρων… με την έννοια ότι, οι δυνάμεις του νόμου και της τάξης δεν θα δείξουν οίκτο και θα τους στείλουν όλους στο νοσοκομείο. Μην τους συλλάβετε – οι δικαστές θα τους απελευθερώσουν αμέσως σε κάθε περίπτωση… βαράτε τους αλύπητα και ξυλοφορτώστε και τους δασκάλους τους, που τους ξεσηκώνουν… Αυτός είναι ο δημοκρατικός δρόμος: να σβηστεί η φλόγα πριν απλωθεί η πυρκαγιά».

F. Cossiga, επίτιμος πρόεδρος της Ιταλίας
(συνέντευξη στην Liberation, 2/11/2008 )

Η θεωρία των άκρων «προσφέρεται» με άλλο πλέον μανδύα και μάλιστα από τα πιο επίσημα χείλη, τον πρωθυπουργό της χώρας, ο οποίος επιχειρεί να ενοχοποιήσει όποιον διαφωνεί με τις επιλογές της αστικής τάξης για την Ε.Ε. και το ΝΑΤΟ. Επαναφέρει την ιδεολογική τρομοκρατία του κράτους εναντίον όσων διαφωνούν με τις βασικές πολιτικές επιλογές της «ιθύνουσας» τάξης των τελευταίων σαράντα χρόνων.
Όταν η ελληνική αστική τάξη εντάχθηκε με «τυμπανοκρουσίες» αρχικά στο ΝΑΤΟ, στη συνέχεια στην ΕΟΚ και μετά στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη, η επιδίωξή της ήταν η πολιτική, ιδεολογική, οικονομική ενδυνάμωσή της, αλλά και η ηγεμονία της πάνω στις δυνάμεις της εργασίας.
Τώρα ανησυχεί για την ευρωπαϊκή της στρατηγική, αλλά και για την εθνική «αφήγησή» της, την οποία χρησιμοποιεί ως ασπίδα απέναντι στην ταξική πάλη.
Η νέα εκδοχή «περί του άλλου άκρου», στοχεύει στην ενότητα του αστικού συνασπισμού εξουσίας, ως ένα εργαλείο κοινωνικής και εθνικής αφύπνισης.
Η δεξιά παράταξη, πάλι, επιλέγει τη σύγκρουση με την Αριστερά και μάλιστα με ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ως σύγκρουση Κεφαλαίου-Εργασίας.
Επιμένει στην ίδια καταστρεπτική πολιτική, ανασύροντας στρατηγικές και πολιτικές έντασης και καταστολής αναβαπτίζοντας τη θεωρία της με ιδεολογήματα, ενοχοποιώντας τον αιώνιο ταξικό εχθρό: την Αριστερά.
Όπως και στο παρελθόν, o φόβος και οι τύψεις της μετατρέπονται σε πανικό και ο πανικός μετουσιώνεται σε συνταγματικές εκτροπές και επίδειξη ισχύος με στόχο την «ανασύστασή» της.
Η «νικήτρια τάξη» αντιμετωπίζει τη Δημοκρατία ως εφιάλτη και στη συλλογική της συνείδηση «φωλιάζει» ο φόβος της επιστροφής του αριστερού -διαχρονικά- «αντάρτη».
Στο παρελθόν προώθησε πολύ καλά το εννοιολογικό πλαίσιο. «Εξτρεμιστές και των δύο πλευρών», το κόκκινο και το μαύρο.
Σταδιακά, εφευρίσκει τη θεωρία των «άκρων» ως «τεχνική» της κυβέρνησης σε περιόδους κρίσης και με τη στρατηγική της έντασης επιδιώκει τη συσπείρωση των «μικρομεσαίων», με απώτερο στόχο την απομόνωση και την περιθωριοποίηση, κύρια της Αριστεράς αλλά και την ενοχοποίηση της διαφορετικής άποψης σε κρίσιμα πολιτικά θέματα της χώρας.
Ουσιαστικά, με αυτή την τακτική επιδιώκει να διαιρέσει, να χειραγωγήσει και να ελέγξει την κοινή γνώμη, με το φόβο, την προπαγάνδα, την παραπληροφόρηση και τον ψυχολογικό πόλεμο μυστικών υπηρεσιών και μερίδας του Τύπου.
Έτσι καθαγιάζεται η στρατηγική της έντασης, στο όνομα της εθνικής σωτηρίας, της κοινωνικής ειρήνης και της διαιώνισης του υπάρχοντος κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, χωρίς να θίγεται η καθεστηκυία τάξη. Ιστορικά, βέβαια, στη θεωρία των άκρων επαληθεύτηκε τελικά μόνο η δράση της άκρας Δεξιάς, η οποία και συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία της έντασης και στη στρατηγική της κατατρομοκράτησης. Η στρατηγική της έντασης έχει «εισχωρήσει» σε θύλακες της εξουσίας και μετατρέπεται πλέον σε «ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό του αστικού κράτους».
Ήδη στην πρόσφατη «εξέλιξη», μετά τη δολοφονία του Π. Φύσσα, είναι πλέον εμφανές ότι η θεωρία των άκρων είναι η ιστορία μόνο του δεξιού άκρου, που εφευρέθηκε «ως συνέχειά του» του Εμφυλίου, έχοντας ως κύριο στόχο τη συσπείρωση «των υγιών πατριωτικών δυνάμεων» κατά της Αριστεράς.
Με ψεύτικα διλήμματα, η κυβέρνηση αναγορεύεται σε «θεματοφύλακα» της τάξης, υπενθυμίζοντάς μας την ιστορία της Δεξιάς της μετεμφυλιακής περιόδου.
Στο μεταξύ, ο αυταρχισμός της μνημονιακής κυβέρνησης «χτίζεται πάνω στην ασυδοσία των φασιστικών συμμοριών».
Μήπως πρέπει να ξαναθυμηθούμε τον Μπρεχτ που υποστήριζε ότι «μια διακήρυξη ενάντια στο φασισμό δεν μπορεί να έχει ίχνος ειλικρίνειας, όταν μένουν ανέπαφες οι κοινωνικές καταστάσεις που τον παράγουν ως φυσική αναγκαιότητα»;

* Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!