Αναρωτιέμαι: είναι η έννοια «ανθρωπότητα» εφεύρεση των ιμπεριαλιστών; Είναι η εθνική ταυτότητα μόνο και αποκλειστικό προσδιοριστικό γνώρισμα των ανθρώπων; Ο τερματισμός των πολέμων στον κόσμο θα σήμαινε αυτοδικαίως τον τερματισμό της πολιτικής; Δεν υπήρξαν απόπειρες για οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε όλο τον εικοστό αιώνα; Διεθνισμός σημαίνει μόνο ξεσηκωνόμαστε για να «ελευθερώσουμε» έναν άλλον λαό; Τέλος, σε ποιο λεξικό η λέξη «επιζητώ» (κάτι για τον εαυτό μου εν πρώτοις) σημαίνει «επεμβαίνω»;
Τέτοια ερωτήματα μου γέννησε η ανταπόκριση του Απόστολου Αποστολόπουλου (Δρόμος, 17/9/2016) στο κείμενό μου που είχε δημοσιευθεί το προηγούμενο Σάββατο, «Ο διεθνισμός και η “κρατική κυριαρχία”». Θα μπορούσα να έχω αφήσει στην κρίση τού αναγνώστη την απάντησή τους – άλλωστε κάποια είναι απαντημένα προκαταβολικά σε προηγούμενα κείμενά μου από αυτές τις σελίδες, παρ’ ότι δεν θεωρώ υποχρέωση του καθενός να τα διαβάζει… Αν αποφάσισα τελικώς να επανέλθω είναι όχι για να εμπλακώ σε μιαν άγονη αντιπαράθεση (που είναι το τελευταίο πράγμα το οποίο χρειαζόμαστε), αλλά για να αποσαφηνίσω ζητήματα που έχουν μια γενικότερη σημασία, πιστεύω, να συζητιούνται.
Κανένας άνθρωπος, πράγματι, δεν υπάρχει, ούτε έχει παραγάγει αποτελέσματα οιουδήποτε είδους, με την ανθρώπινη ιδιότητά του και μόνο. Υπάρχει πάντα ως υλικό, ενσώματο ον με προσδιορισμούς φύλου (γυναίκα ή άνδρας), με χρώμα επιδερμίδας, τοπικούς και οικογενειακούς δεσμούς, συγκεκριμένη ταξική θέση στην κοινωνία, και μια εθνική ταυτότητα βεβαίως που αναγράφεται στο διαβατήριό του (όχι πάντα συνεκτεινόμενη με τη γλώσσα που μιλάει). Ποιος απ’ όλους αυτούς τους προσδιορισμούς είναι θεμελιωδέστερος – ποιος, δηλαδή, βρίσκεται εγγύτερα στον ένσαρκο πυρήνα τής ταυτότητάς του; Σε διαφορετικούς άξονες αναφοράς πιθανότατα θα προκρίνει άλλες από αυτές τις ιδιότητες για να προσδιοριστεί και, αναλόγως τού ποια σε κάθε περίπτωση προκρίνει, καθορίζονται οι συστρατεύσεις και οι αντιπαλότητες, οι «κοινότητες» στις οποίες εντάσσει τον εαυτό του και οι μορφές αλληλεγγύης που αναπτύσσει. Αν ο όρος «συλλογικό υποκείμενο» έχει κάποιο νόημα στην ιστορία, αναφέρεται προφανώς σε τέτοιου είδους κοινότητες και εντάξεις, στον βαθμό που μπορούν να υποκινήσουν μεστές νοήματος πρακτικές· τι γίνεται, όμως, όταν τέτοιου είδους εντάξεις και κοινότητες έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους;
Τότε προφανώς πρέπει κανείς να διαλέξει· αυτό άλλωστε σημαίνει να είναι συνειδητό υποκείμενο. Μπορεί επίσης να διαλέξει, σε δεύτερο επίπεδο, να περιχαρακωθεί σε οιαδήποτε από αυτές (δεν έχει σημασία ποια) ή να επιδιώξει να τις ενοποιήσει σε μια όσο το δυνατόν ευρύτερη και συμπεριληπτική ταυτότητα – που οριακά είναι η (βιωμένη) ιδέα τής ανθρωπότητας. Αν συναντάει ένα σημείο ταύτισης πέραν του οποίου είναι αδύνατο να αναχθεί, τότε μπορεί να μιλήσει κάποιος για καθοριστική ταυτότητα (γιατί η «ταυτότητα» είναι όρος αρνητικός: δηλώνει εξ ορισμού μιαν αδυνατότητα, έναν περιορισμό).
Προσωπικά -γιατί μόνο προσωπικά μπορεί να μιλήσει εδώ κάποιος- κάνω την τελευταία επιλογή· ωστόσο, εκείνο που μ’ εμποδίζει να ταυτιστώ βιωματικά με ολόκληρη την ανθρωπότητα είναι ότι η αυτή «ανθρωπότητα» είναι οδυνηρά διχασμένη σε δυνάστες και δυναστευόμενους, κυρίους και υποτελείς, βιαιοπραγούντες και πάσχοντες με μια οριακή έννοια του όρου – ταυτόσημη, όπως το καταλαβαίνω, με τον ταξικό ορισμό στο ευρύτερο νόημά του. Αυτή είναι και η έννοια της «πάσχουσας ανθρωπότητας», η ταύτιση με την οποία (και όχι με όλη την ανθρωπότητα) είναι για μένα πολύ πιο βαρύνουσα από την εθνική ταυτότητα: διαλύει μέσα της μεν τα έθνη-κράτη (δηλαδή, δεν τα θεωρεί έσχατα συγκροτητικά υποκείμενα της διεθνούς κοινότητας), αλλά διόλου δεν «αντιπαρατίθεται με τους ταξικούς αγώνες»: είναι απλώς μια συγκινησιακά φορτισμένη μετωνυμία της ταξικής ταυτότητας.
Προφανώς δεν περιμένω να κάνουν όλοι τις ίδιες επιλογές μ’ εμένα· επιμένω όμως πώς μόνο μια τέτοια επιλογή συμφωνεί με ό,τι καλούμε σοσιαλιστική στράτευση. Και ό,τι γνώμη κι αν έχει ο Α. Αποστολόπουλος, πιστεύω επίσης πως όλη η ιστορία του εικοστού αιώνα σφραγίζεται από τα επίμονους, αιματηρούς και μέχρι στιγμής σφαγιασμένους αγώνες για την επίτευξη του σοσιαλισμού. Αν αυτοί οι αγώνες φαίνονται στα μάτια κάποιων σαν «θλιβερό ανέκδοτο», και πιθανώς δικαιολογημένα, μένει να σκεφτούν ποιοι παράγοντες τους οδήγησαν σε τέτοια οικτρή αποτυχία. Ένας από αυτούς, λέω, είναι η εθνοπατριωτική μετάλλαξη (όποιες κι αν ήταν οι εξωτερικές πιέσεις γι’ αυτό) που μετέβαλε τις προτεραιότητες των δυνάμεων εκείνων οι οποίες κάποια στιγμή φάνηκαν ως προμαχώνες του παγκόσμιου σοσιαλισμού. Είναι άσχετος ο ρωσικός μεγαλοϊδεατισμός τού Στάλιν και η ανάλογη μεταχείριση των εθνοτήτων τής Κεντρικής Ασίας, των Βαλτικών χωρών, της Πολωνίας με τις σημερινές εθνικιστικές εκρήξεις και τον λυσσαλέο αντικομμουνισμό που σαρώνει μια σειρά πρώην Σοβιετικές Δημοκρατίες ή χώρες τής Comecon στην Ευρώπη και στην Ασία; Είναι άσχετη η εισβολή των Κινέζων στο Θιβέτ και η φρικωδία τής Καμπότζης (για να μην φτάσω στη «σοσιαλιστική οικονομία της αγοράς») με τον πολύωρο εναρκτήριο λόγο τού προέδρου Μάο στον οποίον δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά η λέξη σοσιαλισμός, ενώ η επωδός ήταν «Κανένας δεν θα ξαναταπεινώσει ποτέ την Κίνα»;
Τώρα, εάν κάποιος δεν καταλαβαίνει τί σημαίνει «επιζητώ την ανεξαρτησία μου (ή οτιδήποτε άλλο) ως καθολικά δεσμευτική αρχή», σημαίνει ότι δεν έχει αναστοχαστεί ποτέ τη φύση τού ηθικού πράττειν· να του θυμίσω ότι ήδη στη διατύπωση της κατηγορικής προσταγής από τον Καντ, παρά τον φορμαλισμό της, διαφαίνεται ως κριτήριο της ηθικής συμπεριφοράς μια απαίτηση ισότητας, συμπυκνούμενη στο αξίωμα να μην εξαιρώ τον εαυτό μου; Αν υπάρχει κάτι που μπορεί να ονομαστεί επαναστατική ηθική, φαντάζομαι πως θα έπρεπε να οικοδομείται πάνω στην ανυποχώρητη και αδιαπραγμάτευτη αξία τής ισότητας· και αν αυτό γίνεται δεκτό, δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς γιατί μια διατύπωση σαν την παραπάνω –που συμπυκνώνει το νόημα του διεθνισμού, όπως το καταλαβαίνω– συνιστά όντως επαναστατική αρχή.
Σε προηγούμενο άρθρο μου περί γεωπολιτικής (κι εκτενέστερα στο προσφάτως δημοσιευμένο αφιέρωμά μου για την «Έννοια του πολιτικού» σε αυτή την εφημερίδα) έχω αποσαφηνίσει γιατί πόλεμος και πολιτική ανήκουν από τη σύστασή σε διαφορετικά πεδία: τεχνικό ο μεν, πραξεολογικό η δε, κατά την αριστοτελική οροθεσία. Η αυξανόμενη σύμφυρσή τους είναι σύμπτωμα μιας παθολογίας το πολιτικού, συγκεκριμένα της εργαλειοποίησής του, που δεν είναι βέβαια καινοφανής, αλλά χαρακτηρίζει πολύ πιο ειδικά την κεφαλαιοκρατική νεωτερικότητα. Αν οι λόγοι της «φαίνονται αναγκαίοι στους ανθρώπους», πρέπει να εμείς να δεχθούμε ότι είναι; Το να πούμε ότι αυτό που συμβαίνει όντως συμβαίνει, εκτός από μια επίδειξη κυνικού ρεαλισμού, δεν έχει κανένα νόημα και είναι ομολογία χρεωκοπίας της σκέψης. Αν αυτό που αποκαλούμε θεωρία έχει ακόμα κάποια χρησιμότητα, έγκειται στη δυνατότητά του να προσαχθεί ως διορθωτικό τής πραγματικότητας: να δείξει γιατί αυτό που συμβαίνει θα έπρεπε ή θα μπορούσε να μη συμβαίνει, και να επεξεργαστεί τρόπους να το εμποδίσει να συμβαίνει.