Του Γιάννη Σκαλιδάκη
Η Επανάσταση του 1821 υπήρξε το ιδρυτικό γεγονός της δημιουργίας του ελληνικού κράτους. Σε αυτήν την κορυφαία πολιτική πράξη συμπυκνώθηκαν πολύχρονες οικονομικές, κοινωνικές και ιδεολογικές διεργασίες οι οποίες με τη σειρά τους επιταχύνθηκαν αλλά και άλλαξαν μέσα στην διαδικασία της Επανάστασης. Το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος υπήρξε το αποτέλεσμα αυτών των διαφορετικών, ενίοτε αντιφατικών διεργασιών, μια ενότητα που περίκλειε όλες αυτές τις αντιθέσεις και με τη σειρά του γεννούσε νέες που ορίζονταν από ένα νέο πολιτικό πεδίο με τις δικές του κατηγορίες και έπρεπε να απαντήσει στις ανάγκες της εθνικής πολιτικής συγκρότησης.
Μια σειρά αιτιών μας οδήγησαν στο να υποτιμήσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές διεργασίες της Επανάστασης και να επικεντρωθεί η ιστορική της αποτίμηση, στην καλύτερη των περιπτώσεων, στο ζήτημα της εθνικής της μορφής, στο αν υπήρξε εθνική «αφύπνιση» και συνέχεια ή δημιουργία έθνους κι αν το λάκτισμα ήρθε από τη Δύση ή υπήρξε αυτόχθονη «εθνεγερσία».
Το εθνικό ζήτημα για τους Έλληνες και το νέο κράτος τους ήταν βεβαίως καθοριστικό. Οι δομές της οθωμανικής διοίκησης, παρά τη μεγάλη της διάρκεια, απέκλειαν την αφομοίωση των κατακτημένων χριστιανών. Η ταυτότητα αυτή του υπόδουλου χριστιανού (του ραγιά) θα μετεξελιχθεί σε εκείνη του Έλληνα, κάτω από την αντικειμενική βάση της γλώσσας και του ιστορικού τόπου, μέσα από το κίνημα του αστικού Διαφωτισμού. Σύμφωνα με τον ιστορικό Φίλιππο Ηλιού: «Το κίνημα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, έρχεται στην ώρα του, για να εκφράσει και για να μορφοποιήσει στο επίπεδο της παιδείας, της ιδεολογίας, και της κοινωνικής κριτικής, τις επιδιώξεις και την αντίληψη που είχαν για τον κόσμο, νέες κοινωνικές δυνάμεις που εμφανίστηκαν, με μεγάλο δυναμισμό, στη σκηνή της ελληνικής ιστορίας, τον 18ο αιώνα: οι Φαναριώτες, πρώτα, και κυρίως οι έμποροι και τα κοινωνικά στρώματα των οποίων η οικονομική δραστηριότητα σχετίζεται με τις ανταλλαγές και το εμπόριο –ιδιαίτερα το εμπόριο μακρών αποστάσεων. Μέσα στη δυναμική του, το κίνημα του Διαφωτισμού οδηγήθηκε να αμφισβητήσει τις παραδοσιακές πραγματικότητες που κυριαρχούσαν στην Τουρκοκρατούμενη Ανατολή. Οδηγήθηκε, επίσης, να προτείνει και να θελήσει να επιβάλει νέα συστήματα αξιών, νέα συστήματα παιδείας και, τελικά, το πιο επικίνδυνο, ένα νέο πολιτικό και κοινωνικό σύστημα –το σύστημα της αστικής δημοκρατίας».
Το έθνος,μια πολιτική έννοια
Το ζήτημα της εθνικής ταυτότητας, όπως παντού και πάντοτε, ήταν ένα πολιτικό ζήτημα, καθοριζόταν από τις κινητήριες κοινωνικές δυνάμεις και απαντούσε, πολλές φορές πολύ άμεσα, στις ανάγκες του πολιτικού αγώνα. Για τους Έλληνες, το ενοποιητικό στοιχείο για τους ίδιους αλλά και το αντιθετικό ως προς την οθωμανική κυριαρχία, δεν μπορούσε να είναι μόνο η χριστιανική πίστη, όχι μόνο γιατί η επίσημη έκφραση της, το Πατριαρχείο, ήταν πλέον ένας θεσμός της αυτοκρατορίας εχθρικός εξ ορισμού προς την Επανάσταση αλλά και γιατί πρακτικά η Επανάσταση δεν μπορούσε να περιλάβει το σύνολο των χριστιανών της αυτοκρατορίας. Η προβολή της συνέχειας με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν ιδεολογικά και πολιτικά πολύ χρησιμότερη καθώς συνέδεε την Επανάσταση με την ιδέα της ελευθερίας που είχε αναδείξει ο ευρωπαϊκός Διαφωτισμός και η Γαλλική Επανάσταση. Υπήρχαν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη συγκρότηση αυτής της εθνικής ταυτότητας ανάμεσα στους πρίγκιπες του Φαναριού ή της Μολδοβλαχίας και τους καλλιεργητές σταφίδας του Μωριά, ανάμεσα στους προύχοντες, τους άρχοντες του Μωριά και τους διανοούμενους της Βιέννης, ανάμεσα στους εμπόρους-ναυτικούς του Αιγαίου και στους οπλαρχηγούς, αρματωλούς της Στερεάς. Για να γίνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως χαρακτηριστικά το έθεσε ο ιστορικός Γιώργος Μαργαρίτης «οι τόσο διαφορετικοί στη ζωή και στις προθέσεις τους, Έλληνες, κάτοικοι από κοινού μιας ελεύθερης Ελλάδας, χρειάζονταν ισχυρούς και λειτουργικούς μύθους. Χρειάζονταν μια γόνιμη εθνική μυθοπλασία».
Η επιμονή στην εθνική διάσταση της Επανάστασης και στη «φύση» του ελληνικού έθνους μέχρι τις μέρες μας, εδράζεται τόσο στις περιπέτειες του ελληνικού κράτους που κατάφερε να περιλάβει ένα μικρό μόνο μέρος των Ελλήνων και που φάνταζε και ήταν πολύ μικρό και λίγο σε σχέση με τις διακηρύξεις, την ιδεολογία και το χώρο δράσης τους. Οι όροι δημιουργίας του ελληνικού κράτους κάτω από την υποχώρηση των διαφωτιστικών ιδεών οδήγησαν τόσο στην επικράτηση της ιδεολογικής σύνθεσης του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού όσο και στην πολλαπλά μεταβαλλόμενη έκτοτε ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας».
Για τη συγκρότηση αυτής της κυρίαρχης ιδεολογίας επιστρατεύτηκε η έννοια της συνέχειας του ελληνικού έθνους διαμέσου των χιλιετηρίδων και όσον αφορά την αφήγηση της επαναστατικής διαδικασίας συσκοτίστηκαν οι κοινωνικές διαστάσεις και υπερπροβλήθηκε το θρησκευτικό στοιχείο συγκροτώντας ενοποιητικούς μύθους (Αγία Λαύρα, Κρυφό Σχολειό κ.ά.) που αναδείκνυαν και τη θέση της Εκκλησίας στο νέο κράτος.
Όρια της αριστερής ανάγνωσης του 1821
Η προοδευτική διαπραγμάτευση της ιστορίας της Επανάστασης έθεσε σε κριτική τους μύθους αυτούς και προσπάθησε να αναδείξει τόσο την ιστορικότητα των εθνοποιητικών διαδικασιών όσο και τις οικονομικοκοινωνικές διαστάσεις τους. Όμως και αυτή η οπτική δεν θα μπορούσε να ξεφύγει από τα δικά της ιστορικά όρια. Η έλλειψη πηγών και ερευνών που θα μπορούσαν να συγκεκριμενοποιήσουν την ιστορική ανάλυση αναπόφευκτα οδήγησαν στην προσαρμογή των ιστορικών δεδομένων στα γενικά σχήματα του μαρξισμού.
Ορόσημο αυτής της προσπάθειας ήταν το έργο του Γιάννη Κορδάτου «Η κοινωνική σημασία της ελληνικής επαναστάσεως του 1821» που εκδόθηκε το 1924. Με την ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της χώρας, και με δεδομένη την ιδεολογική κυριαρχία της «Μεγάλης Ιδέας», παρά τις παραλλαγές της, υπήρξε επιβεβλημένη η απάντηση, και με πολιτικούς όρους, του κινήματος στο ιδεολογικό πεδίο της ιστορίας και κατεξοχήν στα ζητήματα της Επανάστασης του 1821.
Μια άλλη αφήγηση, αντιθετική από την κυρίαρχη όφειλε να προβληθεί και να συνδεθεί και με τα πολιτικά καθήκοντα της περιόδου. Όπως έχει επισημάνει ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς: «Η δημόσια πρόσληψη της ιστορίας ως ιστοριογραφική κατασκευή ενέχει σκοπιμότητες που ήδη υπήρχαν στη μήτρα της και είναι κατ’ εξοχήν φρονηματιστική. Αυτής της κατασκευής δεν είναι αποκλειστικός αγωγός το σχολείο, διαχέεται σε όλες τις ιστορικές αναπαραστάσεις και στα ενοποιητικά σύμβολα». Και η Αριστερά λοιπόν, ως πολιτικός φορέας και έκφραση ενός κοινωνικού μπλοκ, όφειλε να έχει μια δική της δημόσια ιστορία.
Το πρόβλημα της ιστορικής εκδοχής της Επανάστασης από την Αριστερά δεν ήταν ότι προσέβλεπε σε μια δική της αφήγηση –άλλωστε αυτή ήταν πολύ πιο αληθινή από τις μεταφυσικές διαστάσεις της κυρίαρχης ιστορίας–, αλλά το ότι οι πολιτικές ανάγκες της συγκυρίας βάραιναν καταθλιπτικά πάνω σε αυτήν.
Πολιτικά επιχειρήματα και γραμμές συγκρούονταν διαμέσου των ιστορικών ερμηνειών για την Επανάσταση του 1821. Σύμφωνα με τον ιστορικό Βασίλη Κρεμμυδά: «Η μετά το “Εικοσιένα” του Γιάννη Κορδάτου κομμουνιστική ιστοριογραφία, που καθυστέρησε πολύ να εμφανιστεί, διχάστηκε: στο ένα σκέλος της διχάλας θα συναντήσουμε αυτούς που συμφωνούσαν μαζί του για τον πρωταγωνιστικό-προωθητικό ρόλο της αστικής τάξης στο Εικοσιένα, όπως και για την αδυναμία της, όμως, να λύσει πολλά από τα προβλήματα που έθεσε η κοινωνία μέσω της Επανάστασης· στο άλλο, αυτούς που αμφισβήτησαν αυτόν τον ρόλο και θεωρούσαν, μαζί με την ηγεσία του κόμματος, ότι η “αστικοδημοκρατική” Επανάσταση εκκρεμούσε ακόμη και στα χρόνια της Αντίστασης». Ο Γιάννης Ζεύγος, ο Πέτρος Ρούσος, ο Λεωνίδας Στρίγκος, ανώτατα στελέχη του ΚΚΕ, έγραψαν για το 1821 έχοντας περισσότερο τη ματιά τους στο χαρακτήρα της επερχόμενης Επανάστασης.
Σημεία για μια σύγχρονη ιστορική ερμηνεία της Επανάστασης
Αν κάνουμε ένα άλμα στο σήμερα, θα δούμε μια κατάσταση όπου δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα ως προς τη δημόσια επίσημη εκδοχή της ιστορίας του 1821 αλλά και ως προς τις κριτικές που αυτή δέχεται. Αυτή η εικόνα βρίσκεται σε αντίθεση με την ερευνητική δουλειά που έχουν κάνει οι ιστορικοί για την περίοδο, δουλειά πλούσια σε πορίσματα, που όμως δεν έχει βρει ακόμη το δρόμο της προς μια συνθετική ερμηνεία.
Για να σχολιάσουμε και από εδώ την επικαιρότητα, η σειρά εκπομπών του σταθμού ΣΚΑΪ για το 1821 κατάφερε να προσελκύσει ένα ευρύ κοινό, πατώντας στην ευαισθησία του κόσμου για την ιστορία του και παρουσιάζοντας σε μια ελκυστική τηλεοπτική εκδοχή μια ερμηνευτική πρόταση για την Επανάσταση. Αυτή συνίστατο στην απόρριψη των παλαιών μύθων, που είχαν ανασκευαστεί βεβαίως από καιρό, και σε μια λιγότερο μανιχαϊστική απεικόνιση των γεγονότων. Και πάλι όμως οι οικονομικές και κοινωνικές προϋποθέσεις και εν γένει διαστάσεις της επαναστατικής διαδικασίας περνούν σε δεύτερο πλάνο ενώ αποσυνδεδεμένη από αυτές προβάλλεται ως καθοριστική η δύναμη των ιδεών του Διαφωτισμού, ενώ σε ευθεία αναλογία με το σήμερα ταυτίζεται μια πλευρά των πρωταγωνιστών του αγώνα με τον εκσυγχρονισμό ενώ οι αντιστάσεις σε αυτόν επιρρίπτονται στον φατριασμό και την επιδίωξη διατήρησης των προνομίων των παραδοσιακών ελίτ. Όπως εύστοχα το διατύπωσε ο ιστορικός Παναγιώτης Στάθης «η όλη προσπάθεια του ΣΚΑΪ φαίνεται να υπόκειται σε ένα πολιτικό πρόσημο: συνιστά μια εκδοχή ανάγνωσης της ιστορίας από την πλευρά της σημερινής, εκσυγχρονιστικής, νεοφιλελεύθερης κεντροδεξιάς. Παράλληλα, με βάση την ανάγνωση του Εικοσιένα, μοιάζει να διατυπώνει, αν και όχι ρητά, ένα πολιτικό πρόταγμα: την ανάγκη διατήρησης της εθνικής και κοινωνικής συνοχής υπό μια εκσυγχρονιστική ηγεσία ως το μόνο δρόμο υπέρβασης της δύσκολης σύγχρονης συγκυρίας».
Σε κάθε περίπτωση, μια σύγχρονη ιστορική ερμηνεία της Επανάστασης του 1821, που είναι αναγκαία και ώριμη, πέρα από τις αναπόφευκτες πολιτικές συνεκδοχές της, οφείλει να λάβει υπ’ όψιν της τη συσσωρευμένη ιστορική γνώση και τα ερωτήματα που αυτή θέτει.
Διαβάστε
Ιστορία του Νέου Ελληνισμού, 3ος τόμος: Η Ελληνική Επανάσταση, 1821-1832, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα, 2003.
Βασίλης Κρεμμυδάς, Διπλό ταξίδι – Ψηλαφήσεις ενός ιστορικού, Αθήνα, Μουσείο Μπενάκη, 2009.
Τα αφιερώματα στο 1821 στα Ενθέματα και τις Αναγνώσεις της Αυγής το 2006 και το 2007.