του Θανάση Μουσόπουλου*
Ο Roderick Beaton, στην «Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992», στο κεφάλαιο «Σε αναζήτηση μιας νέας εθνικής ταυτότητας 1929-1949» γράφει: «Στην πόλη της Θεσσαλονίκης αναπτύχθηκε μια αρκετά συμπαγής ομάδα συγγραφέων, που γρήγορα (όπως ήταν αναμενόμενο) έγινε γνωστή ως “Σχολή της Θεσσαλονίκης”. Τα βασικά μέλη αυτής της ομάδας ήταν ο διηγηματογράφος Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981), ο οποίος στην προηγούμενη δεκαετία, και με το όνομα Alc Gian, είχε μια μικρή συμμετοχή στο ιταλικό φουτουριστικό κίνημα, ο Γεώργιος Δέλιος (1897-1980), κατά την άποψη του οποίου το καθήκον του μυθιστοριογράφου ταυτίζεται με το “μυστικό και αθόρυβο εσωτερικό δράμα του λογοτέχνη που αναζητάει την ενότητα του εαυτού του”, ο ακούραστος νεοτεριστής Στέλιος Ξεφλούδας (1901-1984) και, τέλος, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1992), ο μόνος από την ομάδα του οποίου η φήμη ξεπέρασε τα στενά όρια του κύκλου του» (σελ. 195-6). Σε επόμενη ενότητα για την ποίηση της Γενιάς του Τριάντα ο R. Beaton αναφέρεται και στον «ενδοσκοπικό», όπως λέει, Γεώργιο Βαφόπουλο (1904-1996).
Με αυτούς τους λογοτέχνες θα ασχοληθούμε στη συνέχεια.
***
Ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος (1896-1981) διακρίθηκε κυρίως για το πεζογραφικό του έργο, παρότι θήτεψε τόσο στο θεατρικό, στο ποιητικό όσο και στο μεταφραστικό πεδίο. Στα νεανικά του χρόνια έζησε στη Μασσαλία και το Μιλάνο. Το 1917 επέστρεψε στην Ελλάδα για τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και εγκαταστάθηκε μόνιμα στη Θεσσαλονίκη ως το 1938, όπου και εργάστηκε στην Τράπεζα της Ελλάδας. Πρωτοεμφανίστηκε το 1915 με φουτουριστικά κείμενα στα ιταλικά περιοδικά. Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1931 από το περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες». Δημοσίευσε συλλογές διηγημάτων και το μυθιστόρημα «Η σαλαμάντρα» (Αθήνα, 1957). Ένα δείγμα:
Ἡ ἀνωμαλία
«Στὸν κῆπο τοῦ Λευκοῦ Πύργου τὰ καχεκτικὰ γέρικα πεῦκα, κουρασμένα τόσον καιρὸ νὰ παίζουν τὸ ρόλο τοῦ πάρκου τῆς Θεσσαλονίκης, κοιμόντουσαν ἤρεμα καὶ κάτω ἀπ’ αὐτὰ ὅπου βρίσκονταν τραπεζάκια, παρακολουθοῦσαν οἱ περίεργοι τὴν κίνηση τοῦ κόσμου, ποὺ ἀρκετὴν ὥρα προτοῦ ἀρχίσει ἡ παράσταση, γινόταν φανερὸ πὼς θὰ ἦταν σημαντικὴ ἀπόψε. Σὲ ἕνα ἀπό τὰ τραπεζάκια αὐτὰ βρέθηκε λοιπὸν μὲ δυὸ φίλους τῆς περίστασης κι ὁ ὁποιοσδήποτε Γιωργῆς μας. Ἀπὸ μιᾶς ἀρχῆς ἡ συζήτηση περιστράφηκε στὸ μαῦρο κοστούμι, ποὺ τὸν ἄλλαζε καταπληκτικά. Ὅλα πήγαιναν θαυμάσια: τ’ ἄσπρο σκληρὸ κολλάρο, ὁ περίφημος λαιμοδέτης καὶ τὰ ὄμορφα ἐπίχρυσα κουμπιά, ποὺ γυάλιζαν στὰ μανικέτια. Τὸ ὕφασμα τῆς φορεσιᾶς ἐγγλέζικο, ἦταν λίγο βαρὺ γιὰ τὴν ἐποχή, μά, μὲ τὴν εὐκαιρία τέτοιας καλλιτεχνικῆς βραδιᾶς καὶ τῆς διακεκριμένης μάλιστα θέσης τῆς πρόσκλησης, ἔπρεπε νὰ κρατηθοῦν οἱ τύποι. Ἀπ’ τὸ τραπεζάκι τῶν τριῶν φίλων παρακολουθοῦσες τώρα μὲ μεγάλην ἄνεση τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἔρχονταν. Ἔβλεπες καὶ σὲ βλέπανε. Κι αὐτὸ κυρίως συνέβαινε τοῦ Γιωργῆ: αἰσθανόταν πὼς τὸν βλέπανε.
Κάθε ἄνθρωπος παρατηρεῖ, μὲ ἐντονώτερη προσοχή, ἐκεῖνο ποὺ τοῦ κάνει ἐντύπωση. Τὸ πράγμα στὴν περίπτωσή του, ἦταν ἀπόλυτα δικαιολογημένο· ὁ ἴδιος συμμεριζόταν τὴ συγκίνηση, ποὺ τὸ ἄτομό του, ἔτσι συγυρισμένο, προκαλοῦσε στοὺς ἄλλους. Ἔνιωθε πὼς πρόσφερε κάτι τὸ ἀξιοσημείωτο, πὼς εἶχε ἀποκτήσει μιὰν ὑπόσταση καὶ θεωροῦσε πιὰ ὑποχρέωσή του, μιὰ ποὺ εἶχεν ἀναλάβει νὰ παρουσιάσει στὸν κόσμο ἕναν καινούργιο ἑαυτόν του, νὰ προσέχει μὴ δώσει τὴν παραμικρὴ ὑποψία πὼς δὲν ἦταν συνηθισμένος σὲ παρόμοιες ἐπιδείξεις».
***
Ο Γιώργος Δέλιος (1897-1980) είναι από τους πρώτους που καλλιέργησαν τον εσωτερικό μονόλογο στη λογοτεχνία. Από το 1962 (οπότε ιδρύθηκε) ως το 1978 ήταν πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Το 1975 τιμήθηκε με κρατικό λογοτεχνικό βραβείο για το δοκίμιό του «Φυσιογνωμίες του ξένου έντεχνου λόγου».
Στα γράμματα εμφανίστηκε το 1932, όταν ίδρυσε μαζί με τους Στ. Ξεφλούδα, Αλ. Γιαννόπουλο, Γ. Βαφόπουλο και Πέτρο Σπανδωνίδη το περιοδικό «Μακεδονικές Ημέρες». Δημοσίευσε πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα.
Η Κλεοπάτρα Ζαχαροπούλου, μιλώντας για το περιοδικό αυτό σημειώνει: «Ο Γ. Δέλιος φανερώνει με τρυφερότητα κι ευαισθησία τα πιο μύχια δράματα της ανθρώπινης ψυχής, τη μυστικοπαθή και δυσδιάκριτη κίνησή της, με μια ονειρική διάθεση. Ο δημιουργός μετασχηματίζει, χωρίς ακρότητες, τον μύθο και καταγράφει τις πολύπλοκες διακυμάνσεις των προσώπων. Όπως επισημαίνει, από τους ήρωες και τους εναγώνια ζωγραφισμένους χαρακτήρες, προτιμά τα είδωλα που κινούνται πίσω από την “άχνα του ονείρου”». Σε άλλο σημείο παρατηρεί:
«Στα μυθιστορήματά του, η ομιχλώδης ατμόσφαιρα αποτελεί τέχνασμα αφαίρεσης του προσώπου από τον εξωτερικό κόσμο […] Η πεζογραφία του δανείζεται από τον Marcel Proust τη ροπή προς την “κοσμικότητα”, τον προβληματισμό και την “αργόσχολη” ζωή, την εσωτερική πάλη, τις μεταπτώσεις και τις “κατακρημνίσεις στον εσωτερικό λαβύρινθο”, ενώ την ρευστότητα, την έφεση προς το ποιητικό και την ονειροπόληση, από την Virginia Woolf».
***
Ο Στέλιος Ξεφλούδας (1901-1984, γεννημένος στην Άμφισσα) πολιτογραφήθηκε εξαρχής ως ένας από τους πεζογράφους της Θεσσαλονίκης. Ο Λίνος Πολίτης γράφει ότι «Θέλησε να εκφράσει “τον εσωτερικό κόσμο, τις εσωτερικές καταστάσεις που περνούν μέσα μας σα μια μουσική που διαλύεται στο άπειρο”». Θα προσεγγίσουμε, ως παράδειγμα το μυθιστόρημα του 1944 «Άνθρωποι του μύθου» που έχει τον υπότιτλο «Τετράδια από τον πόλεμο της Αλβανίας».
«Μέσα στη νύχτα ξαναρχίζει η μάχη. Χρειάζεται να παλέψουμε όχι μονάχα με το θάνατο, μα και με το σκοτάδι, που είναι σκληρό σαν ένας όγκος αδιαπέραστος. Τη νύχτα η μάχη είναι σύντομη. Σερνόμαστε στην αρχή σαν πεθαμένοι, κρατάμε σφιχτά την αναπνοή μας, τι αγωνία, τι πάλη με το σώμα μας, ώσπου να φτάσουμε κοντά στους ανθρώπους που πρέπει να σκοτώσουμε. Όμως πού πάμε, είμαστε τυφλοί, έχουμε έναν τρόμο πρωτόγονο στο αίμα μας. Ακουμπάμε στη γη κι ανατριχιάζουμε. Μας αγγίζει ένα κλαδί και τρέμουμε. Όλα είναι χέρια θανάτου που υψώνουνται να μας χτυπήσουν, μάτια θανάτου που μας κοιτάζουν επίμονα. Πλησιάζουμε αθέατοι, ορμούμε πάνου στους άλλους ανθρώπους που πρέπει να σκοτώσουμε, η λόγχη τρυπάει την τρομαγμένη σάρκα. Βουβή πάλη μέσα στη νύχτα του ενός κορμιού με το άλλο. Κι έπειτα οι γοερές κραυγές εκείνων που πεθαίνουν, οι φωνές εκείνων που καλούν τους συντρόφους των. Η ατμόσφαιρα γεμάτη τρόμο και φρίκη. Κι έπειτα παντού, μια σιωπή θανάτου.
[…] Οι σκιές κάτου απ’ τα δέντρα πραγματοποιούν τερατώδη σχήματα, καταστρέφουν την πραγματικότητα. Γιατί αυτός ο άνθρωπος άναψε ένα φως; Για να κοιτάξει τον εαυτό του ή να βρει έναν άλλο; Υπάρχουν άνθρωποι που ψάχνουν να βρουν τον εαυτό τους και συναντούν το κενό, που ψάχνουν να βρουν τον άλλο και συναντούν πάλι το κενό. Το φως πέφτει απ’ τα χέρια, πολλά πόδια το πατούν κι όλοι χάνουνται μέσα στο σκοτάδι. Κι αυτός που κρατούσε το φως ανακατώθηκε πάλι με τους άλλους σα να μην υπήρξε ποτέ. Το δάσος γεμίζει ξανά από μια ανατριχίλα θανάτου. Η νύχτα προχωρεί αργά σα να σέρνεται μέσα στην ψυχή μας».
Θα συνεχίσουμε τον περίπατό μας με τους Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη και Γεώργιο Βαφόπουλο.
* Ο Θανάσης Μουσόπουλος είναι φιλόλογος, συγγραφέας, ποιητής










































































