του Ηλία Φιλιππίδη*
Η Δεδηλωμένη συνείδησις
Εάν υπάρχει ένα διαχρονικό και απαξιωτικό μέχρι απελπισίας χαρακτηριστικό του ελλαδικού κράτους, αυτό είναι η λειτουργική του ανεπάρκεια. Όμως η λειτουργική ανεπάρκεια είναι το αποτέλεσμα, η αιτία είναι η οργανική ανεπάρκεια. Χαρακτηρίζεται ως αποτυχημένο κράτος (failedstate). Γιατί όμως; Δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, ότι το κράτος μας έχει κτισθεί στην άμμο, δεν έχει ιστορικά θεμέλια και όλα τα οικοδομικά υλικά του εισήχθησαν από το εξωτερικό χωρίς αντιστοιχία προς τις κοινωνικές μας δομές. Οπότε το ερώτημα «Τις και τί πταίει» αποκτά μόνιμο χαρακτήρα και αιωρείται ως δαμόκλειος σπάθη υπεράνω των κεφαλών ημών. Η ανεπάρκεια είναι μόνιμη, οι αφορμές, οι οποίες μας υποχρεώνουν να θέτουμε κάθε τόσο αυτό το ερώτημα, ποικίλουν. Η ευχή όλων «Ποτέ ξανά!» αφορά δυστυχώς μόνο τις συγκεκριμένες αφορμές και δεν είναι ικανή να εξορκίσει το ερώτημα. Τελικά ευχόμαστε να μην κλάψουμε πάλι για την ίδια αιτία… Η ελλαδική ανεπάρκεια είναι σαν την Λερναία Ύδρα, έχει πολλά κεφάλια αλλά και όποιο και να κόψουμε, φυτρώνει πάλι. Την τέχνη του καυτηριασμού δεν την έχουμε βρει ακόμη, όσο για τον Ηρακλή, μόνο στην μυθολογία θα τον βρούμε.
Ο Χαρίλαος Τρικούπης είναι ο πρώτος, ο οποίος έδωσε στο ερώτημα ιστορική διάσταση. Το περίφημο άρθρο του «Τις πταίει;» δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Καιροί στις 29 Ιουνίου 1874. Επρόκειτο για μία κοινοβουλευτική επανάσταση, όπου ο Τρικούπης στηλιτεύει την συνέχιση της πολιτικής πρακτικής της ελέω Θεού μοναρχίας του Όθωνα, η οποία συνίστατο στο δικαίωμα του Ανώτατου άρχοντα να επιλέγει ως πρωθυπουργό «του» όποιον ήθελε, ακόμη και τον κηπουρό του. Παρά την αλλαγή του πολιτεύματος το 1864 σε συνταγματική μοναρχία, ο Γεώργιος Α΄ δεν έδειχνε διάθεση να σεβασθεί το αποτέλεσμα των εκλογών. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτική αστάθεια και η διαφθορά. Ο Τρικούπης εμμέσως επιρρίπτει την ευθύνη στον Άνακτα θέτοντας την ερώτηση: «Αηδιάζοντες και αγανακτούντες και βλέποντες την γενικήν κατάπτωσιν των πολιτευομένων ερωτώμεν αυτούς, μη τυχόν αληθώς πταίει το Έθνος; Ο ίδιος δίνει την απάντηση, ότι «αλλού έγκειται το κακόν και εκεί πρέπει να ζητηθεί η θεραπεία». Το «κακόν» έγκειται στην προτίμηση του Γεωργίου Α΄ σε κυβερνήσεις μειοψηφίας και σε πρωθυπουργούς της αρεσκείας του. Οι πρωθυπουργοί είναι«… υπηρέται μιάς και της αυτής θελήσεως ενεργούσης, οτέ μεν δια τούτου, οτέ δε δι’ εκείνου. Ουδεμίαν ηθικήν ευθύνην φέρει το Έθνος επί τη διαγωγή των προσώπων τούτων ».
Πάντως ο Τρικούπης απείλησε ευθέως τον Άνακτα με επανάσταση. Ο Γεώργιος, παμπόνηρος ων, μετά από μερικές σπασμωδικές αντιδράσεις δέχθηκε τους όρους του Τρικούπη, να δίδεται η εντολή σχηματισμού κυβερνήσεως στον αρχηγό του πλειοψηφήσαντος κόμματος και τον κάλεσε να αναλάβει την πρωθυπουργία. Έτσι καθιερώθηκε η λεγόμενη αρχή της Δεδηλωμένης (εννοείται, βουλήσεως του λαού και της Βουλής).
Δια να μην μελαγχολήσομεν περισσότερον, δεν θέτομεν την ερώτησιν, τις εστί σήμερον ο «Άναξ» και αν διαφέρομεν από εκείνην την εποχήν. Ίσως μάλιστα να βρισκόμαστε σε χειρότερη κατάσταση από την εποχή του Τρικούπη, διότι τότε υπήρχε έντονη η πολυθρύλητη κοινωνική διαθεσιμότητα, που έδινε την δυνατότητα σε έναν πατριώτη και έντιμο πολιτικό να εκβιάσει τον Άνακτα. Απόδειξη είναι η δημοφιλία που απέκτησε ο Τρικούπης μετά από αυτό το άρθρο. Ο λαός τον εξέλεξε 7 φορές πρωθυπουργό.
Σήμερα η «Δεδηλωμένη» ως αρχή του κοινοβουλευτισμού, έχει ενσωματωθεί στο σύστημα και η σύνδεσή της με την βούληση του λαού είναι από σχετική μέχρι ανύπαρκτη. Γι’ αυτό αναζητούμε την «Δεδηλωμένη» στην έκφραση της κοινωνικής διαθεσιμότητας. Όταν όμως δεν την βρίσκουμε ούτε και εκεί, τότε προσπαθούμε να εντοπίσουμε, να σπείρουμε και να οργανώσουμε εστίες «δεδηλωμένων» συνειδήσεων σε όλη την χώρα. Θεωρούμε λοιπόν ότι Δεδηλωμένη συνείδηση είναι η ωριμάζουσα, αξιοκεντρική ατομική συνείδηση, με αίσθηση συλλογικής ευθύνης για την μοίρα ενός ιστορικού Υποκειμένου, που για μας είναι ο Ελληνισμός μέσα σε έναν ορίζοντα οικουμενικότητας και με την αποφασιστικότητα να λειτουργήσει ο καθένας μας ως φορέας εκφράσεως μιας συμμετοχικής βουλήσεως για την καταξίωση της ατομικής και της συλλογικής μας υπάρξεως.
Αρχή σοφίας, ονομάτων επίσκεψις
Η Δεδηλωμένη συνείδηση είναι η ενσυνείδητη συνείδηση και αυτό αρχίζει από τον τρόπο που σκεπτόμαστε. Ο μαθητής του Σωκράτη, ο κυνικός φιλόσοφος Αντισθένης έχει ανακαλύψει έναν από τους σημαντικότερους νόμους του νοητικού σύμπαντος και τον διατύπωσε ως κανόνα και ως προτροπή προς κάθε επιστήμονα και σκεπτόμενο άνθρωπο. Πρόκειται για ένα κανόνα ατομικής και κοινωνικής πνευματικής ευταξίας, είναι η πύλη της επικοινωνίας μας με την πραγματικότητα. Λέγει, ότι η αρχή της νοήσεως και επομένως κατανοήσεως των πάντων, η αφετηρία της επιστήμης και του στοχασμού είναι ο προσδιορισμός, η διασαφήνιση, η διάκριση και η απελευθέρωση από κάθε σκοπιμότητα των λέξεων-εννοιών που χρησιμοποιούμε. Από κοινωνιολογικής απόψεως θεωρώ, ότι η ρίζα της αποτυχίας μας βρίσκεται στην ανικανότητά μας να επικοινωνούμε μεταξύ μας καθώς και με την πραγματικότητα μέσω ξεκάθαρων εννοιών. Αυτό συνέβη και με το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Πέρα από την ρητορική των κομμάτων και την επικοινωνιακή προπαγάνδα της Κυβερνήσεως, αφενός για να προσωποποιήσει και να περιορίσει τις ποινικές ευθύνες και αφετέρου για να διασκορπίσει τις πολιτικές ευθύνες, ξέσπασε και μία αντιπαράθεση επιστημονικού, ιστορικού και ιδεολογικού χαρακτήρα ανάμεσα σε δύο επώνυμους, έγκυρους και αυστηρούς αναλυτές της ελλαδικής πραγματικότητας: τον Γιώργο Κοντογιώργη και τον Χρήστο Γιανναρά, η οποία καταδύεται βαθύτερα στα αίτια της ελλαδικής κακοδαιμονίας.
Ο Γ. Κοντογιώργης δεν αναφέρεται ευθέως στον Χρ. Γιανναρά αλλά σε άρθρο του (ιστολόγιο HuffPost, 2/3/23 και Δρόμος της αριστεράς, 3/3/23) με τίτλο «Βρέθηκε τελικά ο ένοχος της τραγωδίας των Τεμπών, ο σταθμάρχης!» επιτίθεται γενικώς κατά της εφημερίδας Κυριακάτικη Καθημερινή και την κατηγορεί, ότι «Πριν από λίγες ημέρες είχε αποφανθεί, ότι μία άλλη πλευρά της ελληνικής κακοδαιμονίας είναι η ελληνική κοινωνία».
Συγκεκριμένα κατηγορεί την εφημερίδα, ότι:
α) Παρουσιάζει την ελληνική κοινωνία, να «παρασύρει την πολιτική ηγεσία στον όλεθρο εμποδίζοντάς την να εγγράψει στον σκοπό του κράτους το συμφέρον της χώρας».
β) Εμφανίζει τον Χαρίλαο Τρικούπη ως κατήγορο του λαού να λέει: «για να πάει μπροστά η Ελλάδα, πρέπει ο πολιτικός να ελευθερωθεί από τον πολίτη».
γ) Αποδίδει τα δεινά της χώρας στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας αλλά και σε «ένα έκαστο από τα μέλη της.., τα οποία όταν τους ανατίθεται η τύχη της χώρας, επιδεικνύουν εγκληματική αδιαφορία» και έτσι εξηγείται η συμπεριφορά του Σταθμάρχη.
Ο Κοντογιώργης συνοψίζει το μήνυμα της εφημερίδας ως εξής: «Σύσσωμη η πολιτική τάξη της χώρας, από καταβολής του ελλαδικού κράτους, φιλοδοξεί να αφήσει έργο πίσω της, να ανατάξει την χώρα και τον ελληνισμό.., όμως εντέλει υποκύπτει στην καταστροφική μανία που έχει καταλάβει την ελληνική κοινωνία».
Ο Κοντογιώργης καταγγέλλει το κατηγορητήριο κατά του λαού συμπληρώνοντας, ότι «οι πάσης φύσεως δεοντολογούντες» διδάσκουν, ότι η λύση είναι «ζήτημα παιδείας (του λαού) και ευθύνης ενός εκάστου και όχι του πολιτικού συστήματος». Άρα η λύση, κατά τους δεοντολογούντες, μπορεί να προκύψει μόνο από τα πολιτικά κόμματα, αρκεί να προσέχουμε ποιο κόμμα και ποιους πολιτικούς ψηφίζουμε.
Τί ακριβώς συνέβη; Γιατί ο Κοντογιώργης τα έβαλε με την Καθημερινή; Στην πραγματικότητα ο Κοντογιώργης διεύρυνε τον στόχο του αλλά η αιτία ήταν το άρθρο του Γιανναρά με τίτλο «Σύνεση, ταλέντο, ανιδιοτέλεια» της Κυριακής 26/2/2023, δηλ. πριν από το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών, που έγινε την νύχτα της Τρίτης, 28/2/23. Άρα το άρθρο του Γιανναρά γράφτηκε σε ανύποπτο χρόνο και είναι τουλάχιστον αντιδεοντολογικό να δίνεται η εντύπωση, ότι γράφτηκε για να καλύψει τις ευθύνες του πολιτικού συστήματος και να τις επιρρίψει στον ακατάλληλο Σταθμάρχη. Το γεγονός, ότι ο Κοντογιώργης επιτίθεται γενικώς κατά της Καθημερινής, χωρίς να αναφερθεί στο άρθρο του Γιανναρά και στον χρόνο της δημοσιεύσεώς του, αφήνει να προβάλλει η ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών διανοουμένων, δείγμα και αυτό του κατακερματισμού της κοινωνίας μας όχι μόνο στο επίπεδο του πολιτικού συστήματος αλλά και της διανοήσεως.
Όμως οι δύο αυτοί κορυφαίοι διανοούμενοι έχουν δύο δυνατά κοινά σημεία, ένα θετικό και ένα αρνητικό:
α) Το θετικό είναι, ότι αμφότεροι οικτίρουν την κατάσταση του ελλαδικού κράτους και θέτουν θέμα επιβιώσεως του Ελληνισμού. β) Το αρνητικό είναι, ότι αμφότεροι απορρίπτουν με έμφαση, για να μη πω και επιτιμητικά, κάθε πρόταση που τους γίνεται να τεθούν επικεφαλής ενός οργανωτικού σχήματος ενεργοποιήσεως του λαού μας, για μία πολιτική, πνευματική και εθνική αναγέννηση. Για άλλη μία φορά τους εκλιπαρώ γονατιστός να με διαψεύσουν εμπράκτως!
Ο Γιανναράς καταφέρεται κατά της ιδιοτέλειας των Ελλήνων, αρχόντων και αρχουμένων. Ήταν όμως ανιδιοτελές το άρθρο του; Βέβαια δεν έχει καμία σχέση με την τραγωδία των Τεμπών αλλά ο τρόπος που αναπτύσσει το θέμα του, αφήνει πολλά περιθώρια για κριτική, είτε καλόβουλη είτε κακόβουλη, ότι δηλαδή ήθελε να καλύψει τα νώτα της πολιτικής εξουσίας από αρνητικές κριτικές εν όψει της παρατεταμένης προεκλογικής περιόδου μέχρι η χώρα να αποκτήσει (πάλι) μία σταθερή κυβέρνηση. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο ο Κοντογιώργης δεν έκανε διάκριση μεταξύ του Γιανναρά και της εφημερίδας.
Κατά την άποψή μας οποιαδήποτε ανάλυση της τραγωδίας των Τεμπών πρέπει να έχει ως αφετηρία την διάκριση μεταξύ ευθύνης, καθηκόντων και υπαιτιότητας. Η ευθύνη προηγείται του συμβάντος, η υπαιτιότητα έπεται και είναι ο πρώτος σταθμός στην πορεία αναζητήσεως των ευθυνών. Με αυτή την έννοια η πρώτη αιτία της τραγωδίας είναι η ανικανότητα του Σταθμάρχη. Το πόσο βαριά μπορεί να είναι αυτή η αιτία σε σχέση με άλλες, είναι άλλο θέμα. Αλλά ο μίτος των αιτιών εκκινεί από τον Σταθμάρχη. Ο κάθε Έλληνας που θέλει να γίνει σταθμάρχης, θα πρέπει να σταθμίσει όλους τους παράγοντες και πρώτα το κατά πόσον είναι ικανός να αναλάβει αυτή την ευθύνη και όχι να προτάσσει το πλεονέκτημα της συντάξεως ή την ευκαιρία/ευκολία διορισμού του μέσω παρεμβάσεων. Μπορεί η κυβέρνηση να ήθελε να βρει ένα εξιλαστήριο θύμα, αλλά από την άλλη είναι απαράδεκτη η σκοπιμότητα της αντιπολιτεύσεως, να υποστηρίζει, ότι οι βαρύτερες θεσμικές και πολιτικές ευθύνες εξαλείφουν τις πρόσκαιρες προσωπικές. Πιστεύω, ότι αυτό θα ήταν το πνεύμα του επόμενου άρθρου του Γιανναρά, εάν του δινόταν η ευκαιρία να το γράψει, αλλά η εφημερίδα τον «απέσυρε» και την επιφυλλίδα της επόμενης Κυριακής (5/3/23) έγραψε ο γνωστός Νέστωρ της συμπαντικής, πολιτικής και κοινωνικής αρμονίας καθώς και υποστηρικτής της ελλαδικής κανονικότητας Θεοδόσης Τάσιος. Ποια είναι η ελλαδική κανονικότητα; Μπορούμε να την χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες: την εξωτερική και την εσωτερική. Η εξωτερική συνίσταται στην αποκατάσταση της διεθνούς δανειοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας. Η εσωτερική στηρίζεται σε δύο πυλώνες: την αποδοχή της επάρκειας του ελλαδικού πολιτικού συστήματος να διαχειρίζεται τις τύχες της πατρίδας μας και αντιστοίχως της επάρκειας του ελληνικού λαού να επιλέγει τους καλύτερους πολιτικούς και τα καλύτερα κόμματα (πάντα σχετικώς), για να τον κυβερνήσουν. Εάν τώρα αυτό το ισοζύγιο δεν λειτουργεί πάντα ικανοποιητικά, αυτό οφείλεται στο έλλειμμα παιδείας του λαού μας. Εδώ κλείνει ο ορισμός της ελλαδικής κανονικότητας, δεν επιτρέπονται ερωτήσεις. Όλα τα άλλα είναι θέμα συμπτωματολογίας. Οι αιτίες βρίσκονται στο απυρόβλητο.
Πιστός σε αυτόν τον άγραφο κανόνα ο Τάσιος περιορίζεται στην συμπτωματολογία των Τεμπών. Για να καταλήξει σε ένα συμπέρασμα, αναφέρει ως παράδειγμα το «Μαζί τα φάγαμε», αφήνοντας να εννοηθεί, ότι κατ’ αναλογίαν και μαζί φταίμε. Διαπιστώνουμε τελικά, ότι με την σφραγίδα του Αθηναϊκού καθεστημένου παγιώνεται η αντίληψη, ότι ο λαός δεν δικαιούται να επικρίνει το πολιτικό σύστημα λόγω μαζικής και αδιαιρέτου συνενοχής. Έτσι εμμέσως ομολογείται κάτι πολύ σημαντικό προς κοινωνιολογικήν επεξεργασίαν, ότι δηλ. η ελλαδική πραγματικότητα χωρίζεται σε τρεις παράγοντες: έναν αντικειμενικό και αθώο, που είναι το απρόσωπο και θεσμικό κράτος σε συνάφεια με το δημόσιο χρήμα και την πρόοδο της χώρας και το οποίο από καταβολής του ελλαδικού κράτους βρίσκεται στην θέση του βιαζόμενου και εκδιδόμενου θύματος και από την άλλη έχουμε δύο υποκειμενικούς παράγοντες, που διαθέτουν μία άπληστη μέχρι και αυτοκαταστροφική βούληση και αυτοί είναι το πολιτικό σύστημα/προσωπικό και ο λαός. Αλλά το κράτος είναι απρόσωπο και άβουλο και επομένως δεν μπορεί να κατηγορήσει τους πολιτικούς ούτε τον λαό. Άρα ουδείς ευθύνεται, εκτός εάν συμβεί κάποια «στραβή στην βάρδια».
Στο ίδιο φύλλο της εφημερίδας με χαρακτηριστικό τίτλο «Γόρδιοι δεσμοί διαχρονικής ανεπάρκειας» ο Αλέξης Παπαχελάς, από θέσεως ισχύος πάντα, αλλά επιδεικνύοντας μία σταθερή εξέλιξη πολιτικής, ακόμη και γεωπολιτικής χειραφετήσεως, είναι ο μόνος από αυτόν τον χώρο, που καταγγέλλει ευθέως το πολιτικό σύστημα. Χαρακτηρίζει ως πρώτη αιτία την «διαχρονική ανεπάρκεια και φαυλότητα του πολιτικού συστήματος».
Όμως πρέπει να συνεχίσουμε το ταξίδι με το τρένο της υπαιτιότητας, Μετά την ανικανότητα του Σταθμάρχη εξεταστέες είναι οι ποινικές ευθύνες των δύο άλλων σταθμαρχών που απεχώρησαν λίγο νωρίτερα με την λογική του «έλα μωρέ». Δεν έχει σημασία εάν το δυστύχημα έγινε μετά την λήξη της βάρδιάς τους. Εάν είχαν παραμείνει, ο σταθμάρχης που έμεινε, μπορεί να μην είχε εξαντλήσει το ανεπαρκές απόθεμα της νοητικής του προσληπτικότητας και να ήταν πιο προσεκτικός. Ακολουθούν οι ευθύνες του προϊσταμένου επιθεωρήσεως για το πρόγραμμα εργασίας και τον έλεγχό του. Μετά ευθύνεται το κομματικό κύκλωμα που προώθησε τον Σταθμάρχη σε αυτή την θέση. Μετά η Διοίκηση του ΟΣΕ και οι συνδικαλιστές, που θέσπισαν μία αδιανόητη διάκριση κριτηρίων προαγωγής: οι μετέχοντες σε διαγωνισμούς προσλήψεως σταθμαρχών πρέπει να είναι μέχρι 42 ετών, απόφοιτοι λυκείου και γνώστες αγγλικής και χρήσεως υπολογιστή. Αν όμως ο υποψήφιος είναι ήδη υπάλληλος του ΟΣΕ, διαγράφονται όλοι οι παραπάνω όροι και αρκούν μόνο οι ιατρικές εξετάσεις. Ελλαδικός δημοκρατικός δικαιωματισμός! Το τρένο προχωράει. Ο επόμενος σταθμός είναι οι αστικές, ίσως και ποινικές ευθύνες του Υπουργού Μεταφορών και της Εταιρείας που είχε την ευθύνη για την προσωρινή έστω κάλυψη των κενών της τηλεδιοικήσεως και φωτοσημάνσεως του δικτύου. Δεν επιτρέπεται να αφήνεται στην Θεία βούληση, το αν θα συμβεί δυστύχημα. Μετά ακολουθούν οι αστικές ευθύνες της Εταιρείας για την καθυστέρηση ολοκληρώσεως του έργου. Ο ίδιος ο Μητσοτάκης χαρακτήρισε τον εκσυγχρονισμό του σιδηροδρομικού δικτύου ως «σημαντικό έργο που κατήντησε Γιοφύρι της Άρτας». Θα ζητήσει ευθύνες; Στο τέλος έρχονται οι πολιτικές ευθύνες των κυβερνήσεων από το 2004 μέχρι σήμερα και οι αστικές ευθύνες των αντίστοιχων Υπουργών Μεταφορών. Να δούμε, τι απ’ όλα αυτά θα γίνει.
Ο κατηραμένος Όφις
Τελικά για την ορθή ερμηνεία της ελλαδικής κακοδαιμονίας ερίζουν τρείς σχολές: η σχολή της εξουσίας με σημερινό εκπρόσωπο τον Κ. Μητσοτάκη, η σχολή της κοινωνίας με εκπρόσωπο τον Γ. Κοντογιώργη και η σχολή της ελληνικής διαχρονικότητας με εκπρόσωπο τον Χρ. Γιανναρά.
Μετά την σύγκλιση του Υπουργικού Συμβουλίου (9/3/23) ο Πρωθυπουργός μας βρέθηκε στην ίδια θέση που είχε βρεθεί ο Γενάρχης των Μεταρρυθμιστών Κώστας Σημίτης, τον Σεπτέμβριο του 2000, όταν υποχρεώθηκε από την βάσκανον μοίραν να δικαιολογηθεί στον ελληνικό λαό για το ναυάγιο του «Σάμινα» στις Πόρτες της Πάρου με 82 νεκρούς. Ο Σημίτης με την βεβαιότητα, ότι είναι ένας ουρανόσταλτος προφήτης με την αποστολή να οδηγήσει έναν καθυστερημένο λαό από την έρημο της υπαναπτύξεως στην Γη της ευρωπαϊκής Επαγγελίας, όπου ρέει το γάλα και το μέλι, ετίναξε τον κονιορτόν της ευθύνης από τα ιμάτιά του και ανεφώνησεν από την κορυφήν του μεγαλείου του: «Αυτή είναι η Ελλάδα!». Εννοούσε, ότι αυτοί είμαστε οι Έλληνες και ως λαός δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε. Αν θέλουμε να κατηγορήσουμε κάποιον, αυτός είναι μόνον ο εαυτός μας.
Όμως έχουμε επιτελέσει μεγάλη πρόοδο από τότε, διότι σήμερα στα Τέμπη ο ελληνικός λαός δεν είναι πλέον κατηγορούμενος. Ο Πρωθυπουργός μας μάς θεωρεί συμμάχους του και μας καλεί σε μία κοινή προσπάθεια: «Έλληνες και Ελληνίδες είμαστε μαζί σε αυτή την δοκιμασία. Πρόκειται για μία αντιπαράθεση μακράς διαρκείας (Δηλ. μία γενιά ακόμα;). Είναι ένας πόλεμος με το σκοτεινό κράτος του αναχρονισμού. Είναι το προβληματικό κράτος, το οποίο σας ζητώ να ανατρέψουμε, Τώρα ή ποτέ!». Πάρε θάρρος καημένε Καραγκιόζη, έρχεται ο Μεγαλέξανδρος, φώναξε και συ: Έξελθε κατηραμένε Όφα, για να μη σε έξελθε εγώ!
Σύμφωνα λοιπόν με τους επικοινωνιολόγους της εξουσίας το κράτος δεν είναι το αθώο και εκδιδόμενο θύμα του ληστρικού πολιτικού συστήματος και του απλήστου λαού αλλά ένα τέρας, ένας Μινώταυρος που απαιτεί να τραφεί με τρυφερά κορμιά νέων ανθρώπων!
Εδώ επεμβαίνει ο Γιανναράς και μας λέγει, ότι αυτή η εικόνα είναι παραπλανητική, είναι εικονική, διότι προκαλεί μία διάθλαση. Το κράτος είναι ένα «φάντασμα» και αν το παρακάμψουμε, θα δούμε την πραγματικότητα που είναι μεν πολύμορφη αλλά στην ουσία της είναι ενιαία. Εμείς είμαστε οι διαδηλωτές, εμείς είμαστε τα ΜΑΤ που μας δέρνουν, εμείς οι πολιτικοί κυβερνήσεως και αντιπολιτεύσεως. Όλα αυτά είναι κομμάτια του Εαυτού μας. Δηλ. ουδέν πρόβλημα; Business as usual? Δεν τελειώσαμε λέγει ο Γιανναράς, διότι είμαστε ταυτόχρονα και εχθροί του Εαυτού μας, αφού ο σκοπός μας είναι η επιβίωση του Ελληνισμού. Για να γεφυρωθεί το χάσμα που έχουμε με τον σκοπό μας, χρειαζόμαστε βασικά ενότητα και όραμα. Όμως για το πρακτέο η ανάλυση αυτή χρειάζεται συμπλήρωση.
Ο Γ. Κοντογιώργης προτιμά να ρίξει τον προβολέα του πάνω στην πραγματικότητα και όχι την ιδανικότητα. Αποκαλύπτει το βαθύ χάσμα, που χωρίζει την ελληνική κοινωνία από το πολιτικό σύστημα. Μας κυβερνά ένα διεφθαρμένο, αποτυχημένο και εξηρτημένο πολιτικό σύστημα, το οποίο ξεπουλά τα συμφέροντά μας.
Πόσοι είμαστε αλήθεια, όσοι σκεπτόμαστε το σύνολο και αγωνιούμε για το μέλλον της πατρίδας μας αλλά και του κόσμου, χωρίς να έχουμε ως σκοπό της ζωής μας τα έδρανα της Βουλής; Γιατί δεν μπορούμε να συναντηθούμε και να συζητήσουμε αυτά τα θέματα, αντί να παίζουμε πετροπόλεμο μεταξύ μας;
* Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας, πανεπιστημιακός κοινωνιολογίας και νομικός