Επιμέλεια: Γιάννης Σχίζας
Πυρκαγιά, χωρίς ραδιενέργεια
Δεν έχει ανιχνευθεί ραδιενέργεια στην ατμόσφαιρα της Ελλάδας, ούτε αναμένονται ευρήματα με την οποιαδήποτε ραδιολογική σημασία. Αυτό αναφέρει σε νέα ανακοίνωσή της η Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΕΕΑΕ), αναφορικά με τη δασική πυρκαγιά που ήταν σε εξέλιξη από 4 έως 14 Απριλίου στην περιοχή του πυρηνικού σταθμού Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας.
Η ΕΕΑΕ διαβεβαιώνει ότι το τηλεμετρικό δίκτυο σταθμών μέτρησης ακτινοβολίας, αλλά και οι εργαστηριακές αναλύσεις δειγμάτων, δεν έχουν καταγράψει οποιαδήποτε μεταβολή. Επισημαίνει επίσης ότι, «καθώς οι εργαστηριακές αναλύσεις συνεχίζονται και, λαμβανομένης υπόψη της κίνησης των αέριων μαζών, δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο οι ευαίσθητες μετρητικές τεχνικές να ανιχνεύσουν απειροελάχιστες ποσότητες ραδιενέργειας σε φίλτρα αέρα, οι οποίες σε κάθε περίπτωση δεν θα έχουν ραδιολογική σημασία, παρά μόνο επιστημονικό ενδιαφέρον».
Τα επίπεδα ραδιενέργειας στη χώρα μας ελέγχονται σε συνεχή και συστηματική βάση μέσω του εθνικού τηλεμετρικού δικτύου, το οποίο λειτουργεί από το 2000. Αντίστοιχες μετρήσεις διενεργούνται στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και παρακολουθούνται συνεχώς από την ΕΕΑΕ μέσω του Ευρωπαϊκού δικτύου EURDEP.
Πηγή: ΑΠΕ–ΜΠΕ
Αγροτική ανάπτυξη
Στην οικονομία γνωρίζουμε ότι τυχόν επενδύσεις στον πρωτογενή τομέα καταλήγουν να συγκρατηθούν κατά 10% στους αγρότες και να μοιραστούν τα υπόλοιπα 90% στον δευτερογενή τομέα (μηχανήματα, λιπάσματα, κλπ) και στον τριτογενή τομέα (μελέτες, υπηρεσίες κλπ). Επίσης γνωρίζουμε ότι τυχόν επενδύσεις στον τριτογενή τομέα τείνουν να συγκρατηθούν κατά περίπου 70% στους παροχείς υπηρεσιών, και μόνο κατά ένα μικρό ποσοστό στον δευτερογενή τομέα (20-25%, εξοπλισμός) και σε ένα ελάχιστο ποσοστό, ίσως μικρότερο και από το 5% στον πρωτογενή τομέα.
Εάν θέλουμε, ως συνετοί διαχειριστές του κοινού μας ελληνικού μέλλοντος, να επιλέξουμε την συνολικά ανάπτυξη όλων των Ελλήνων, τότε θα πρέπει όλες οι επενδύσεις να οδηγηθούν στον πρωτογενή τομέα, γνωρίζοντας ότι έτσι τελικά θα εισπράξουν όλοι οι τομείς της οικονομίας ένα αναλογικό ποσοστό, πάντα με την επιλογή ότι ο πρωτογενής τομέας, η ζωή, η αυτάρκεια και η επιβίωση της Ελλάδος και των Ελλήνων είναι υπέρτατη επιλογή.
Άλλωστε αν, κατά μια θεώρηση, η βάση της οικονομίας και της ανάπτυξης (παραγωγικοί συντελεστές) είναι το έδαφος, η εργασία και το κεφάλαιο, η μόνη μορφή οικονομίας που είναι συνδεδεμένη με την Ελλάδα στερεά είναι η πρωτογενής παραγωγή καθόσον στην πρωτογενή παραγωγή το έδαφος, που είναι το κυρίαρχο, είναι αμετάθετο, ανεπαύξητο & άφθαρτο (Αγροτική Οικονομία, Δ. Πετρόπουλος), σταθερά συνδεδεμένο με την Ελλάδα. Όλες οι άλλες επενδύσεις μπορούν να μετακινηθούν σε άλλα κράτη ή να αλλοτριωθούν από άλλες οικονομικές δυνάμεις, όχι κατ’ ανάγκην με άμεσο ενδιαφέρον για την Ελλάδα και τους Έλληνες.
Ο αγροτικός τομέας, με τη γενικευμένη διασπορά του στο φυσικό, οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον όλου του χώρου της Ελλάδος, με το μέγεθος του πληθυσμού που στηρίζεται ως προς την απασχόληση και το εισόδημά του από τον αγροτικό τομέα και με τη διαπλοκή του με όλες τις άλλες παραγωγικές δραστηριότητες (βιομηχανία, υπηρεσίες, τουρισμός κλπ), συνιστά παραγωγική δραστηριότητα με καίρια προσδιοριστική συμβολή στην οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη και στην οικολογική ισορροπία. (Δρ Φ. Βακάκης Γεωργοοικονομολόγος, Σεπ 2010).
Οι αγρότες πρέπει να συμμετέχουν οργανωμένα στη συνδιαμόρφωση του «Εθνικού Σχεδίου Επενδύσεων Ανασυγκρότησης της Ελληνικής Γεωργίας».
Δημήτρης Μιχαηλίδης, «Επανεκκίνηση της ζωής και της οικονομίας», ιστότοπος Οικολογείν
Η φύση στην πόλη
Όσο οι αστοί σε όλο τον κόσμο μένουν σε καραντίνα στο σπίτι, τόσο και περισσότερα άγρια ζώα εμφανίζονται στις μεγαλουπόλεις. Ελάφια περιφέρονταν στη Νάρα (Ιαπωνία). Ρακούν καταγράφηκαν σε παραλία του Σαν Φελίπε (Παναμάς). Γαλοπούλες εμφανίστηκαν στο Όκλαντ (Καλιφόρνια). Μαϊμούδες «παλεύουν» για ένα σνακ στη Λοπμπούρι (Ταϊλάνδη). «Τα ζώα ζουν στα τμήματα των πόλεων που δεν χρησιμοποιούμε. Έχουν μια αθέατη παρουσία, κάτι σαν φαντάσματα. Τα ζώα πάντα ζούσαν στην περιοχή μας. Μπορεί να μη θεωρούμε τη φύση μέρος των πόλεών μας, όμως τα ζώα είναι μέρος τους».
Σ. Μανγκλ, Ινστιτούτο Αστικής Άγριας Ζωής, Σικάγο, theguardian.com – Κ. Δημητρακόπουλος, ecozen.gr, 25/3/2020
Η επιστημονική αβεβαιότητα
Όταν μελετούν την αποτελεσματικότητα ενός μέτρου, οι επιστήμονες χρησιμοποιούν όχι μια αλλά πλήθος περιπτώσεων και εφαρμόζουν διάφορες μεθοδολογίες – πειράματα, μαθηματικά μοντέλα, στατιστικές αναλύσεις, τεκμηριωμένη γνώμη/εκτίμηση (στη βάση γνώσης και εμπειρίας) – είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό. Ουσιαστικά εκτιμούν μια «μέση» στατιστική κατάσταση όπως, π.χ. πόσο αποτελεσματική είναι η χρήση της μάσκας, ένα εμβόλιο, μια θεραπεία.
Οι μεθοδολογίες που χρησιμοποιούν στηρίζονται σε θεωρίες/μοντέλα, που γενικεύουν/απλουστεύουν το ερώτημα και τους γενεσιουργούς του παράγοντες. «Μετρούν» με εναλλακτικούς τρόπους αυτούς τους παράγοντες (π.χ. την κατάσταση υγείας του ατόμου) και το μέτρο που εξετάζεται (π.χ. χρήση μάσκας, δόση φαρμάκου), χρησιμοποιούν πειραματικά ή/και πραγματικά δεδομένα και τα αναλύουν με ποικίλες τεχνικές. Διαφορές που σε όλα αυτά διαφοροποιούν τα αποτελέσματα μιας μεθοδολογίας από μια άλλη.
Αν μια θεωρία «αγνοήσει» κάποιους, συνήθως δύσκολα μετρήσιμους, παράγοντες (π.χ. κληρονομικότητα, τρόπος ζωής/διατροφής), δεν λαμβάνεται υπόψη η δράση τους. Έχει μείνει ιστορική η ερώτηση της βασίλισσας Ελισάβετ στους επιφανείς οικονομολόγους σε συνέδριο για τη χρηματο-πιστωτική κρίση τον Νοέμβριο του 2008 στο LSE: «γιατί δεν την προέβλεψε κανείς σας;»
Αν ένας παράγοντας μετριέται με περισσότερους από έναν τρόπους προκύπτουν διαφορετικά αποτελέσματα. Πώς μετριέται, π.χ. η χρήση μάσκας; Πόσοι φοράνε μάσκα, τι μάσκα, πόσο συχνά, πού, πώς τη χειρίζονται, την πλένουν; Αν μελετώνται δέσμες μέτρων, όπως «μένουμε σπίτι» και πλύσιμο χεριών και μάσκα και αποστάσεις και παρουσία αρρώστων, τότε η «μέτρηση» είναι σαφώς από πολύ δύσκολη μέχρι αδύνατη.
Αν χρησιμοποιούνται «προβληματικά» δεδομένα και ακατάλληλες τεχνικές ανάλυσης (συχνά ελλείψει τεχνογνωσίας), τα αποτελέσματα δεν δίνουν έγκυρες και αξιόπιστες απαντήσεις στα ερωτήματα.
Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι οι στατιστικές συσχετίσεις δεν συνεπάγονται αιτιότητα. Παραδείγματος χάρη, αν βρεθεί ότι συγκεκριμένα μέτρα ή το «σύστημα υγείας» (πώς «μετριέται» άραγε;) έχουν ισχυρή συσχέτιση με τον αριθμό κρουσμάτων/νεκρών, αυτό δεν σημαίνει ότι τα πρώτα προκαλούν το δεύτερο. Επειδή, λοιπόν, τα επιστημονικά αποτελέσματα εξαρτώνται από πλήθος παραγόντων, έχουν πάντα αβεβαιότητα, από μικρή μέχρι πολύ μεγάλη (δείτε, για παράδειγμα, το έντυπο οδηγιών ενός απλού παυσίπονου), την οποία οι συνεπείς επιστήμονες την αναφέρουν…
Τέλος, τρεις παράμετροι κρίνουν τις διαφορές και τη βαρύτητα των επιστημονικών απαντήσεων.
Ειδικότητα. Αλλιώτικη απάντηση δίνει ένας ειδικός επιστήμονας (λοιμωξιολόγος ή/και ειδικός στον κορωνοϊό) από έναν μη ειδικό (φυσικό, βιολόγο, μαθηματικό/στατιστικό, μηχανικό).
Εμπειρία και αξιακό σύστημα. Οι επιστήμονες δεν περιγράφουν απλά αλλά ερμηνεύουν τα επιστημονικά δεδομένα. Οι «φρόνιμοι» επιστήμονες (αυτοί που κατέχουν την αρετή της φρόνησης) συνδυάζουν τη διαθέσιμη επιστημονική γνώση, εκτιμούν την εγκυρότητα και αξιοπιστία της, και αξιολογούν την αποτελεσματικότητα πέραν της στενής «βάσει ενδείξεων» εκτίμησης/αξιολόγησης (evidence-based assessment/evaluation). Εξετάζουν τις φυσικές διεργασίες και τις κοινωνικο-πολιτικές πρακτικές που γεννούν συγκεκριμένα προβλήματα και δίνουν απαντήσεις «με αστερίσκους», υποδηλώνοντας την προσωπική τους εκτίμηση.
Ελένη Καπετανάκη-Μπριασούλη, Ιστότοπος Οικολογείν