Το 22ο Φεστιβάλ Γαλλόφωνου Κινηματογράφου επέστρεψε φέτος στις κινηματογραφικές αίθουσες, προβάλλοντας ταυτόχρονα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη μια μεγάλη ποικιλία ταινιών: κωμωδίες, αστυνομικές, ερωτικές, θρίλερ, αλλά και εμπορικές, με διάσημους Γάλλους ηθοποιούς, αρκετές από τις οποίες εστιάζουν μέσω κοινωνικού ρεαλισμού σε σύγχρονα θέματα, όπως ανεργία, επισφαλή εργασία, που πλήττει κυρίως γυναίκες με παιδιά, ομοφοβία και αυξανόμενη βία, καταδεικνύοντας πως το σινεμά μπορεί να αποτελέσει κοινωνιολογικό εργαλείο.
Με επικεφαλής της κριτικής επιτροπής την λαμπερή, ελληνικής καταγωγής, Γαλλίδα ηθοποιό Εμανουέλ Μπεάρ, και μέλη τους Έλις Κις, Γιάννα Σαρρή, Θάνο Αναστόπουλο και Λευτέρη Χαρίτο, από τις εννιά συμμετοχές του Διαγωνιστικού βραβεύτηκε η ταινία «Ανάμεσα σε δύο κόσμους» (Ouistreham), του σκηνοθέτη και συγγραφέα Εμανουέλ Καρέρ.
Προκειμένου να ολοκληρώσει με στοιχεία το νέο της βιβλίο, σχετικά με τις καθαρίστριες, η αναγνωρισμένη πενηντάρα συγγραφέας Μαριάν (Ζυλιέτ Μπινός) κόβει κάθε σύνδεσμο με τη ζωή της στο Παρίσι και καταφεύγει με αλλαγμένη ταυτότητα στην παραθαλάσσια γαλλική πόλη Ουιστρεάμ, επίνειο στη Μάγχη και εμπορικό λιμάνι της πόλης Καν, όπου πιάνει δουλειά ως καθαρίστρια, προκειμένου να βιώσει και να κατανοήσει τις σκληρές, αντί πενιχρής απολαβής, εργασιακές συνθήκες του επαγγέλματος, σε περίοδο οικονομικής κρίσης. Περιφερόμενη ως διαζευγμένη άνεργη, που αναζητά απελπισμένη εργασία, έρχεται σε επαφή με ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα λαϊκών ανειδίκευτων γυναικών κάθε ηλικίας, που αναγκάζονται να βιοποριστούν ως καθαρίστριες, στις τοπικές γραμμές των φέρι μποτ που διασχίζουν τη Μάγχη, μια ιδιαίτερα απαιτητική δουλειά, καθώς μόλις σε μια ώρα, πριν σαλπάρει το πλοίο, πρέπει να προλάβουν να καθαρίσουν τους χώρους και να αλλάξουν σεντόνια σε τουλάχιστον δυο εκατοντάδες κουκέτες, με μέσο όρο ενασχόλησης με κάθε καμπίνα τα τέσσερα λεπτά. Η Μαριάν μαθαίνει να καθαρίζει τουαλέτες, να στρώνει κρεβάτια στο άψε-σβήσε, ενώ γίνεται εξπέρ στο χειρισμό παρκετέζας. Ελπίζοντας να καταφέρει έτσι να φέρει στο φως με πειστικό τρόπο ένα αόρατο σύγχρονο κακοπληρωμένο προλεταριάτο, στο περιθώριο της γαλλικής κοινωνίας, η Μαριάν κρατάει μυστικά σημειώσεις από όλες τις ιστορίες που ακούει γύρω της, καθώς οι γυναίκες που την συντρέχουν της ανοίγουν την καρδιά τους και το σπίτι τους και μοιράζονται μαζί της προσωπικές τους ιστορίες. Μέσα από την αποτύπωση του τρόπου διαβίωσης των ανασφάλιστων εργαζόμενων, με σωματική εξάντληση, ανύπαρκτη προσωπική ζωή, ελάχιστο ελεύθερο χρόνο, ψυχολογική ανασφάλεια και υπαρξιακό κενό, αναδεικνύεται το ανθρώπινο πρόσωπο του σύγχρονου προλεταριάτου, που προσπαθεί να αντισταθμίσει τη δεινή του θέση μέσα από δυνατές φιλίες. Πρωταγωνιστικός χαρακτήρας του βιβλίου γίνεται μια τριανταπεντάρα καθαρίστρια, η Κριστέλ (Ελέν Λαμπέρ), διαζευγμένη μητέρα τριών αγοριών, η οποία γίνεται αχώριστη φίλη με την Μαριάν.
Μεταφέροντας το ομώνυμο μυθιστόρημα της Φλοράνς Ομπενά στο σινεμά, ο Καρέρ ξετυλίγει σκέψεις και κίνητρα της πρωταγωνίστριας μέσα από μια εκτός κάδρου αφήγηση, που αποκαλύπτει και την απελπιστική κατάσταση των σύγχρονων προλετάριων, τονίζοντας την άδικη αναλογία ανάμεσα σε μεροκάματο, νοίκι και λογαριασμούς, ενώ επιλέγει έναν ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό, τοποθετώντας πλάι στην απολαυστική ερμηνεία μιας αφτιασίδωτης Μπινός μη επαγγελματίες ηθοποιούς, που υποδύονται τη δική τους καθημερινότητα, όπως η ανερχόμενη Λαμπέρ, που κατάφερε να ενσαρκώσει τον αυθεντικό χαρακτήρα της οργισμένης Κριστέλ, κλέβοντας την παράσταση.
Το Βραβείο κοινού Fischer απέσπασε η ταινία «Full Time» (À plein temps) του Γαλλοκαναδού Ερίκ Γκραβέλ, που αρχές Μαΐου θα δούμε και στις ελληνικές αίθουσες. Η Ζουλί (Λορ Καλαμί), διαζευγμένη μητέρα δύο ανήλικων παιδιών σε δυσχερή οικονομική κατάσταση, παρά το πτυχίο «Οικονομικών και Διοίκησης Επιχειρήσεων» αναγκάζεται να εργαστεί ως αρχικαμαριέρα σε πολυτελές παριζιάνικο ξενοδοχείο. Έτσι, ξυπνά από τα χαράματα για να ετοιμάσει τα παιδιά της, που τα αφήνει στην ηλικιωμένη γειτόνισσα, και να τρέξει να προλάβει το πρωινό τρένο για Παρίσι, από το μακρινό προάστιο όπου ζει, και από εκεί στη δουλειά της, αλλάζοντας άλλες δυο συγκοινωνίες. Προλαβαίνοντας οριακά τα πάντα, η Ζουλί απεικονίζεται διαρκώς αγχωμένη να περπατάει βιαστικά, από το ένα συγκοινωνιακό μέσο στο άλλο, ενώ παράλληλα μιλάει στο κινητό της, πότε με την τράπεζα, για την καθυστερημένη δόση του δανείου, πότε με κάποια εταιρία, ευελπιστώντας να κλείσει ραντεβού για βελτίωση εργασιακής θέσης, ανάλογης των ικανοτήτων της, άλλοτε με τα παιδιά της, ενώ αναζητά αδιαλείπτως τον άφαντο πρώην της, επειδή έχει καθυστερήσει τη διατροφή. Η Ζουλί, με την ψυχή στο στόμα, επιχειρεί διαρκώς να βρει άμεσες λύσεις στα ζητήματα που προκύπτουν, με μια προϊσταμένη που την απειλεί ευθέως με απόλυση, σε ένα ανταγωνιστικό εργασιακό περιβάλλον, χωρίς ίχνος αλληλεγγύης, ενώ οι απανωτές στάσεις εργασίας στα ΜΜΜ και οι μεγάλες διαδηλώσεις στο κέντρο προκαλούσαν κυκλοφοριακό χάος. Κλεισμένη στο δικό της μικρόκοσμο, η Ζουλί, αδυνατεί να δει πως ό,τι συμβαίνει στην ίδια, συμβαίνει παράλληλα σε όλη τη γαλλική κοινωνία, που βιώνει μια έκρυθμη κατάσταση, εν μέσω δυναμικών απεργιακών κινητοποιήσεων. Επιλέγοντας να κρατήσει το πρόσφατο, προ πανδημίας, εκρηκτικό σκηνικό του συγκρουσιακού κινήματος των «κίτρινων γιλέκων» εκτός κάδρου, ο σκηνοθέτης καταγράφει τις άμεσες συνέπειες αυτών των κινητοποιήσεων στον αμέτοχο μέσο Γάλλο πολίτη, που βυθισμένος στις έγνοιες μιας δύσκολης καθημερινότητας δεν έχει διάθεση να καταλάβει τι συμβαίνει. Έτσι, ο σκηνοθέτης προτίμησε να επικεντρωθεί στις ζοφερές εργασιακές συνθήκες, μέσα από το σπαρακτικό πορτρέτο μιας σκληρά εργαζόμενης μητέρας, που ερμηνεύει εξαιρετικά η Καλαμύ. Παράλληλα, αναδεικνύει ένα βαθιά ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό, με ανάσες, πολύ κοντινά πλάνα στο πρόσωπο της πρωταγωνίστριας και συγχρονισμό του ηλεκτρονικού μπιτ της πρωτότυπης μουσικής, με τους φρενήρεις ρυθμούς έντασης και αγωνίας της πρωταγωνίστριας, κάθε φορά που σηκώνεται χαράματα από το κρεβάτι, ως σημείο εκκίνησης ενός νέου και επίπονου αγώνα δρόμου.
Στο Διαγωνιστικό όμως ξεχώρισε η νέα ταινία της 65χρονης πολιτικοποιημένης σκηνοθέτριας Κατρίν Κορσινί «La fracture», τόσο για το αγωνιστικό πνεύμα όσο και για το χιούμορ με το οποίο ξετυλίγει μια ιστορία που βάζει σε πρώτο πλάνο τις κινητοποιήσεις των «Κίτρινων Γιλέκων».
Ένα μοιραίο γλίστρημα και μια πτώση καταμεσής του δρόμου, γίνονται η αιτία που η 45άρα σκιτσογράφος Ραφ (Βαλέρια Μπρούνι Τεντέσκι), προσπαθώντας να μεταπείσει την εδώ και μια δεκαετία σύζυγό της Ζουλί (Μαριάν Φόις), με την οποία διαρκώς τσακώνονται, να μην χωρίσουν, βρίσκεται τελικά με σπασμένο αγκώνα να σφαδάζει από τους πόνους στο δημόσιο νοσοκομείο που εφημερεύει, ανάμεσα σε άγρια τραυματισμένους διαδηλωτές των «Κίτρινων Γιλέκων», στα Σαν Ελυζέ, μετά τη βάναυση επέμβαση των γαλλικών δυνάμεων καταστολής. Σε κατάσταση υστερίας, η Ραφ ξεσπάει ουρλιάζοντας, αναζητώντας την αγαπημένη της Ζυλί, η οποία παρότι δείχνει ψύχραιμη, παραμένει ανήσυχη γιατί δεν έχει νέα του έφηβου γιου της που ήταν επίσης στη διαδήλωση. Ανάμεσα στους τραυματίες που διαρκώς συσσωρεύονται στα επείγοντα δημιουργώντας το αδιαχώρητο, ξεσπάει με ασήμαντη αφορμή σε έκρηξη οργής και ο νεαρός διαδηλωτής Γιάν (Πίο Μαρμαΐ), ένας οξύθυμος φορτηγατζής, γεμάτος θραύσματα στο πόδι, από χειροβομβίδα κρότου-λάμψης. Θερμόαιμοι χαρακτήρες, τόσο ο Γιαν όσο και η Ραφ, δεν αργούν να τσακωθούν, καταλήγοντας σε μια απροσδόκητη γνωριμία. Η αφρικανικής καταγωγής νοσοκόμα Κιμ (Αϊσα Ντιαλό Σιανά), που ενώ έχει δηλώσει απεργός, συνεχίζει να εργάζεται ακούραστα νυχθημερόν, λόγω έλλειψης προσωπικού, προσπαθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της, ενώ ανησυχεί για το μωράκι της, στο σπίτι, που ψήνεται στον πυρετό. Όσο τα επείγοντα ενός δημόσιου νοσοκομείου μετατρέπονται σε εμπόλεμη ζώνη, οι ταλαιπωρημένοι ασθενείς, μετά από ώρες αναμονής, αγανακτούν και διαπληκτίζονται με τους τραυματισμένους διαδηλωτές, που τους κατηγορούν για ψηφοφόρους της Λε Πεν. Πολύ σύντομα προκαλείται πανδαιμόνιο και έξω από το νοσοκομείο, με το πεδίο μάχης να μεταφέρεται εκεί, καθώς οι δυνάμεις καταστολής, κυνηγώντας τους τραυματισμένους διαδηλωτές, πετάνε δακρυγόνα στο προαύλιο, προκαλώντας ασφυξία.
Ένα χαοτικό βράδυ, στα επείγοντα κάποιου δημόσιου νοσοκομείου, ανάμεσα σε τραγελαφικά επεισόδια με κωμικά στοιχεία, άφθονες πολιτικές ατάκες, έντονη περιφρόνηση στο πρόσωπο του Μακρόν και αρκετές συγκινητικές στιγμές, κυριολεκτικά μεταξύ ζωής και θανάτου, μετατρέπεται στα χέρια της ικανής Κορσινί ένα έξυπνο τέχνασμα για μια αιχμηρή πολιτική σφυγμομέτρηση της γαλλικής κοινωνίας, πίσω στις συγκρουσιακές μέρες των «Κίτρινων Γιλέκων», αναδεικνύοντας μέσα από μια κάμερα που περιδιαβαίνει στο νοσοκομείο, το ανθρώπινο πρόσωπο νοσηλευτών και γιατρών που συνεχίζουν να δουλεύουν με αυταπάρνηση, σε μια ταινία με κυριολεκτικό τίτλο «κάταγμα», που όμως μεταφορικά, μπορεί να σημαίνει και «ρωγμή», υποδηλώνοντας το ρήγμα που δίχασε τη γαλλική κοινωνία. Η Γαλλίδα με καταγωγή από την Γουινέα μη επαγγελματίας ηθοποιός, που ενσαρκώνει την Κιμ, είναι στην πραγματική ζωή νοσηλεύτρια και κέρδισε για την ερμηνεία της Σεζάρ καλύτερου Β’ γυναικείου ρόλου, ενώ το σενάριο, ενισχυμένο από τις σπουδαίες ερμηνείες όλων των πρωταγωνιστών, εξισορροπεί τραγικό και κωμικό, καταφέρνοντας να παραμείνει πολιτικό, με απαύγασμα της ταινίας το γραπτό σύνθημα σ’ ένα τοίχο, κατά το ξημέρωμα, «Ωραία σα νοθευμένη εξέγερση», αποτίνοντας φόρο τιμής στο αγωνιστικό πνεύμα του Μάη του ’68.
Στο Πανόραμα ξεχώρισε η κοινωνική ταινία με στοιχεία θρίλερ «Κόκκινη Λάσπη» του Φαρίντ Μπεντουμί. Η νεαρή νοσηλεύτρια Νουρ (Ζιτά Ανρό) πιάνει δουλειά ως υγειονομικός, στο τοπικό εργοστάσιο χημικών, όπου δουλεύει και ο πατέρας της Σλιμ (Σαμί Μπουαζιλά), επικεφαλής του εργατικού συνδικάτου. Γεμάτη αίσθηση ευθύνης, η Νουρ διαπιστώνει πολλές ελλείψεις στον εξοπλισμό ασφαλείας, ενώ αντιλαμβάνεται πως αρκετοί φάκελοι υγείας εργαζομένων, με εμφανή συμπτώματα πνευμονολογικών παθήσεων, έχουν να ενημερωθούν πάνω από μια δεκαπενταετία. Έκπληκτη που κανείς δεν μοιάζει να νοιάζεται, ούτε οι ίδιοι οι εργαζόμενοι, αρχίζει να σκαλίζει τα γεμάτα κενά και ελλείψεις ιατρικά αρχεία του προσωπικού, συνειδητοποιώντας πως σύσσωμοι διοίκηση, συνδικάτο και εργαζόμενοι εθελοτυφλούν, προκειμένου να συνεχιστεί η λειτουργεία μιας προβληματικής επιχείρησης, για να μην χάσουν τις δουλειές τους. Σε συνάντηση του Δήμου με το Διοικητικό Συμβούλιο του εργοστασίου, η ερώτηση μιας ακτιβίστριας δημοσιογράφου (Σελίν Σαλέτ), που εμπλέκεται σε οικολογικές οργανώσεις, ανάβει φωτιές για τον κίνδυνο της κοινότητας από τα χημικά απόβλητα του εργοστασίου, ζητώντας τα πορίσματα των τελευταίων ελέγχων. Σε μεγάλη σύγχυση η Νουρ απευθύνεται στην δημοσιογράφο, διαπιστώνοντας πως σε μια περιοχή όπου όλοι βιοπορίζονται από το τοπικό εργοστάσιο, είναι όλοι εξίσου συνένοχοι. Σοκαρισμένη από το γεγονός πως αρκετοί εργαζόμενοι δεν θα προλάβουν ποτέ να πάρουν σύνταξη, αμφιταλαντεύεται να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες στην ακτιβίστρια δημοσιογράφο, γνωρίζοντας ότι διακυβεύεται μια βαθιά ρήξη με την οικογένειά της μπρος στην αποκάλυψη μιας πικρής αλήθειας, με πολλαπλές συνέπειες. Καλογραμμένο πολιτικό θρίλερ με οικολογικές ανησυχίες μέσα από ένα συγκινητικό οικογενειακό δράμα, με πρωταγωνίστρια μπρος σε κρίσιμο ηθικό δίλημμα.
Σε ειδική προβολή παρουσιάστηκε η βέλγικη ταινία «Κτήνη» (2019) του Ναμπίλ Μπεν Γιαντίρ. Με πατέρα Άραβα μετανάστη και Βελγίδα μητέρα, ο τριαντάχρονος Μπραχίμ, την ημέρα οικογενειακής γιορτής, για τα γενέθλια της μητέρας του, περιμένει να καταφθάσει ο σύντροφός του Τομά, για να τον γνωρίσει στην οικογένεια, αποκαλύπτοντας την ομοφυλοφιλία του. Όμως όλα πάνε στραβά, ο Μπραχίμ φοβάται πως κάτι έχει συμβεί στον αγαπημένο του, που δεν απαντά στο κινητό. Καθώς βραδιάζει, αναζητά τα ίχνη του στα μπαρ του κέντρου της πόλης, μαθαίνοντας πως τον είδαν χτυπημένο από τον ομοφοβικό αδερφό του. Ο Μπραχίμ προσπαθώντας να γλιτώσει μια πόρνη από μια παρέα μεθυσμένων, προθυμοποιείται να μπει στο αμάξι τους, για να τους υποδείξει το μπαρ που ψάχνουν. Οι νεαροί, όλοι γόνοι μεταναστών, αναζητούν βίαιη εκτόνωση και μόλις οσμίζονται πως ο Μπραχίμ είναι γκέι, τον οδηγούν σαν αμνό στη σφαγή, σε μια απομονωμένη περιοχή, όπου ξεσπούν πάνω του, με φριχτά βασανιστήρια, που κινηματογραφούν με το κινητό τους.
Θέλοντας να καταγγείλει ρατσισμό, ομοφοβία, μίσος, μη αποδοχή του διαφορετικού, απάθεια και αποκτήνωση της σύγχρονης νεολαίας, ο σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ωμό ρεαλισμό για να καταγράψει μέσα από τη μυθοπλασία μια πραγματική ιστορία βίαιου λιντσαρίσματος που κατέληξε στη δολοφονία ενός νεαρού γκέι. Με ανατριχιαστικές σκηνές ακραίας βίας, για τις οποίες οι διοργανωτές του φεστιβάλ είχαν προειδοποιήσει το κοινό, η ταινία προκαλεί το σοκ των θεατών, ανοίγοντας διάλογο για το φαινόμενο του εκφασισμού της σύγχρονης κοινωνίας. Ο σκηνοθέτης ξεκινάει από την παράδοση του ωμού ρεαλισμού με κοινωνικό πρόσημο που καθιέρωσαν οι Βέλγοι συμπατριώτες του αδελφοί Νταρντέν, για να καταλήξει στον πολιτικό στοχασμό που εδράζει ο κινηματογράφος της αποστασιοποίησης του Χάνεκε. Ενώνοντας αυτές τις δυο παραδόσεις, καταφέρνει δίχως να ακινητοποιήσει την κάμερά του, να αναδείξει τις βαθύτερες κοινωνικές αιτίες, όπως ανεργία και ανέχεια, που γενούν ομοφοβία, ρατσισμό και ακραία βία που ανακυκλώνεται.
Υπογραμμίζοντας ένταση και αγωνία αρχικά μέσα από μεγάλης διάρκειας μονοπλάνα, η ταινία ακολουθεί με μαεστρία τη χιτσκοκική σεναριακή πρωτοτυπία της μετάβασης από τον αρχικό πρωταγωνιστή-θύμα στον θύτη. Αρχικά η αγωνία εστιάζεται στον άφαντο Τομά, σύντομα το κέντρο βάρους της ταινίας μετατοπίζεται στον Μπραχίμ, ο οποίος γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος και η κάμερα καταγράφει τα μαρτυρικά πάθη του, για να καταλήξει στον συνεσταλμένο νεαρό Λοίκ, που μέσα από την κτηνώδη εκτόνωσή του στον Μπραχίμ παίρνει το βάπτισμα του πυρός στη βία. Ακολουθώντας τον Λοίκ μετά τα όσα φρικιαστικά συνέβησαν το βράδυ, η κάμερα γίνεται μάρτυρας το επόμενο πρωί, της άγριας συμπεριφοράς του μεγαλύτερου καλογυμνασμένου αδερφού του, καταγράφοντας την αργοπορημένη αντίδραση της κατάρρευσης του λίγες ώρες αργότερα, στον γάμο του πατέρα του, όπου μέσα από ένα συνεχόμενο κυκλικό πλάνο 360ο καταγράφεται στο φόντο, η πραγματική αιτία και ο φόβος της κοινωνικής κατακραυγής, που έσπρωξαν τον φαινομενικά ήπιο Λοίκ να συμμετέχει στο σοκαριστικό φονικό.
Ιφιγένεια Καλαντζή, θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου