Εάν υπάρχει αυτό που αποκαλούμε κοινωνική συνείδηση, συλλογικό εγώ και συλλογική μνήμη, τότε σίγουρα το παρελθόν διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή τους. Ποτέ κανένας δεν είναι ίδιος με κάποιον προηγούμενο. Μπορεί να είναι καλύτερος ή χειρότερος, αλλά ποτέ ίδιος. Μέσα, όμως, και στον καλύτερο και τον χειρότερο άνθρωπο, το παρελθόν είναι ενεργό, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, με θετική ή αρνητική κατεύθυνση. Και στην κοινωνία σαν σύνολο.
Πριν από λίγες μέρες, είδα στην Ντόιτσε Βέλε (Deutsche Welle), στην εξαιρετική σειρά D-File, ένα πρόγραμμα με τίτλο «Η αποτυχία της δικαιοσύνης μετά τον πόλεμο». Μια καινούργια συγκλονιστική έρευνα του Christoph Weber, με τη συνδρομή πολλών ερευνητών, ιστορικών και δικαστικών, όπως οι Falco Werkentin, Jochen Kuhlmann, Norbert Frei κ.ά., για το πώς ενσωματώθηκαν μετά τον πόλεμο στη γερμανική δικαιοσύνη οι ναζί και πώς τα εγκλήματα των υπευθύνων για μαζικές εκτελέσεις συγκαλύφθηκαν από το καθεστώς της Δυτικής Γερμανίας. Μού θύμισε πώς ενσωματώθηκαν οι δοσίλογοι και οι συνεργάτες των ναζί στην Ελλάδα, αντί να λογοδοτήσουν για τις προδοτικές εγκληματικές τους ενέργειες. Μόνο που στη Γερμανία, η κλίμακα των εγκλημάτων και ο αριθμός των εγκληματιών αποτελούν ποιοτικά και ποσοτικά πολύ μεγαλύτερα μεγέθη.
Ίσως, 70 χρόνια μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τα εγκλήματα αυτά και η ατιμωρησία που έδωσε άφεση στους δράστες, να μην είχαν μεγάλη σημασία εάν οι συνέπειές τους δεν ανιχνεύονταν στις σημερινές κοινωνίες και εάν οι σύγχρονες πολιτικές δεν κουβαλούσαν μέσα τους στοιχεία από τα εγκλήματα, τις ιδέες που τα προκαλούσαν, τα συστήματα που τα εφάρμοσαν, τους ανθρώπους που τα εκτέλεσαν. Και δεν αναφέρομαι μόνο, ούτε κυρίως, στα νεοφασιστικά κινήματα που δυναμώνουν σε όλη την Ευρώπη. Αναφέρομαι στα δημοκρατικά καθεστώτα που ακολουθούν πολιτικές που δείχνουν πόσο δύσκολο ή/και ανεπιθύμητο σε σημαντικό βαθμό είναι να απαλλαγούν οι κοινωνίες από την επιρροή του σκοτεινού τους παρελθόντος.
Και μια και το πρόγραμμα της Deutsche Welle αναφέρεται στη Γερμανία, άθελά μου έκανα τη σύγκριση ανάμεσα στο πως μεταχειρίζεται η Γερμανία τους Τούρκους αγωνιστές που συλλαμβάνονται και εκδίδονται στην Τουρκία με κατηγορίες για συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση ή σε συνδικάτο και πως μεταχειρίστηκε χιλιάδες ναζί εγκληματίες που βαρύνονταν με την εξόντωση εκατομμυρίων ανθρώπων με τον πιο κτηνώδη τρόπο. Και δεν μπορώ να αποφύγω να σκεφτώ πώς αντιμετωπίζει το γερμανικό καθεστώς ολόκληρη την Ελλάδα, μια χώρα που ο λαός της πρωτοστάτησε στον αγώνα εναντίον των ναζί.
(Παρακάτω, παραθέτω τα στοιχεία που κατέγραψα από την εκπομπή της Deutsche Welle)
Στέλιος Ελληνιάδης
Πώς η Γερμανία συγκάλυψε τους ναζί εγκληματίες
1945: Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τελείωσε, οι γερμανικές πόλεις ήταν ερείπια. Η περίοδος των ναζί, στην οποία οι Γερμανοί έκαναν αμέτρητα ασύλληπτα εγκλήματα, τελείωσε με τη νίκη των συμμαχικών δυνάμεων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της νεότερης έρευνας, περισσότεροι από 500.000 Γερμανοί συμμετείχαν στις εκτελέσεις και τις μαζικές δολοφονίες που πραγματοποίησε το ναζιστικό καθεστώς. Συμμετείχαν σε πράξεις εναντίον αθώων και ανυπεράσπιστων ανθρώπων που δηλητηριάστηκαν με αέρια, βασανίστηκαν μέχρι θανάτου, πυροβολήθηκαν και πέθαναν από την πείνα.
Στην αρχή, οι σύμμαχοι ανέλαβαν τις έρευνες για τους ναζί εγκληματίες. Την τελευταία στιγμή διέσωσαν σημαντικούς φακέλους που περιέχουν στοιχεία για τα φρικτά εγκλήματα και τους αυτουργούς τους. Ποιος ήταν ποιος και πού. Ποιος έδινε τις εντολές για να γίνουν οι φόνοι και ποιος τις εκτελούσε. Οι ηγετικές μορφές των εγκληματιών δικάστηκαν στο Διεθνές Στρατιωτικό Δικαστήριο της Νυρεμβέργης. Το δικαστήριο κήρυξε τον κατηγορούμενο Γκέρινγκ ένοχο και τον καταδίκασε σε θάνατο με απαγχονισμό. Και άλλους. Ακόμα και μετά τις δίκες της Νυρεμβέργης, οι σύμμαχοι συνέχισαν την παραπομπή των ναζί εγκληματιών. Έστειλαν στα συμμαχικά δικαστήρια πάνω από 50.000.
Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύθηκε το 1949. Αμέσως με την πρώτη του δήλωση ο νέος κυβερνήτης καγκελάριος Αντενάουερ ξεκαθάρισε ότι η αποναζιστικοποίηση από τους συμμάχους θα σταματήσει, λέγοντας ότι «Πολύ κακό και δυστυχία προξενήθηκε από τη διαδικασία αποναζιστικοποίησης.»
Ο ίδιος ο Αντενάουερ δεν ήταν πρώην ναζί, τον ενδιέφερε η εξουσία. Γι’ αυτό οι πολιτικές του είχαν απήχηση στους Γερμανούς. Γνώριζε τα ευρήματα των μυστικών αμερικανικών δημοσκοπήσεων που έδειχναν ότι οι περισσότεροιΓερμανοί και μετά τον πόλεμο θεωρούσαν το ναζισμό σαν μία καλή ιδέα που εφαρμόστηκε με κακό τρόπο.
Οι ναζί είχαν ψήφους και οι άνθρωποι στην εξουσία ήθελαν αυτές τις ψήφους. Σαν αποτέλεσμα ο Αντενάουερ προσάρμοσε τις πολιτικές του στη θέληση του πληθυσμού. Και σταμάτησε τις διώξεις των ναζί εγκληματιών. Η κυβέρνησή του αμέσως εφάρμοσε ένα νόμο που έδινε αμνηστία στα λιγότερα σοβαρά εγκλήματα της ναζιστικής περιόδου. Ήταν ένας από τους πρώτους νόμους που πέρασε η γερμανική Βουλή, πολύ γρήγορα πριν το τέλος του 1949, παρά τη δυσαρέσκεια και την κριτική της συμμαχικής επιτροπής για τις διώξεις. Αυτός ο νόμος έστειλε ένα μήνυμα. Η αντιμετώπιση των ναζιστικών εγκλημάτων δεν αποτελούσε προτεραιότητα. Ο Αντενάουερ ήθελε οι φάκελοι χιλιάδων ναζί εγκληματιών να μείνουν στο συρτάρι κλειδωμένοι. Τον βόλευε ότι μόνο οι Αμερικάνοι είχαν πρόσβαση σ’ αυτούς τους φακέλους.
Εγκληματίες υπεράνω πάσης υποψίας
Ένας απ’ αυτούς τους φακέλους αναφερόταν στον αξιωματικό των SS Φρίντριχ Ένγκελ. Η περίπτωση του εξηγεί πώς οι ναζί εγκληματίες απέφυγαν τη δίωξη στη Γερμανία. Ο Φρίντριχ Ένγκελ στάλθηκε στην Ιταλία το 1944 όταν έγινε μια σοβαρή επίθεση των παρτιζάνων στα γερμανικά στρατεύματα. Έγινε διοικητής της Ασφάλειας στη Γένοβα. Μετά από μία επίθεση των παρτιζάνων κατά την οποία πέντε Γερμανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, ο Ένγκελ εκδικήθηκε σκοτώνοντας 59 Ιταλούς κρατούμενους στο δάσος, βόρεια της πόλης. Η άγρια εκτέλεση και άλλες σφαγές χάρισαν στον Ένγκελ το προσωνύμιο «ο χασάπης της Γένοβα». Ο Ένγκελ είχε την ειδικότητα να σκοτώνει τους κρατούμενος έναν έναν για να παρακολουθούν οι άλλοι την εκτέλεσή τους. Όταν ο αμερικανικός στρατός απελευθέρωσε την Ιταλία, το 1945, συνέλαβε διάφορους αξιωματικούς των SS που προσπαθούσαν να διαφύγουν και ο Ένγκελ ήταν μεταξύ αυτών. Οι Αμερικάνοι τον έφεραν κοντά στην Φρανκφούρτη, όπου ανακρίθηκε σε ένα στρατόπεδο κράτησης. Οι Αμερικάνοι ήξεραν με ποιον έχουν να κάνουν, αλλά ο Ένγκελ κατάφερε να δραπετεύσει το 1947. Έφυγε από τη ζώνη των συμμάχων για να πάει ανατολικά. Κανένας δεν τον καταζητούσε εκεί κι έτσι δούλεψε σαν αγρότης, αλλά γρήγορα γύρισε στη Δύση και κατάφερε να έρθει σε επαφή με παλιούς γνωστούς από τις μέρες των SS που τον τοποθέτησαν σε μία εταιρία ξυλείας στο Αμβούργο.
Στην αρχή της δεκαετίας του ’50, στην Ομοσπονδιακή Γερμανία η ζωή επέστρεφε στην κανονικότητα. Χρειαζόταν προσωπικό για τα υπουργεία και τις υπηρεσίες του κράτους. Ηκυβέρνηση αναγκάστηκε να στραφεί σ’ εκείνους που είχαν διοικητικά πόστα και είχαν εκδιωχθεί από τους συμμάχους το 1945 χαρακτηρισμένοι σαν συνεργάτες των ναζί. Αλλά πώς θα μπορούσε η κυβέρνηση να επιτρέψει την επιστροφή των εμπλεκομένων αξιωματούχων χωρίς να προκαλέσει την αντίδραση των συμμάχων; Πώς θα μπορούσαν ακόμα και οι πρώην Γκεσταπίτες να προσληφθούν ξανά; Η λύση δόθηκε με το νόμο 131, ο οποίος με μία διάταξη επέτρεψε σε 50.000 ναζί αξιωματούχους να επιστρέψουν στην υπηρεσία στη νεαρή Ομοσπονδιακή Δημοκρατία. Ο νόμος 131 έδινε επίσης τη δυνατότητα σε πρώην ναζί δικηγόρους να δουλέψουν στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Όλες οι εσωτερικές διασυνδέσεις βοήθησαν γι’ αυτό. Γνωρίζονταν στο υπουργείο Δικαιοσύνης από την εποχή των ναζί και βοηθιούνταν μεταξύ τους. Το υπουργείο Δικαιοσύνης γρήγορα μετατράπηκε σε άντρο των πρώην ναζί. Ήταν σαν να βάζεις μια αλεπού να φυλάει τις χήνες. Πρώην μέλη του ναζιστικού κόμματος αναλάμβαναν τις υποθέσεις εναντίον των ναζί εγκληματιών που επαναπροσλήφθηκαν κλείνοντάς τες με την εκτίμηση ότι δεν υπήρχε τίποτα επιλήψιμο στη συμπεριφορά τους από το 1933 ως το 1949. Αυτό ήταν το σύνηθες αποτέλεσμα. Δεν έχει βρεθεί ούτε μία υπόθεση στην οποία να έχει παρθεί ένα οποιοδήποτε μέτρο εναντίον κάποιου υπαλλήλου στο υπουργείο.
Ενώ οι λειτουργοί του νόμου με ύποπτο παρελθόν είχαν αυτή τη μεταχείριση στη Δυτική Γερμανία, η Ανατολική Γερμανία ακολούθησε ένα διαφορετικό μονοπάτι. Κάτω από την πίεση της Σοβιετικής Ένωσης, το κομμουνιστικό καθεστώς έπρεπε να δείξει ότι χειριζόταν δυναμικά το φασιστικό παρελθόν. Για το λόγο αυτό, όλοι οι δικηγόροι και δικαστές που ήταν με το ναζιστικό καθεστώς εκδιώχτηκαν από τις υπηρεσίες. Υπήρχε, όμως, μεγάλη ανάγκη από νομικούς, επειδή η Σοβιετική Ένωση προχώρησε την αποναζιστικοποίηση πιο δραστικά από τους δυτικούς. Για να καλυφτεί αυτό το κενό, το κράτος άρχισε να εκπαιδεύει πολίτες για λαϊκούς δικαστές, το 1949. Ανθρακωρύχοι, γραμματείς και ταχυδρομικοί εκπαιδεύτηκαν να γίνουν νομικοί και γρήγορα τους δόθηκαν τα πρώτα καθήκοντα να ασκήσουν διώξεις εναντίον των ναζί εγκληματιών που ήταν φυλακισμένοι στα σοβιετικά στρατόπεδα. Οι δίκες συνήθως διαρκούσαν 20 έως 30 λεπτά. Υπήρχε μόνο ένας συνήγορος υπεράσπισης για τρεις χιλιάδες κατηγορούμενους, κι αυτός ο δικηγόρος ήταν επίσης ένας από τους λαϊκούς δικαστές μεταμφιεσμένος σε συνήγορο υπεράσπισης. Ήταν κι αυτό μέρος της παράστασης.
Σ’ αυτή την περίοδο, ο Φρίντριχ Ένγκελ ήταν στο Αμβούργο πίσω από μία βιτρίνα κανονικής ζωής. Μοιραζόταν αυτή την τύχη με χιλιάδες άλλους ναζί εγκληματίες που ζούσαν στη Γερμανία μη εντοπισμένοι. Δεν ήταν ούτε καταζητούμενοι ούτε διωκόμενοι. Το 1994, τους δόθηκε αμνηστία με ένα νέο νόμο. Αυτός ο νόμος τους έδινε τη δυνατότητα να βγουν στο προσκήνιο. Ο νόμος έδινε την ευκαιρία στους ναζί εγκληματίες που κρύβονταν, να ζήσουν ξανά με τα αληθινά τους ονόματα χωρίς το φόβο ποινικής δίωξης. Αυτό που είναι πιο εκπληκτικό είναι γιατί κανένας δεν ρώτησε γιατί ζούσαν παράνομα. Οποιαδήποτε προσπάθεια να λογοδοτήσουν οι ναζί εγκληματίες σταμάτησε στα μέσα της δεκαετίας του 1950. Αλλά δεν υπήρχαν μόνο οι αυτουργοί. Υπήρχαν και εκατομμύρια θύματα. Λίγα είχαν επιβιώσει. Στέκονταν και παρατηρούσαν πλήθος διώξεων να παύουν και οι δράστες να ζουν ανοιχτά και ανενόχλητα στην κοινωνία.
Ναζί δικαστές στη Δυτική Γερμανία
Το 1958, η εποχή των δικών των ναζί στη Γερμανία τελείωνε. Ήταν μεγάλη έκπληξη η έναρξη μιας δίκης εναντίον δέκα υψηλόβαθμων SSμε αφορμή την προσφυγήενός από τους δράστες που διεκδικούσε τη θέση που είχε παλιά στο δημόσιο τομέα. Η επακόλουθη έρευνα που έγινε έδειξε ότι αυτός ήταν μέλος μιας ομάδας που ήταν υπεύθυνη για μαζικές εκτελέσεις στη Λιθουανία. Υπήρξε μεγάλη δημοσιότητα και όλες οι καταθέσεις των μαρτύρων δημοσιεύονταν λεπτομερώς. Όλες οι φοβερές μαρτυρίες μπήκαν σε όλα τα γερμανικά σαλόνια. Ήταν η πρώτη φορά που άκουγαν για τις θηριωδίες των ναζί και μετά απ’ αυτή τη δίκη οι άνθρωποι ήταν φρικαρισμένοι. Υπήρχαν αποδείξεις ότι οι κατηγορούμενοι είχαν εκτελέσει πάνω από 5.000 πολίτες, αλλά, στο τέλος, δεν βρέθηκαν ένοχοι για φόνο. Είχαν ενεργήσει μόνο σαν εργαλεία του Χίτλερ, σύμφωνα με το δικαστήριο, δεν ήταν αυτουργοί, ήταν δήμιοι. Μετά απ’ αυτή την απόφαση, κάθε απόφαση εναντίον ναζί εγκληματιών αρχίζει με τη θέση ότι οι κύριοι αυτουργοί είναι ο Χίτλερ, ο Χίμλερ και ο εσωτερικός τους κύκλος, αυτοί είναι οι κύριοι δράστες. Κι αυτό κάνει όλους τους άλλους απλά εξαρτήματα ανεξάρτητα από το τι έχουν κάνει. Ακόμα και υψηλόβαθμα στελέχη, χαρακτηρίζονται ως εξαρτήματα. Αυτή η απόφαση καθόρισε το πώς εφεξής η Δυτική Γερμανία διαχειρίστηκε τους ναζί εγκληματίες. Ξαφνικά, χιλιάδες δράστες χαρακτηρίστηκαν απλά εξαρτήματα που ακολουθούσαν εντολές.
Αυτή η απόφαση και οι συνέπειές της δέχτηκαν εντονότατη κριτική από άλλες χώρες. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας έπρεπε να αντιδράσει. Δημιούργησε μια νέα αρχή, την «Κρατική Υπηρεσία για τη διερεύνηση των ναζιστικών εγκλημάτων». Εκείνη την εποχή, η καριέρα του Φρίντριχ Ένγκελ πήγαινε καλά. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι, μετά τον πόλεμο, στην Ιταλία, είχαν συγκεντρωθεί αποδεικτικά στοιχεία για τα εγκλήματά του. Οι ερευνητές συγκέντρωσαν μαρτυρίες με λεπτομέρειες και εκταφίασαν τα θύματά του για να προσδιορίσουν με μεγάλη ακρίβεια τι ακριβώς είχε συμβεί. Σαν αποτέλεσμα προέκυψε με ποίου τις διαταγές έγιναν οι εκτελέσεις. Το 1956, ο Ιταλός Υπουργός Εξωτερικών, Γκαετάνο Μαρτίνο, συναντήθηκε με τον καγκελάριο Αντενάουερ για εμπιστευτικές συνομιλίες σχετικά με την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ. Ο Αντενάουερ είπε ότι θα εντασσόταν η Γερμανία στο ΝΑΤΟ εάν έπαυαν οι διώξεις εναντίον πρώην Γερμανών στρατιωτών στις διάφορες χώρες. Και τότε υπήρξε μια εκρηκτική συμφωνία. Εκατοντάδες φάκελοι για εγκλήματα πολέμου αποσύρθηκαν από την κυκλοφορία και κλειδώθηκαν στα αρχεία. Σ’ αυτούς τους φακέλους περιλαμβανόταν και ο φάκελος του Φρίντριχ Ένγκελ. Αυτό έθεσε πολλές έρευνες και σε άλλες χώρες στον πάγο.
Συγκάλυψη και αποκάλυψη
Αλλά σύντομα η φήμη της Δυτικής Γερμανίας υπέστη άλλο ένα πλήγμα. Η Συναγωγή στην Κολονία σημαδεύτηκε με μια σβάστικα. Ήταν η αρχή μιας νέας αντισημιτικής εκστρατείας σπίλωσης σε όλη τη Γερμανία. Η διεθνής κοινότητα ανησύχησε. Ήταν η Γερμανία ακόμα μια ναζιστική χώρα; Έγιναν διαδηλώσεις στο Λονδίνο για τα αντισημιτικά επεισόδια στη Δυτική Γερμανία. 50.000 άνθρωποι έκαναν σιωπηλή πορεία μπροστά από τη γερμανική πρεσβεία. Η γερμανική κυβέρνηση όφειλε επειγόντως να εξηγήσει τα συμβάντα στον κόσμο. Στην αρχή, υποπτεύθηκαν ότι πράκτορες της Ανατολικής Γερμανίας είχαν περάσει στη Δυτική Γερμανία για να πλήξουν την αξιοπιστία και να δυσφημήσουν τη χώρα χαράσσοντας σβάστικες σε τοίχους και σε τάφους. Αντιδρώντας η Ανατολή έθιξε ένα ξινό σημείο για τη Βόννη. Στο ανατολικό Βερολίνο, σε μια διεθνή συνέντευξη Τύπου, απέδειξαν ότι ο Αντενάουερ είχε διορίσει 600 ναζιστές στο δικαστικό σώμα. Η Ανατολική Γερμανία παρουσίασε ντοκουμέντα που ξεκάθαρα αποδείκνυαν το ναζιστικό παρελθόν πολλών ατόμων στο δικαστικό σώμα της Δυτικής Γερμανίας. Το παρελθόν αυτών των ανθρώπων τεκμηριωνόταν. Η Ανατολική Γερμανία τοποθετούσε έτσι τον εαυτό της πολύ αποτελεσματικά σαν ένα αντιφασιστικό κομμουνιστικό κράτος που είναι αντίθετο στη δημοκρατία του Αντενάουερ. Αλλά η Ανατολική Γερμανία πήγε παραπέρα. Για να εκθέσει τους εμπλεκόμενους δικαστές, προσφέρθηκε να δημοσιοποιήσει τους φακέλους για θανατικές καταδίκες που επιβλήθηκαναπόδικαστές του ναζιστικού καθεστώτος. Στα τέλη της δεκαετίας του ’50, η Ανατολική Γερμανία ζήτησε από όλους τους εισαγγελείς στη Δυτική Γερμανία να ενημερωθούν για τους φακέλους που εμπλέκουν πολλούς ανθρώπους με ναζιστική δράση. Η απάντηση ήταν όχι. Μην ανακατεύεστε, είπαν οι δυτικοί στους ανατολικούς.
Μέσα στη βαβούρα που δημιουργήθηκε, κάποιοι φάκελοι πέρασαν στη Δυτική Γερμανία και αποτέλεσαν μέρος ενός υλικού για μια έκθεση που στήθηκε από φοιτητές του δυτικού μέρους, το 1959. Με τίτλο «Ατιμώρητοι ναζί δικαστές» αποκάλυπτε τα ονόματα ναζί δικαστών που έκαναν ανεμπόδιστα καριέρα στη Δυτική Γερμανία μετά τον πόλεμο. Ο διορισμός ατόμων που ήταν μπλεγμένοι με το Γ΄ Ράιχ σήμαινε ότι οι πράξεις τους είχαν αναδρομικά νομιμοποιηθεί και υποβαθμιστεί. Τα ντοκουμέντα ήταν σίγουρα γνήσια. Η έκθεση πήρε έγκριση από ψηλά όταν ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας και διάσημος πολιτικός του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Max Güde πήγε στην Καρλσρούη για να ελέγξει το υλικό και αποφάνθηκε ότι είναι αυθεντικό. Οι οργανωτές της έκθεσης υπέβαλαν μηνύσεις εναντίον 43 εν ενεργεία δικαστών. Μια τεράστια χιονοστιβάδα μηνύσεων ξέσπασε. Δεν οδήγησε σε δίκες, αλλά έγιναν έρευνες. Όλες αυτές οι υποθέσεις δεν είχαν συνέχεια, αλλά οι επιτροπές δικαιοσύνης των εθνικών και πολιτειακών Κοινοβουλίων μπόρεσαν να διαμορφώσουν μια γνώμη για το ποιοι πραγματικά δικαστές εργάζονταν γι’ αυτούς. Το υπουργείο Δικαιοσύνης προσπάθησε να απαλλαγεί από τις χειρότερες περιπτώσεις με το νόμο του 1961 που πρόβλεπε πρόωρη συνταξιοδότηση για τους δικαστές. 49 δικαστές βγήκαν στη σύνταξη μ’ αυτή τη ρύθμιση. Η κυβέρνηση της Δυτικής Γερμανίας ήταν ευτυχής. Το δικαστικό σώμα είχε αποκατασταθεί.
Αλλά μετά, ένα νέο σοβαρό ζήτημα προέκυψε. Το 1962, αποκαλύφθηκε ότι ο νέος ομοσπονδιακός εισαγγελέας ήταν ναζί εγκληματίας. Ο δικαστής από την Βόννη ξεσκεπαζόταν με αδιάσειστα στοιχεία από τα αρχεία της Ανατολικής Γερμανίας σαν συστηματικός δολοφόνος. Με τα δικά του γράμματα έστελνε στο θάνατο ανθρώπους επειδή είχαν κλέψει ένα κομμάτι ψωμί. Σε 44 υποθέσεις που οι αρχικές ποινές ήταν φυλάκιση, αυτός είχε ζητήσει να μετατραπούν σε θανατικές. Έτσι, ο ομοσπονδιακός εισαγγελέας αναγκάστηκε να παραιτηθεί.
(Τέλος Α’ μέρους. Συνεχίζεται…)
*****************************************************************************
Αθώοι για μαζικά εγκλήματα
Επίσης, είχε ξεκινήσει στη Φρανκφούρτη μία δίκη εναντίον 22 αξιωματούχων. Ο άνθρωπος που έκανε ότι ήταν δυνατό για να γίνει αυτή η δίκη ήταν ο κρατικός εισαγγελέας Φριτς Μπάουερ. Ο Μπάουερ απέκτησε πάρα πολλούς εχθρούς στη Γερμανία και ιδίως στο δικαστικό σώμα, σε σημείο να πει ότι «όταν ανοίγω την πόρτα του γραφείου μου εισέρχομαι σε εχθρικό έδαφος». Στη δίκη για το Άουσβιτς ακολούθησε μια νέα ριζοσπαστική νομική στρατηγική. Ήθελε ο καθένας που εργάστηκε σε στρατόπεδα συγκέντρωσης να καταδικαστεί για συμμετοχή σε μαζική δολοφονία. Ο Φριτς Μπάουερ ήθελε να αναγνωριστεί το ολοκαύτωμα σαν έγκλημα και ο καθένας που συμμετείχε σ’ αυτό να θεωρείται εγκληματίας, ή συνεργός ή οτιδήποτε. Αλλά κάθε περίπτωση που αποκαλύπτεται, να είναι συνδρομή σ’ αυτή μαζική δολοφονία. Αλλά ο Φριτς Μπάουερ απέτυχε. Το δικαστήριο επέμεινε στο να καταδικάζει μόνο εκείνους που η διωκτική αρχή μπορούσε να αποδείξει ότι διέπραξαν συγκεκριμένα εγκλήματα. Τα εγκλήματα έπρεπε να αποδεικνύονται πολύ συγκεκριμένα, σαν να φωτογραφίζονται. Εάν αυτό δεν ήταν δυνατό, τότε τίποτα κακό δεν αποδεικνυόταν. Οι συνήγοροι των κατηγορουμένων άρχισαν να αμφισβητούν τις καταθέσεις των μαρτύρων. Οι μάρτυρες, θύματα οι ίδιοι, πιέστηκαν πολύ σκληρά για τις μνήμες τους. Πολλοί αισθάνθηκαν ότι αναγκάζονταν να δικαιολογήσουν τους εαυτούς τους για ό,τι είχαν πάθει από τους δράστες των εγκλημάτων. Οι καταθέσεις των μαρτύρων περιέγραφαν τα πιο φριχτά εγκλήματα, σαν την περίπτωση που ένας από τους κατηγορούμενους είχε πάρει ένα μωρό παιδί από το πόδι και το τσάκισε χτυπώντας το στον τοίχο. Ήταν τρομερό. Το δικαστήριο ζήτησε από τους μάρτυρες, τα θύματα, να αποδείξουν ότι τα εγκλήματα που κατέθεταν είχαν γίνει. Στο τέλος, οι 18 από τους 22 κατηγορούμενους καταδικάστηκαν για ένα τουλάχιστον συγκεκριμένο φόνο που είχαν διαπράξει. Η δίκη ήταν μοιραία για την περαιτέρω δίωξη των ναζί εγκληματιών στη Γερμανία. Η κρατική υπηρεσία που εξέταζε τα ναζιστικά εγκλήματα απέρριψε όλες τις υποθέσεις. Εάν δεν έχουμε μια εντελώς συγκεκριμένη περίπτωση, ένα συγκεκριμένο φύλακα που συνθλίβει το κεφάλι ενός Εβραίου με ένα σφυρί, ακόμα κι αν ξέρουμε ότι σαν φύλακας βοήθησε να σκοτωθούν 50.000 Εβραίοι μέσα σε έξι μήνες, δεν τον πάμε σε δίκη. Χρειαζόμαστε συγκεκριμένη εξειδικευμένη υπόθεση.
Ήταν τραυματικό για τα θύματα του Ολοκαυτώματος να βιώνουν αυτή την κατάσταση στα γερμανικά δικαστήρια που καταδίκαζαν όλο και λιγότερους ναζί εγκληματίες. Η συγκεκριμένη απόδειξη που ζητούσαν τα δικαστήρια ήταν σχεδόν αδύνατο να υπάρξει τόσα χρόνια μετά το χρόνο διάπραξης των εγκλημάτων. Αυτό προστάτεψε τους δράστες.