Τραπεζίτες και κυβέρνηση τον περασμένο Μάιο πανηγύρισαν την «επιτυχία» των ελληνικών συστημικών τραπεζών στα stress test από την Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, ουσιαστικά την ΕΚΤ. Τότε σε δύο άρθρα (οι σχετικοί σύνδεσμοι στο τέλος του παρόντος άρθρου), είχαμε περιγράψει την αδικαιολόγητη βάση των πανηγυρισμών καθώς η πραγματική κατάσταση των τραπεζών ήταν και συνεχίζει να είναι άκρως προβληματική.

Οι τραπεζικές μετοχές βυθίζονται

Οι πανηγυρικές ανακοινώσεις, για ακόμα μία φορά μόνο για εσωτερική κατανάλωση, φυσικά δεν έπεισαν τις αγορές και τους ειδικούς. Έτσι ενώ κάποιοι προχωρούσαν σε διαφημιστικές καμπάνιες για την υψηλή κεφαλαιακή τους επάρκεια, οι αγορές, μετά την ολοκλήρωση των stress test, άρχισαν σταδιακά να αποτιμούν αρνητικά τις εξελίξεις. O τραπεζικός δείκτης του Χρηματιστηρίου από τις 780,38 μονάδες στις 30/4/2018 έπεσε στις 383,17 στις 3/10/2018 (μείωση 51%). Αξίζει δε να σημειωθεί ότι από τα μέσα του Αυγούστου, που έχουμε την «καθαρή έξοδο» από τα μνημόνια η πτώση έφθασε στο 36%!

Το πρόβλημα οξύνθηκε υπερβολικά αυτή την εβδομάδα με αποτέλεσμα να βρεθεί η «εύκολη» λύση ότι «για μία ακόμα φορά φταίνε οι κερδοσκόποι». Φυσικά υπάρχει κερδοσκοπία όμως αυτή στηρίζεται αφ’ ενός στην ανοχή (νομική, θεσμική και λειτουργική… «κάνω τα στραβά μάτια») των αρμόδιων αρχών και στις συνθήκες που επικρατούν στην αγορά και τις τράπεζες.

Το ερώτημα είναι τι συμβαίνει και από τη βδομάδα που μας πέρασε ξεκίνησε πάλι από τους «ειδικούς» η συζήτηση για την κατάσταση των τραπεζών ενώ μπαίνει ξανά μπροστά στην επικαιρότητα το θέμα νέας αύξησης κεφαλαίων. Σημειώνουμε εδώ ότι τον Μάιο 2018 ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα (σκορ) και ξεκίνησε η διαβούλευση των Τραπεζών με την ΕΚΤ. Το θέμα της αύξησης κεφαλαίων θα ανακοινωθεί από την εποπτική αρχή τον Νοέμβριο. Συνεπώς όσο πλησιάζουμε προς το Νοέμβριο η πίεση μεγαλώνει καθώς όπως έχουν δηλώσει οι ιδιώτες μεγαλομέτοχοι των τριών τουλάχιστον τραπεζών (Alpha, Eurobank, Πειραιώς) δεν είναι στις προθέσεις τους η αύξηση κεφαλαίου με καταβολή μετρητών.

Βασικό πρόβλημα των τραπεζών παραμένει η διαχείριση των ανείσπρακτων δανείων. Η μείωση των «κόκκινων δανείων» προέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος (50%-60%) από διαγραφές παλαιών ανείσπρακτων δανείων και από πωλήσεις δανείων χωρίς εγγυήσεις έναντι ευτελούς τιμήματος (ακόμα και 3%!)

Η μαύρη τρύπα των «κόκκινων δανείων»

Η συνεχής επανεμφάνιση του προβλήματος της κατάστασης των τραπεζών μετά από τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις 65 δισ. ευρώ και την ριζική τροποποίηση της νομοθεσίας για να εξυπηρετηθούν τα συμφέροντά τους σε βάρος των δανειοληπτών σηματοδοτεί μια κατάσταση όπου: α) οι τράπεζες μετά από οκτώ χρόνια ρυθμίσεων προβληματικών δανείων και καταγραφής ζημιών αδυνατούν να διαχειριστούν την κατάσταση και β) το μέλλον κάθε άλλο παρά ευνοϊκό μπορεί να είναι καθώς δεν φαίνεται ότι μεσοπρόθεσμα θα μπορέσουν να χρηματοδοτήσουν επαρκώς την οικονομία για να συμβάλουν στην ζητούμενη ανάπτυξη.

Το πρόβλημα είναι τα «κόκκινα δάνεια» και οι συνέπειές τους. Αν πάρουμε υπόψη την ευνοϊκή πλευρά, ότι η οικονομία σχετικά βελτιώθηκε μετά το 2016, οι «επιτυχίες» των τραπεζών στην αντιμετώπιση των κόκκινων δανείων είναι πενιχρότατες. Τα προβληματικά δάνεια από 106,3 δισ. ευρώ στο τέλος 2016 μειώθηκαν σε 95,7 δισ. ευρώ στο τέλος 2017 και σε 88,6 δισ. στο τέλος Ιουνίου 2018. Αυτή η μείωση δεν είναι αποτέλεσμα της βελτίωσης της κατάστασης της οικονομίας και κατ’ επέκταση των εισοδημάτων, ώστε να ξεκινήσουν τα δάνεια να εξυπηρετούνται. Η μείωση προέρχεται στο μεγαλύτερο μέρος (50%-60%) από διαγραφές παλαιών ανείσπρακτων δανείων για τα οποία είχαν σχηματιστεί προβλέψεις και από πωλήσεις δανείων χωρίς εξασφαλίσεις (εγγυήσεις) έναντι ευτελούς τιμήματος (ακόμα και 3%!). Πρόκειται για το εύκολο τμήμα καθώς αφορά τους λεγόμενους «σκελετούς» στα χαρτοφυλάκια των τραπεζών. Οι εισπράξεις μέσω ρυθμίσεων είναι πολύ λίγες συγκριτικά και το σύνηθες φαινόμενο είναι να εφαρμόζονται για μικρό χρονικό διάστημα, μετά τα δάνεια ξαναγίνονται προβληματικά. Οι βασικές αιτίες της επαναφοράς των δανείων σε προβληματικά είναι α) οι μη ρεαλιστικές λύσεις «ρύθμισης» που επιβάλλουν οι τράπεζες στους δανειολήπτες, και β) η πραγματική αδυναμία των δανειοληπτών να ανταποκριθούν καθώς οι συνθήκες της οικονομίας, παρά τους πανηγυρισμούς της κυβέρνησης, δεν οδηγούν σε βελτίωση των εισοδημάτων.

Όπως είναι γνωστό οι τράπεζες στα αποτελέσματα του β’ τριμήνου 2018 κατέγραψαν «νέα» κόκκινα δάνεια που υπερβαίνουν εκείνα για τα οποία εφαρμόστηκε ρύθμιση.

Βασική αιτία ο σημαντικός αριθμός επανεμφάνισης ήδη ρυθμισμένων δανείων ως κόκκινα μετά το τέλος της περιόδου χάριτος ή της μειωμένης δόσης. Επίσης αξίζει να σημειωθεί, το λένε οι αναλυτές των διεθνών οίκων, ότι οι ρυθμίσεις πραγματοποιούνται με ρυθμούς χαμηλότερους των αρχικών προσδοκιών μετά την εφαρμογή των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και του φόβου που εκτιμούσαν ότι θα προκαλέσει στους δανειολήπτες, ώστε να πιεστούν για ρυθμίσεις. Πρακτικά αυτά τα στοιχεία αποδεικνύουν τα «όρια» της οικονομίας και συνεπώς την πραγματική αδυναμία αποπληρωμής ενός μεγάλου του δανεισμού που κινείται, στα σημερινά επίπεδα χαρτοφυλακίων των τραπεζών (έχουν «πουληθεί» οι «σκελετοί») γύρω στο 50%.

Η αδυναμία επίτευξης των νέων στόχων

Ενώ είναι προφανής η αδυναμία των τραπεζών να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα των κόκκινων δανείων η εποπτική αρχή έθεσε νέους, ακόμα υψηλότερους και πιο δύσκολους στόχους για την περίοδο 2019-2021. Έναντι μείωσης 17,7 δισ. ευρώ των κόκκινων δανείων στην περίοδο 2016/1-2018/6 η εποπτική αρχή απαιτεί τη μείωσή τους κατά 53,6 δισ., ουσιαστικά 4 δισ. για κάθε μία τράπεζα ετησίως για την περίοδο έως και το τέλος 2021. Μια τέτοια εξέλιξη είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί με την κατάσταση της οικονομίας όπως έχει προδιαγραφεί, όχι από τους απαισιόδοξους αλλά από το μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα της κυβέρνησης για την ίδια περίοδο και με το δεδομένο της συνεχούς αφαίμαξης της οικονομίας με τη δέσμευση για ψηλά πλεονάσματα πάνω από 3,5% του ΑΕΠ.

Τα παραπάνω μεγέθη, μείωσης των προβληματικών δανείων, δεν είναι δυνατόν να επιτευχθούν όχι μόνο γιατί δεν ανταποκρίνονται στις συνθήκες της οικονομίας αλλά και γιατί η σημερινή δομή και τα αποτελέσματα των ισολογισμών των τραπεζών δεν μπορούν να αντέξουν το σοκ από τη μείωση των κεφαλαίων που θα επέλθει. Τα αποτελέσματα των τραπεζών του Α΄ εξαμήνου 2018 είναι ενδεικτικά αυτής της αδυναμίας. Τα έσοδα προ προβλέψεων δεν θα μπορούν να καλύψουν τις ζημιές από τη βίαιη μείωση των προβληματικών δανείων.

Παράλληλα η ελληνική οικονομία είναι αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, παρά τις προσπάθειες 9 ετών. Ο αποκλεισμός, λόγω απαγορευτικών επιτοκίων, διαμορφώνει ένα ασφυκτικό κλίμα για την κάλυψη των δανειακών αναγκών του δημοσίου (εδώ υπάρχει προς το παρόν το «μαξιλάρι» του αποθεματικού των 30 δισ. ευρώ για δύο χρόνια) αλλά κυρίως των τραπεζών, που δεν έχουν εναλλακτική δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων.

Η αδυναμία μέχρι σήμερα εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων των τραπεζών και οι νέοι ανέφικτοι στόχοι βάζουν για μία ακόμα φορά το θέμα μιας νέας γενναίας αύξησης κεφαλαίων για τις τράπεζες για να «αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις»… Για το πως θα γίνει, με δεδομένη την αρνητική διάθεση των ιδιωτών μεγαλομετόχων, αναζητούνται λύσεις. Σκοπός για μία ακόμα φορά η μετακύλιση του κόστους στο λαό αλλά με «τρόπο, μη μας πάρουν χαμπάρι». Έτσι ακούγονται σενάρια… για εγγυοδοτικό σχήμα με τη συμμετοχή του δημοσίου, δηλαδή με τα χρήματα του λαού, για να αγοράσουν μεγάλο μέρος των προβληματικών δανείων. «Το έργο» το έχουμε ξαναδεί. Η κυβέρνηση Τσίπρα έδωσε φορολογική ασυλία στις τράπεζες μέσω του αναβαλλόμενου φόρου (δεν πληρώνουν φόρους αξίας συνολικά 20 δισ. ευρώ μέχρι το 2035) και αυτές αξιοποιούν το εργαλείο κατά την κρίση τους, αλλά σαφώς όχι για τα στεγαστικά του λαού, από τον οποίο απαιτούν την πλήρη εξόφληση των οφειλών.

Συνεπώς επειδή δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, η κατάσταση των τραπεζών είναι τουλάχιστον πολύ δύσκολη (επιεικής έκφραση για να μην προκαλέσουμε), οι στόχοι αδύνατοι και η κεφαλαιακή τους επάρκεια όπως είχαμε αναφέρει και στο παρελθόν «αέρας κοπανιστός»… Επί συνόλου κεφαλαίων 29,2 δισ. ευρώ τα 20,2 δισ. δεν είναι «ζεστά» κεφάλαια στα αποθεματικά τους, αλλά «υποσχετικές» για μελλοντικά κεφάλαια, αναβαλλόμενοι φόροι. Μόλις τα 9 δισ. είναι πραγματικά – υπαρκτά κεφάλαια σήμερα. Άρα δεν είναι μόνο οι κερδοσκόποι αλλά και αυτοί που συνεργούν στην παρούσα προβληματική κατάσταση των τραπεζών.

Η ελληνική οικονομία είναι αποκλεισμένη από τις διεθνείς αγορές, λόγω απαγορευτικών επιτοκίων. Διαμορφώνεται έτσι ένα ασφυκτικό κλίμα για την κάλυψη των δανειακών αναγκών του δημοσίου (προς το παρόν υπάρχει το «μαξιλάρι» του αποθεματικού των 30 δισ. ευρώ) και κυρίως των τραπεζών, που δεν έχουν εναλλακτική δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων.

Προς νέα χρηματοδότηση των τραπεζών

Σενάρια μεταφοράς των ζημιών στους πολίτες

Η κυβέρνηση αν και όφειλε να έχει κατανοήσει το πρόβλημα από το Μάιο με τα Stress Test «πιάστηκε αδιάβαστη» στην παρούσα όξυνσή του. Η πολιτική κίνηση στην οποία προχώρησε στις 2/10/2018 ήταν η μεταφορά της αρμοδιότητας παρακολούθησης των τραπεζών από τον αντιπρόεδρο της κυβέρνησης Γιάννη Δραγασάκη στον Αλέκο Φλαμπουράρη, υπουργό Επικρατείας. Σκοπός, όπως παρουσιάστηκε αυτή η αλλαγή, είναι ο καλύτερος συντονισμός του κυβερνητικού έργου προκειμένου να βρεθούν άμεσες λύσεις στα προβλήματα.

Με την αλλαγή αυτή ακολουθούν και τα σχετικά σενάρια «λύσεων». Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει πολλά εναλλακτικά. Ενδεικτικά τα σενάρια κάνουν λόγο για: α) δημιουργία Bad Bank που θα απορροφήσει ένα μέρος από τα προβληματικά δάνεια, β) δημιουργία οχημάτων ειδικού σκοπού είτε κεντρικά είτε ανά τράπεζα για την απομάκρυνση από τις τράπεζες του μη υγιούς τμήματος του χαρτοφυλακίου, με την έκδοση από το «όχημα» ομολόγων που θα έχουν την εγγύηση του δημοσίου, γ) την δημιουργία εταιρικού σχήματος με τη συμμετοχή ιδιωτών και του δημοσίου, στο οποίο το κράτος εγγυάται τα κεφάλαια και τη διαχείριση των μεταβιβαζομένων δανείων και δ) ακόμα και η προσωρινή κρατικοποίηση κάποιων από τις τράπεζες και πώλησή της μετά στους ιδιώτες, είδε το φως της δημοσιότητας. Τα παραπάνω είτε ως ξεχωριστά σενάρια είτε ως συνθέσεις μεταξύ τους δημιουργούν μια φιλολογία γύρω από το πρόβλημα. ‘Όλα αυτά όμως δεν απαντούν στα βασικά ερωτήματα: 1) Σε τι τιμή θα πωληθούν τα προβληματικά δάνεια; 2) Οι ζημιές που θα δημιουργηθούν από αυτές τις πωλήσεις πως θα καλυφθούν από τις τράπεζες; 3) Οι όποιες εγγυήσεις του δημοσίου και η συμμετοχή του σε εταιρικά σχήματα, πέρα από τα νομικά προβλήματα περί κρατικής βοήθειας, δημιουργούν προβλήματα στο δημόσιο χρέος, κάτι που ορισμένοι το έχουν «ξεχάσει».

Οι λύσεις που προωθούνται, όπως προαναφέρθηκαν, έχουν στόχο να αντιμετωπίσουν τεχνικά το πρόβλημα από την πλευρά των συμφερόντων των τραπεζών-τραπεζιτών με την επιβάρυνση του λαού. Για μία ακόμα φορά ο λαός θα κληθεί να πληρώσει το «μάρμαρο» μέσω της φορολογίας και των λοιπών επιβαρύνσεων, για να υπάρχουν φαινομενικά υγιείς τράπεζες. Παράλληλα, ενώ θα έχει πληρώσει για πολλοστή φορά για την σωτηρία των τραπεζών με τη μείωση των εισοδημάτων του, θα πρέπει να πληρώνει και τις δόσεις των δανείων του στα κερδοσκοπικά σχήματα, που θα έχουν δημιουργηθεί στα οποία θα έχουν μεταφερθεί τα δάνεια. Αυτή είναι η λογική της «κυβέρνησης της αριστεράς» στο θέμα των τραπεζών.

Για τα δύο προηγούμενα άρθρα δείτε:
Η «επιτυχία» των ελληνικών τραπεζών στα stress test (21/4/2018)
Πικρές αλήθειες για τα Stress Test των τραπεζών (15/5/2018)

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!