από τον Δημήτρη Ουλή

 

Τι είναι αυτό που σας δίνει χαρά; Ποιο είναι το χόμπι σας; Περιγράψτε ποιος είστε. Το μέσο δεν μου ζητά απλώς να αυτο-φακελωθώ, αλλά κυριολεκτικώς να εξωτερικεύσω τα εντόσθιά μου, να κοινοποιήσω τα αντικείμενα του πόθου και της ηδονής μου, να δημοσιοποιήσω τις στρατηγικές που έχω επινοήσει για τη σωτηρία της ψυχής μου. Το μέσο διαταράσσει διαρκώς την κοινή μου ησυχία, υποβάλλοντάς μου τα πλέον ετερόκλητα «αιτήματα φιλίας» (τι έκφραση κι αυτή!), λες και δεν είμαι σε θέση να σφυρηλατήσω από μόνος μου εκείνες τις φιλίες που επιθυμώ, λες και δεν υπάρχουν διαβαθμίσεις και ιδιαιτερότητες στην εκάστοτε φιλία. Επιπλέον, το μέσο έχει το θράσος να καταμετρά τους φίλους μου, ωσάν η φιλία να συνιστά μία ποσοτική απλώς μεταβλητή μέσα σε μία ενιαία και αδιαφοροποίητη συγχρονία.

Το μέσο είναι το μήνυμα, βέβαια, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι το μέσο οφείλει να μονοπωλεί το μήνυμα. Ως σκεπτόμενα υποκείμενα, οφείλουμε να αναστοχαζόμαστε πάντοτε το μήνυμα που εμφιλοχωρεί σε κάθε μέσο, υποδεικνύοντας τους περιορισμούς του, αλλά και διαρρηγνύοντας τα στεγανά τα οποία εκείνο φιλοδοξεί να υψώσει ανάμεσα σ’ εμάς και την πραγματική ζωή. Οι φιλίες συνιστούν εδώ ένα τρανταχτό παράδειγμα: κυριολεκτικά μιλώντας, το μέσο δεν συγκροτεί φιλίες, αλλά διευκολύνει γνωριμίες. Κατά πόσο οι γνωριμίες αυτές θα εξελιχθούν σε φιλίες, εξαρτάται από το βαθμό κατά τον οποίο θα δοκιμαστούν εκτός πληκτρολογίου και οθόνης –στο επίπεδο της πραγματικής ζωής.

Πάρτε ένα δεύτερο παράδειγμα: τις γνώμες. Αποτελεί κοινό τόπο ότι το μέσο αναρτά «σχόλια» και «γνώμες» επί παντός επιστητού. Κατά πόσο οι γνώμες και τα σχόλια αυτά θα εξελιχθούν σε πραγματικές συζητήσεις (με συλλογιστική επάρκεια, μεθοδολογική ακρίβεια και θεωρητική ενημερότητα), εξαρτάται και πάλι από το βαθμό κατά τον οποίο θα δοκιμαστούν έξω από τους περιορισμούς του μέσου.

Για ποιο λόγο; Πολύ απλά, διότι η πρακτική της «ανάρτησης» (καταστατική για την αυτοσυνειδησία και λειτουργία του μέσου) υπονομεύει εξ ορισμού τους όρους και τις προϋποθέσεις κάθε πραγματικής συζήτησης. Εγώ όμως, στο σημείο αυτό, παραμένω αμετάπειστα πλατωνικός. Κάθε συζήτηση, προϋποθέτει, κατ’ αρχάς, έναν φιλόξενο χώρο, ο οποίος επιτρέπει στους συνομιλητές σωματική άνεση, οικειότητα και ειλικρίνεια· τη φυσική παρουσία περιορισμένων σε αριθμό συνομιλητών, προκειμένου να μην εκφυλισθεί η συζήτηση σε κακοφωνία και χάβρα· επαρκή χρόνο, που δίνει τη δυνατότητα στον εκάστοτε συνομιλητή να εκφράσει τις θέσεις του αναλυτικά και με σαφήνεια· μία κυκλική «ροή» (rotation), η οποία εξασφαλίζει, αφενός, τη δημοκρατικότητα της συμμετοχής, και αφετέρου, επιτρέπει στη συζήτηση να ανακεφαλαιώνει και να εμπεδώνει τα σημαντικότερά της επιχειρήματα, αφήνοντας στην άκρη τα δευτερεύοντα και επουσιώδη. Τέλος, κάθε συζήτηση περιλαμβάνει ως δομική της συνιστώσα και μία «συμβολική» διάσταση, που δεν έχουμε το δικαίωμα να παραθεωρούμε: τις σιωπές, τους υπαινιγμούς, τους μορφασμούς και τις έξεις των συνομιλητών. Τη χροιά της φωνής, την κοινωνική τάξη, τη γοητεία της προσωπικότητάς τους. Και πάει λέγοντας.

Για όλους τους παραπάνω λόγους, λοιπόν, θα σας συμβούλευα να μην ανοίγετε ποτέ συζητήσεις στο facebook. Πολλώ δε μάλλον, μην με καλείτε ποτέ να συμμετάσχω σε αυτές. Χίλιες φορές καλύτερα να βρεθούμε από κοντά. Και να κεράσω καφέ.

 

[email protected]

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!