Σχεδόν καμία ουσιαστική πληροφορία δεν υπήρξε όσον αφορά τη συνάντηση των εκπροσώπων ΗΠΑ-Κίνας την περασμένη Δευτέρα στη Ρώμη, πέρα από το γεγονός ότι η κράτησε 7 ολόκληρες ώρες. Οι Αμερικανοί διέρρευσαν ότι ήταν «έντονη αλλά ειλικρινής», και οι Κινέζοι ότι «για να διατηρηθεί η αμοιβαία κατανόηση που επιτεύχθηκε στην τελευταία τηλεδιάσκεψη κορυφής πρέπει να σταματήσουν οι αμερικανικές προβοκάτσιες». Η αλήθεια είναι ότι το Πεκίνο πιέζεται από την Ουάσιγκτον να μην προσφέρει οξυγόνο στη Μόσχα, αλλά μέχρι στιγμής η πίεση είναι επικοινωνιακή. Οι Αμερικανοί «απειλούν» με αόριστες συνέπειες, και οι Κινέζοι «απαντούν» αναρωτώμενοι ρητορικά (όπως έκανε προχθές στο κύριο άρθρο της η China Daily): «Μήπως πρέπει να τιμωρηθεί και το ΝΑΤΟ, που έχει επιτεθεί σε 30 χώρες;». Οι ΗΠΑ διστάζουν να επιβάλλουν κυρώσεις που θα έπλητταν και τις ίδιες, δεδομένου ότι η Κίνα είναι η δεύτερη οικονομία του κόσμου – πόσο μάλλον που παρουσιάζεται ως ουδέτερη «ήρεμη δύναμη», χωρίς ταυτόχρονα να εγκαταλείπει την ειδική σχέση της με τη Ρωσία. Έτσι το γαϊτανάκι των διπλωματικών επαφών συνεχίζεται, φτάνοντας και στη χθεσινή τηλεφωνική συνομιλία Μπάιντεν-Σι Τζινπίνγκ, με τον Αμερικανό πρόεδρο να μιλά στον Κινέζο ομόλογό του με γλώσσα πολύ πιο μετρημένη από αυτήν που χρησιμοποιεί εναντίον του Πούτιν. Ακολουθεί ένα διεισδυτικό άρθρο του Κώστα Ράπτη που, αν και γράφτηκε την ημέρα της συνάντησης Αμερικανών και Κινέζων στη Ρώμη, περιέχει επισημάνσεις που ξεφεύγουν από τα στενά όρια του ρεπορτάζ.

 

του Κώστα Ράπτη*

 

Ξεκίνησαν από διαφορετικά ημισφαίρια και γεφύρωσαν την απόσταση συναντώμενοι στη Ρώμη. Με το νου στραμμένο κατεξοχήν σε μία σύγκρουση που διεξάγεται χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τις δικές τους χώρες, αλλά στην οποία κρίνεται το σύνολο των διεθνών συσχετισμών και ισορροπιών. Ο σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν και ο Κρατικός Σύμβουλος της Κίνας (και μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος με ευθύνη την εξωτερική πολιτική) Γιαν Τζιετσί έχουν σήμερα το κρισιμότερο ίσως ραντεβού που θα μπορούσε να υπάρξει στο φόντο του πολέμου της Ουκρανίας, καθώς η Ουάσιγκτον προσπαθεί να κρατήσει το Πεκίνο σε απόσταση από τη Μόσχα. Ήδη ο αγγλοσαξονικός τύπος δημιούργησε το κατάλληλο κλίμα, μεταφέροντας πληροφορίες ότι η ρωσική πλευρά ζήτησε βοήθεια σε στρατιωτικό υλικό και οικονομική ενίσχυση από τους Κινέζους εταίρους, ενώ ο ίδιος ο Σάλιβαν προειδοποίησε ότι θα υπάρξουν «απολύτως» βαριές επιπτώσεις εάν η Κίνα βοηθήσει τη Ρωσία να παρακάμψει τις εναντίον της κυρώσεις.

ΟΜΩΣ Η ΚΙΝΑ υφίσταται ήδη οικονομικό πόλεμο από την αμερικανική πλευρά και σίγουρα δεν αρέσκεται να δείχνει ότι υποχωρεί απέναντι στη γλώσσα των απειλών. Επιπλέον, το αίτημα βοήθειας που φέρεται να απηύθυνε η Μόσχα στο Πεκίνο, και διαψεύσθηκε οργισμένα από Κινέζους ιθύνοντες, μπορεί να θεωρηθεί απλώς ως επικοινωνιακό εύρημα για να πεισθεί η Κίνα να μην βρεθεί να μοιράζεται την απομόνωση μιας ούτως ή άλλως χαμένης Ρωσίας. Διαφορετικά ειπωμένο, ο ασιατικός γίγαντας καλείται να επιτρέψει τη μακρά παράταση της ουκρανικής κρίσης, που δείχνει πλέον να αποτελεί κεντρική επιλογή της Δύσης. Μόνο που η βαθύτερη λογική του ουκρανικού πολέμου, με αντιμαχόμενες δύο χώρες στις οποίες η Κίνα έχει μεγάλα συμφέροντα, είναι ακριβώς η διατάραξη των χερσαίων οδών από τις οποίες περνά το φιλόδοξο σχέδιο της ευρασιατικής ολοκλήρωσης. Το ότι οι εντάσεις στον πλανητικό ανταγωνισμό κλιμακώθηκαν πολύ γρηγορότερα από όσο θα ήθελε η κινεζική πλευρά, δεν είναι επαρκής λόγος για να επιστρέψει το Πεκίνο σε μία κατάσταση γεωπολιτικού αυτοπεριορισμού.

ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ είναι περίπλοκα – αλλά από μίαν άλλη άποψη πολύ απλά επίσης. Η Κίνα έχει κάνει τη στρατηγική επιλογή μιας διαρκώς εμβαθυνόμενης συνεργασίας με τη Ρωσία (μιας «συνολικής στρατηγικής εταιρικής σχέσης συντονισμού για τη νέα εποχή», όπως αποκλήθηκε χαρακτηριστικά κατά τη συνάντηση που είχαν την Πέμπτη οι υφυπουργοί Εξωτερικών των δύο πλευρών), η οποία δεν κρίνεται από συγκυριακούς παράγοντες. Αλλά αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι η Κίνα πρόκειται να πολεμήσει τους πολέμους της Ρωσίας, ή αντιστρόφως – ιδίως όταν μεταξύ των αναλυτών του Πεκίνου δεν λείπουν και αυτοί που εκτιμούν ότι η ουκρανική περιπέτεια του Βλαντίμιρ Πούτιν θα οδηγήσει σε ήττα. Σε κάθε περίπτωση, η Κίνα ενδιαφέρεται να προβάλλει στην ουκρανική σύγκρουση ως ένας «καλοπροαίρετος τρίτος», που θα μπορούσε να θέσει τις υπηρεσίες του, αλλά και πάλι με χαμηλό προφίλ, στην υπηρεσία μιας πολιτικής συνεννόησης των αντιμαχομένων το ταχύτερο δυνατό. Στις ασιατικές πρωτεύουσες κυκλοφορεί ήδη η πληροφορία ότι το Πεκίνο επιθυμεί να δράσει ως «διευκολυντής» και όχι «μεσολαβητής» των ρωσο-ουκρανικών επαφών. Με άλλα λόγια, είναι έτοιμο να δρέψει την όποια επιτυχία, αλλά όχι και την αποτυχία.

ΣΕ ΜΙΑ ΣΥΓΚΥΡΙΑ κατά την οποία ακόμη και η Βενεζουέλα του Νικολάς Μαδούρο δέχθηκε την επίσκεψη αμερικανικής αντιπροσωπείας, προκειμένου η διεθνής αγορά πετρελαίου να διαβεί με μικρότερους κραδασμούς τον οικονομικό αποκλεισμό της Ρωσίας, δεν είναι περίεργο που προηγούμενες καταγγελίες κατά της Κίνας (για τη μεταχείριση της μειονότητας των Ουιγούρων, για την περιστολή της αυτονομίας του Χονγκ Κονγκ, για τις διεκδικήσεις της στη Νότια Σινική Θάλασσα κ.ο.κ.) μοιάζουν να αποτελούν παρελθόν – και αυτό είναι ήδη ένα κέρδος για το Πεκίνο. Αλλά το πραγματικό παιχνίδι είναι πολύ ευρύτερο, και αφορά τη διεθνή νομισματική τάξη. Μπορεί πραγματικά η Ουάσιγκτον να εκβιάσει το Πεκίνο σε μία επιλογή «είτε με εμάς είτε εναντίον μας»; Και μπορεί το όπλο των δευτερογενών κυρώσεων να χρησιμοποιηθεί κατά τρόπο που θα συνιστά αυτοτραυματισμό του δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος;

 

Δημοσιεύθηκε στις 14/3/2022 στο capital.gr

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!