Πρώτη πράξη στήριξης: Να «διαβάσουμε» τα πρόσωπα των παιδιών μας. Της Αθηνάς Παπανικολάου
«Tι γνώριζες γι’ αυτή, για τη μάνα της, την κάθε της σιωπή
πριν τραγούδι γίνει.
Τι γνώριζες γι’ αυτή, για το γέλιο της, την κάθε της φωτιά
που γυρνάει και δίνει.
Ήτανε αέρας πάντα, σύννεφο σκοτεινό
δεν τη βρίσκεις δεν τη φτάνεις,
ψάχνει το χαμό»
Γ. Χρονάς
Αυτοί οι στίχοι γράφτηκαν, φυσικά, από τον ποιητή για μια άλλη φυγή αλλά η απώλεια ενός ανθρώπου γεννάει πάντα τα ίδια συναισθήματα, πόσο μάλλον όταν αυτή αφορά ένα παιδί. Το ερώτημα μένει μετέωρο και οδυνηρό.
Τι ξέραμε σύντροφοι και συντρόφισσες για το παιδί που έφυγε προχθές το βράδυ, αφού κοιμήθηκε τον ανεξύπνητο ύπνο, στο σκοτεινό και παγωμένο δωμάτιο, στη δυτική πλευρά της πόλης; Τι ξέραν οι δάσκαλοί του για τη ζωή αυτού του κοριτσιού που προσπάθησε να ζεστάνει τα όνειρά του με τις αναθυμιάσεις από ένα μαγκάλι; Τι γνώριζαν για τη δόλια μάνα που απειλείται και με απέλαση; Ή τι δεν γνώριζαν και δεν πρόλαβαν;
Τι ξέρουμε, τελικά, εμείς οι δάσκαλοι για τους μαθητές μας; Η απάντηση είναι, πολύ λίγα ή σχεδόν τίποτε. Συνήθως αρπάζει κάτι το αφτί μας από «κουτσομπολιά» του γραφείου, από φευγάτες κουβέντες και ψιθύρους στους γκρίζους διαδρόμους, από ξεσπάσματα οργής και απόγνωσης που από κεκτημένη ταχύτητα τα βαφτίζουμε «εφηβικές εξάρσεις». Συγκινούμαστε προς στιγμήν, αναστενάζουμε βαθιά, τονίζουμε με έμφαση τη διάλυση του κοινωνικού ιστού, καταριόμαστε την τρόικα, το ΔΝΤ, την Ε.Ε., την κυβέρνηση, την κακή μας την τύχη, βάζουμε ένα και δύο βαθμούς παραπάνω για να ελαφρύνει η συνείδηση, οργανώνουμε μια εκδήλωση αλληλεγγύης, δίνουμε και τον οβολό μας, ετοιμάζουμε αφίσες και πύρινους λόγους για τα σωματεία και τις οργανώσεις και προχωρούμε με τον ίδιο βηματισμό, τρέχοντας να προλάβουμε την επόμενη συγκέντρωση, να μαζέψουμε αποθέματα λύπης για να ‘χουμε να συγκινηθούμε και την επόμενη φορά, με τον ίδιο πάντοτε λόγο, με τις ίδιες προτάσεις.
Τι ξέρουμε, όμως, για τα παιδιά μας; Τι ξέρουμε για το γέλιο και το κλάμα τους; Τι ξέρουμε για τα παγωμένα δωμάτια, για το άδειο στομάχι, για τη θλίψη στο βλέμμα, για τον άφαντο πατέρα, την απούσα μητέρα, την ανύπαρκτη γειτονιά, το στεγνό σχολείο;
Πότε, επιτέλους, θα γνωρίσουμε τι γίνεται πλάι μας; Καλές, αναμφισβήτητα, οι δομές αλληλεγγύης, αλλά μήπως θα έπρεπε να ξεκινήσουμε με έναν άλλο αγώνα στα σχολεία; Να βροντοφωνάξουμε, αρχικά, μέσα στις τάξεις πως η φτώχεια δεν είναι ντροπή γιατί πολλές φορές και εμείς οι ίδιοι δεν θέλουμε να την παραδεχτούμε από μια αίσθηση περηφάνιας που δεν σώζει τελικά κανέναν. Να ομολογήσουμε πως αν δεν χρειαστήκαμε βοήθεια μέχρι τώρα, αυτό δεν σημαίνει πως δεν θα βρεθούμε στην ανάγκη της. Να απαιτήσουμε να γίνονται, επιτέλους, εκείνες οι περίφημες παιδαγωγικές συνεδριάσεις και να αποκτήσουν νέο και ουσιαστικό περιεχόμενο. Ναι, η αύξηση του ωραρίου, τα διοικητικά καθήκοντα, το τρέξιμο σε 2 και 3 και 4 σχολεία για την κάλυψη του ωραρίου μάς στεγνώνουν και μας απομακρύνουν από τα πρόσωπα των μαθητών μας.
Είναι αλήθεια όλα αυτά. Αλλά όταν μιλάμε για δομές και δράσεις αλληλεγγύης, τι ακριβώς έχουμε κατά νου; Μήπως η πρώτη πράξη στήριξης είναι να «γνωρίσουμε» τα πρόσωπα των παιδιών μας; Να διεκδικήσουμε την πρόσληψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών γιατί ναι, ας το παραδεχτούμε, δεν έχουμε τα εφόδια και τις γνώσεις ώστε να διαχειριστούμε τόσο οξυμένα προβλήματα. Και ας μη γελιόμαστε, δεν αρκεί η καλή θέληση και η ευαισθησία μας. Αποδείχθηκαν ανίκανες να σταματήσουν το θάνατο. Να ζητήσουμε να δημιουργηθεί η κοινωνική καρτέλα του μαθητή και αυτό ας μη βιαστούμε να το χαρακτηρίσουμε φακέλωμα γιατί ως πότε θα στηριζόμαστε στους ψιθύρους; Τα συνδικάτα μας να προτάξουν στον αγώνα τους, αυτόν ενάντια στη φτώχεια. Επιτέλους, να μιλήσουμε γι’ αυτήν και τις συνέπειές της, όχι απρόσωπα και ακαδημαϊκά, αλλά μέσα στους συλλόγους μας, με επίγνωση της κάθε ιδιαίτερης περίπτωσης.
Αν γνώριζαν οι δάσκαλοί της, αν γνωρίζαμε, τότε η Σάρα θα συνέχιζε να ονειρεύεται μαζί μας και θα επέστρεφε στο γενέθλιο τόπο της.
* Η Αθηνά Παπανικολάου είναι Φιλόλογος σε λύκειο της Θεσσαλονίκης