Με εντυπωσιακά αυξημένη συμμετοχή πραγματοποιήθηκαν οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές στο ισπανικό κράτος την περασμένη Κυριακή: στις κάλπες προσήλθαν 26,4 εκατομμύρια ψηφοφόροι έναντι 24,2 εκατομμυρίων το 2016, δείγμα της «πανστρατιάς» που επιχείρησαν όλες οι πολιτικές δυνάμεις. Είναι αμφίβολο όμως εάν το αποτέλεσμα θα ικανοποιήσει τις προσδοκίες αυτών που έλπιζαν ότι θα ξεπεραστεί η χρόνια πολιτική αστάθεια. Διότι το πρόβλημα είναι βαθύτερο από μια «απλή» απέχθεια των πολιτών προς το παλιό και διεφθαρμένο σύστημα: αφορά από τη μια την αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να υπερβεί την οικονομική κρίση και να βελτιώσει την καθημερινότητα των λαϊκών στρωμάτων, κι από την άλλη την επίμονη προσπάθεια εκατομμυρίων υπηκόων σε ορισμένες «επαρχίες» του ισπανικού Στέμματος να αποτινάξουν την κυριαρχία της Μαδρίτης. Ο συνδυασμός αυτών των δύο αιτίων χρωμάτισε και το εκλογικό αποτέλεσμα – ή, ακριβέστερα, την αναπαραγωγή των όρων που δυσκολεύουν τον σχηματισμό μιας σχετικά έστω σταθερής κεντρικής κυβέρνησης.
Φυσικά δεν είναι όλα μαύρα για τη Μαδρίτη: η νίκη των σοσιαλιστών του Σάντσεθ, ακόμη κι αν τους κρατά ακόμα μακριά από την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, σημαίνει ότι λειτούργησε η λογική του «μικρότερου κακού». Έτσι το Σοσιαλιστικό Κόμμα, εμφανιζόμενο απαλλαγμένο από τις αμαρτίες του παρελθόντος και λεηλατώντας τους Podemos (που έπαψαν να αντιμετωπίζονται από το εκλογικό σώμα ως μοχλός βαθιάς αλλαγής), αύξησε σημαντικά τις έδρες και τα ποσοστά του. Λειτουργεί πλέον ως βαλβίδα αποσυμπίεσης της λαϊκής δυσφορίας (άγνωστο για πόσο διάστημα), και θα έχει τον πρώτο λόγο στις προσεχείς εξελίξεις. Αντίθετα, ο έτερος πρώην πυλώνας του πολιτικού συστήματος, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα, δεν κατάφερε να ξεπλυθεί από τις δικές του αμαρτίες – και ηττήθηκε κατά κράτος. Πολλοί θεωρούν ότι πλέον έχει μπει σε μια κρίση χωρίς επιστροφή, στα πλαίσια μιας συνολικής αναδόμησης του ισπανικού πολιτικού συστήματος. Είναι χαρακτηριστική η ταπείνωση που υπέστη η παραδοσιακή Δεξιά στην Καταλονία (όπου εξέλεξε έναν μόλις βουλευτή σε σύνολο 48) και στη Χώρα των Βάσκων – όπου δεν έβγαλε ούτε έναν βουλευτή!
Ρευστοποίηση του παλιού πολιτικού σκηνικού
Συνολικά το δεξιό στρατόπεδο είδε τα ποσοστά του να μειώνονται, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του – πιο εντυπωσιακή από τις οποίες είναι η εισβολή του ακροδεξιού Vox στην ισπανική βουλή, παρά την απόπειρα του νέου ηγέτη του Λαϊκού Κόμματος να το συναγωνιστεί σε εξτρεμιστική ρητορεία. Έτσι, σε συνδυασμό και με την παγίωση των νεοφιλελεύθερων Ciudadanos ως πολιτικής δύναμης εθνικής εμβέλειας, η εικόνα που διαμορφώνεται δεν έχει πια καμιά σχέση με αυτήν που υπήρχε πριν μία μόλις δεκαετία, όταν ακόμη κυριαρχούσε ο παλιός δικομματισμός. Τώρα το παλιό δίπολο του Σοσιαλιστικού και του Λαϊκού Κόμματος έχει αντικατασταθεί από δύο μεγάλα μπλοκ, της Κεντροαριστεράς και της Δεξιάς, εκ των οποίων το δεύτερο μέχρι στιγμής δύσκολα βρίσκει έναν τρόπο συνεργασίας. Η αιτία είναι η κόντρα Λαϊκού Κόμματος και Ciudadanos για την πρωτιά εντός της Δεξιάς, όπως και ο δισταγμός και των δύο να συνεργαστούν ανοιχτά, σε κεντρικό επίπεδο, με το Vox.
Γινόμαστε μάρτυρες της ρευστοποίησης του παλιού ισπανικού πολιτικού σκηνικού: από αυτήν την άποψη, η επώδυνη μετάβαση σε νέους συσχετισμούς βρίσκεται σε αντιστοιχία με παρόμοιες διεργασίες και σε άλλα σημαντικά κράτη μέλη της Ε.Ε., που συντηρούν την αστάθεια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο
Αλλά, πέρα από τέτοιες «λεπτομέρειες», γεγονός είναι ότι γινόμαστε μάρτυρες της ρευστοποίησης του παλιού πολιτικού σκηνικού. Από αυτήν την άποψη, η επώδυνη μετάβαση σε νέους συσχετισμούς βρίσκεται σε αντιστοιχία με παρόμοιες διεργασίες και σε άλλα σημαντικά κράτη μέλη της Ε.Ε., που συντηρούν την αστάθεια σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η ισπανική κατάσταση περιπλέκεται όμως κι άλλο καθώς, κοντά στα δύο μεγάλα μπλοκ, αναδύεται ενισχυμένο κι ένα τρίτο: αυτό των αυτονομιστικών κομμάτων. Και σε αυτού του μπλοκ το εσωτερικό οι συσχετισμοί αλλάζουν: οι δυνάμεις της Πατριωτικής Αριστεράς δυναμώνουν, σε βάρος των πιο μετριοπαθών παραδοσιακών εθνικιστικών κομμάτων. Ενισχύεται, εξάλλου, και η συνεργασία μεταξύ τους ενώπιον του «κοινού εχθρού», δηλαδή του ισπανικού εθνικισμού. Θα έχει ενδιαφέρον από αυτήν την άποψη η πορεία της ενιαίας λίστας που κατάρτισαν για τις ευρωεκλογές η Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας, το βασκικό ριζοσπαστικό αριστερό κόμμα EH Bildu και το Εθνικό Μπλοκ της Γαλικίας. Κι ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι αν θα επιβεβαιωθεί ή όχι η ρήξη των αυτονομιστών με την παράδοση, που ήθελε τα σημαντικότερα κόμματά τους να παρέχουν στην εκάστοτε ισπανική κυβέρνηση τις έδρες που χρειαζόταν ώστε να επιτύχει πλειοψηφία στην ισπανική βουλή…
Προσδοκίες Βρυξελλών, Βερολίνου και… Κεντροαριστεράς
Όμως το ενδιαφέρον για τις ισπανικές εκλογές δεν περιορίζεται στο εσωτερικό του ισπανικού κράτους και δεν αφορά μονάχα κάποιους εκ του μακρόθεν αναλυτές. Καταρχήν οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο ανέμεναν με αγωνία το αποτέλεσμα της κάλπης σε ένα από τα σημαντικά κράτη μέλη της Ε.Ε. Ας μην ξεχνάμε ότι η Ισπανία είχε επιλεγεί από την κυβέρνηση Μέρκελ και από την ευρωκρατία ως ένα από τα τέσσερα μέλη του κουαρτέτου (μαζί με Γερμανία, Γαλλία και Ιταλία) που θα έδινε το φιλί της ζωής σε μια ασθμαίνουσα Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί το σχέδιο να μπήκε προσωρινά στο ψυγείο για λόγους «ανωτέρας βίας» (μεταξύ των οποίων η καταλανική σύγκρουση και η αστάθεια των ισπανικών κυβερνήσεων, όπως και η ανάδειξη μιας κυβέρνησης «λαϊκιστών» στην Ιταλία), αλλά δεν έχει εγκαταλειφθεί – εξ ου και η αγωνία της Μέρκελ και των συμμάχων της.
Μια σχετική ανακούφιση στις συστημικές δυνάμεις πρόσφερε πάντως η αίσθηση ότι ο κίνδυνος που λεγόταν Podemos αποτελεί οριστικά παρελθόν. Πνιγμένοι στους τακτικισμούς, εμμονικά αφοσιωμένοι στον κυβερνητισμό, πολιτικά ξεδοντιασμένοι από την εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ (που τώρα ξέχασε τον Ιγκλέσιας και πανηγυρίζει για τη νίκη του Σάντσεθ…) και με εμφανή την έλλειψη προσανατολισμού, οι ηγέτες των Podemos έχουν πια μετατραπεί στον χρήσιμο ηλίθιο του ισπανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Οι ευρωεκλογές, στις οποίες συμμετέχουν συνεργαζόμενοι με τον Μελανσόν και με τους «αντιευρωπαϊστές» Σκανδιναβούς κι όχι με τα απομεινάρια του Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς, θα είναι μία από τις τελευταίες ευκαιρίες τους να κρατήσουν το κεφάλι έξω από το νερό. Ίσως όμως θα αποτελεί υπερβολή η προσδοκία ότι μια τέτοια ευκαιριακή και ετερόκλητη συνεργασία θα αποβεί σωτήρια. Προσδοκία εξίσου αβάσιμη με την ελπίδα και της «δικής μας» κυβερνώσας και μη Κεντροαριστεράς ότι, κάτι η δια της βίας συμμετοχή της Βρετανίας στις ευρωεκλογές (άρα και η εκλογή Εργατικών ευρωβουλευτών), κάτι τα κέρδη των Ισπανών σοσιαλιστών, μπορεί και να αποφευχθεί το επερχόμενο ναυάγιο στις ευρωεκλογές…
Τι μέλλει γενέσθαι
Η ισπανική βουλή έχει 350 βουλευτές, άρα για τον σχηματισμό κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας απαιτούνται 176 βουλευτές. Οι εκλογές της περασμένης Κυριακής, όπου και πάλι κανένα από τα δύο μεγάλα μπλοκ (Κεντροαριστερά και Δεξιά) δεν κατάφερε να αποσπάσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, επιβεβαίωσαν το –από πρώτη ματιά– αδιέξοδο. Υπήρξαν όμως μεγάλες αλλαγές στο εσωτερικό του κάθε μπλοκ.
► Στην Κεντροαριστερά ενισχύθηκε σημαντικά το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSOE) του πρωθυπουργού Σάντσεθ, που κατάφερε να «επαναπατρίσει» σημαντικό αριθμό ψηφοφόρων του οι οποίοι σε προηγούμενες αναμετρήσεις είχαν στηρίξει τους Podemos.
► Η Δεξιά είναι πλέον τρικομματική, καθώς το παραδοσιακό Λαϊκό Κόμμα έχασε τους μισούς ψηφοφόρους του, κυρίως προς το ακροδεξιό Vox –το οποίο εκτινάχθηκε στο 10,3%– και λιγότερο προς τους νεοφιλελεύθερους Ciudadanos.
► Στο ενισχυμένο αυτονομιστικό στρατόπεδο σταθεροποιείται ως πρώτη δύναμη η Ρεπουμπλικανική Αριστερά της Καταλονίας, παρόλο που μέχρι πρόσφατα οι Καταλανοί, Βάσκοι κ.ά. ψήφιζαν κυρίως τους Podemos στις εκλογές για την ισπανική βουλή.
Με αυτά τα δεδομένα, κανένα από τα δύο μεγάλα μπλοκ δεν μπορεί να σχηματίσει κυβέρνηση πλειοψηφίας. Κοινοβουλευτική πλειοψηφία θα είχε μόνο μία δύσκολη συγκυβέρνηση Σοσιαλιστών-Ciudadanos (μαζί συγκεντρώνουν 180 έδρες), την οποία όμως εύλογα απεύχονται και οι δύο πλευρές. Το ίδιο απευκταία (τουλάχιστον στις διακηρύξεις όλων των πλευρών) μοιάζει και η στήριξη μιας κεντροαριστερής κυβέρνησης από αυτονομιστικά κόμματα – αν και ο Σάντσεθ ελπίζει στη στήριξη των πιο μετριοπαθών από αυτά. Σε κάθε περίπτωση, ο ηγέτης των σοσιαλιστών θα συνεχίσει να κυβερνά για κάποιο διάστημα ως «υπηρεσιακός» πρωθυπουργός, ενώ ήδη τα υπόγεια παζάρια μεταξύ των κομμάτων δίνουν και παίρνουν. Ταυτόχρονα εντείνονται οι πιέσεις από «ευρωπαϊκούς παράγοντες» για το σχηματισμό μιας κυβέρνησης πιο σταθερής από τις προηγούμενες. Μοιάζει όμως απίθανη μια λύση του προβλήματος πριν τις ευρωπαϊκές και αυτοδιοικητικές εκλογές.
Οι χαμένοι
Προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι όλοι οι επικεφαλής των ισπανικών κομμάτων είναι νέοι σε ηλικία. Εν μέρει αυτό οφείλεται στην προσπάθεια του απαξιωμένου παραδοσιακού πολιτικού συστήματος να ανανεώσει την εικόνα του, με πιο χτυπητό παράδειγμα αυτό του 37χρονου Πάμπλο Κασάδο, που διαδέχθηκε τον αντιδημοφιλή Ραχόι στην ηγεσία του Λαϊκού Κόμματος. Όμως ούτε η ηλικία του ούτε η στροφή του σε ακόμη πιο δεξιές θέσεις δεν τον βοήθησε. Το πάλαι ποτέ πανίσχυρο κόμμα του, που έχει πρωταγωνιστήσει στη διαφθορά των τελευταίων χρόνων, δεν απέφυγε την εκλογική κατρακύλα: λεηλατήθηκε κυρίως από το ακροδεξιό Vox, οι οπαδοί του οποίου μέχρι τώρα «κρύβονταν» εντός της παραδοσιακής Δεξιάς, αλλά και από τους νεοφιλελεύθερους Ciudadanos. Τώρα ο Κασάδο έχει περιοριστεί στο ρόλο θεατή των μετεκλογικών διεργασιών…
Ο άλλος μεγάλος χαμένος της εκλογικής αναμέτρησης ήταν αυτός που, όταν πρωτοεμφανίστηκε στην κεντρική πολιτική σκηνή πριν 5 μόλις χρόνια, αναστάτωσε και φόβισε το κατεστημένο της Μαδρίτης: ο επικεφαλής των Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας. Οι αρχικές φιλοδοξίες του να πρωταγωνιστήσει σε μια εκ βαθέων αλλαγή του άρρωστου ισπανικού κράτους σταδιακά στρογγυλεύτηκαν, ώσπου σε αυτές τις εκλογές κατέληξε στην 4η θέση, χάνοντας 1.354.000 ψηφοφόρους σε σχέση με την προηγούμενη αναμέτρηση. Οι Podemos έχασαν τις περισσότερες ψήφους στην Καταλονία και τη Χώρα των Βάσκων, τις μοναδικές περιφέρειες όπου είχαν αναδειχθεί πρώτη δύναμη το 2016 από ένα εκλογικό σώμα που (μάταια, όπως αποδείχθηκε) έλπιζε ότι έτσι θα δοθεί μια λύση στη σύγκρουση με τη Μαδρίτη… Η τελευταία ίσως ελπίδα των αλληλοσπαρασσόμενων Podemos (περιλαμβανομένης της Ενωμένης Αριστεράς και του Κ.Κ. Ισπανίας) είναι αυτή που τους οδήγησε στη σημερινή κατάσταση – και τους κρατά ενωμένους μέχρι και σήμερα: η προσδοκία τους δηλαδή να συμμετάσχουν, έστω και ως δεκανίκι, στην επόμενη κυβέρνηση.
Οι κερδισμένοι
Οι υπόλοιποι τρεις ανθυποψήφιοι του Κασάδο και του Ιγκλέσιας είναι ευχαριστημένοι. Και πρώτος απ’ όλους ο σοσιαλιστής Πέδρο Σάντσεθ: επέστρεψε στην ηγεσία ενός κόμματος υπό διάλυση λόγω της στήριξης που πρόσφερε στη Δεξιά, το ανασυγκρότησε, ανήλθε στην πρωθυπουργία με τη στήριξη των Podemos και την ανοχή των αυτονομιστών (που ήθελαν πάση θυσία να διώξουν τον Ραχόι), και βγήκε κερδισμένος από τις πρόωρες εκλογές. Τώρα βέβαια βρίσκεται σε δίλημμα: να τεθεί επικεφαλής μιας κυβέρνησης μειοψηφίας που θα μπορεί ανά πάσα στιγμή να ανατραπεί (όπως ακριβώς συνέβη και στην προηγούμενη), ή να επιχειρήσει μια δύσκολη συγκατοίκηση με τους Ciudadanos;
Ο επικεφαλής των Ciudadanos Άλμπερτ Ριβέρα, που και σ’ αυτές τις εκλογές κάτι «τσίμπησε» από το συντηρητικό ισπανικό ακροατήριο, έχει αποκλείσει ένα τέτοιο ενδεχόμενο – τουλάχιστον μέχρι στιγμής. Ίσως να βλέπει πιο μακριά, ελπίζοντας να καταφέρει επιτέλους να κάνει το κόμμα του πρώτη δύναμη της ισπανικής Δεξιάς, υποσκελίζοντας το Λαϊκό Κόμμα. Και φυσικά ανήκει στο στρατόπεδο των αδιάλλακτων οπαδών της «ενότητας του ισπανικού έθνους», καθώς στη γωνία καραδοκεί ο έτερος μεγάλος κερδισμένος των εκλογών: ο ακροδεξιός Σαντιάγο Αμπασκάλ, νοσταλγός του Φράνκο και της εποχής όπου οι αντίπαλοι του καθεστώτος της Μαδρίτης παραχώνονταν σε μαζικούς τάφους…
Και οι… φυλακισμένοι
Λείπουν όμως από την κεντρική εικόνα αυτοί που επιτείνουν την υπαρξιακή αγωνία του ισπανικού κράτους: οι επικεφαλής των αυτονομιστών, με πρώτο τον Οριόλ Γιούνκερας, ηγέτη της Ρεπουμπλικανικής Αριστεράς της Καταλονίας και αντιπρόεδρο της παυθείσας από τη Μαδρίτη καταλανικής κυβέρνησης. Φυλακισμένος μαζί με συντρόφους του από τις 2 Νοεμβρίου 2017, δηλαδή εδώ και ενάμιση χρόνο, καθοδήγησε από το κελλί του την πιο επιτυχημένη προεκλογική καμπάνια της καταλανικής Αριστεράς. Το ποσοστό και οι έδρες που απέσπασαν τα αυτονομιστικά ψηφοδέλτια είναι ακριβώς αυτό που λείπει είτε στην Κεντροαριστερά είτε στη Δεξιά για να κυβερνήσουν χωρίς τρικυμίες. Μαζί με τη συνεχιζόμενη δυσπραγία για πλατιά κοινωνικά στρώματα, αποτελούν τις βασικές αιτίες της δομικής πλέον αστάθειας που ταλανίζει το ισπανικό κράτος την τελευταία δεκαετία. Το γεγονός ότι 5 από τους Καταλανούς που εκλέχθηκαν βουλευτές την περασμένη Κυριακή παραμένουν φυλακισμένοι αρκεί για να δώσει μια σαφή εικόνα του ισπανικού κράτους και των προβλημάτων του.