του Γιώργου Κυριακού

Η προέλαση του ελληνικού στρατού στην Αλβανία είχε ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση των περιοχών της Βορείου Ηπείρου για τρίτη φορά μέσα σε περίπου 30 χρόνια. Τι απέγινε η θυσία τόσων χιλιάδων Ελλήνων που ακόμα αναζητούνται τα οστά τους; [1] Το 1946 κρίθηκε το μέλλον στη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι και στο Συμβούλιο των Υπουργών Εξωτερικών των Τεσσάρων Μεγάλων Δυνάμεων (ΗΠΑ, Αγγλία, Γαλλία και ΕΣΣΔ) στη Νέα Υόρκη. Εκεί, οι διπλωματικές αντιπροσωπείες από τις νικήτριες και τις ηττημένες χώρες, κάτω από την αυστηρή επίβλεψη των Μεγάλων Δυνάμεων, κυρίως των Αγγλοαμερικάνων από τη μια και της ΕΣΣΔ από την άλλη, διαπραγματεύτηκαν επισήμως το μέλλον του κόσμου.

Αυτό βέβαια είχε προδιαγραφεί από τις πρωθύστερες συναντήσεις σε Τεχεράνη, Μόσχα και Γιάλτα, καθώς και από τη μεταξύ τους μυστική διπλωματία. Στο Πότσνταμ επισημοποίησαν το θέατρο διαπραγματεύσεων της Ολομέλειας των 21 χωρών, που είχε γνωμοδοτική σημασία, ενώ τις τελικές αποφάσεις θα λάμβανε το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών των Τεσσάρων. Η Ολομέλεια της Διάσκεψης αποτέλεσε άλλοθι, ενώ ταυτόχρονα ενισχύονταν οι πιέσεις στις μικρές νικήτριες και ηττημένες χώρες ως… εκπαιδευτική διαδικασία παραγωγής εύπλαστων συμμάχων.

Οι προσδοκίες που «αδειάστηκαν» από τους συμμάχους

Η πλευρά της Ελλάδας συμμετείχε στο θέατρο με επικεφαλής τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη και τον υπουργό Εξωτερικών Δραγούμη. Η συμμετοχή της όμως στην Ολομέλεια, καθώς και στις διάφορες επιτροπές (εδαφικό, αποζημιώσεις), επισκιάστηκε από τις πιέσεις των «φιλικών» δυνάμεων –Αγγλία και ΗΠΑ– που ήταν υπέρ της διατήρησης των συνόρων. Στο κοινό του ελληνικού λαού (οργανώσεις, κόμματα, Τύπος) το κεντρικό αφήγημα ήταν ότι οι δύο μεγάλες δυνάμεις θα υπερασπιστούν τις εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας (οι οποίες περιορίστηκαν στα Δωδεκάνησα, τη Βόρεια Ήπειρο και τη διαρρύθμιση των συνόρων με τη Βουλγαρία), καθώς και τις αποζημιώσεις που θα ζητούσε από την Ιταλία και τη Βουλγαρία. Η Κύπρος είχε ήδη εξαφανιστεί από τον χάρτη των διεκδικήσεων, καθότι την κατείχε μια «φιλική» χώρα…

Μοναδικός πολιτικός φορέας που απέμεινε τότε να υπερασπίζεται την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν το ΚΚΕ [2]. Μέσω δηλώσεων του Νίκου Ζαχαριάδη και αποφάσεων της 12ης Ολομέλειας (25-27/6/1945) διαβεβαιώθηκαν όλες οι εθνικές διεκδικήσεις: Δημοψήφισμα για την Κύπρο, τα Δωδεκάνησα και τη Βόρεια Ήπειρο. Τον Ιανουάριο του 1946, η αντιπροσωπία του ΚΚΕ στη Μόσχα (κατά τη διάρκεια του 2ου Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών) δήλωσε υπέρμαχος όλων των εθνικών αιτημάτων, ενώ πολλά μέλη του ΚΚΕ Ηπείρου ήταν ανεπιφύλακτα υπέρ της ενσωμάτωσης της Βορείου Ηπείρου. Μεγαλύτερη εθνική συναίνεση δεν θα μπορούσε να υπάρχει.

Η ντροπή του 1946: Από τους λεονταρισμούς στην υποταγή

«Και ποιος σας είπε ότι ο κόσμος είναι λογικός και δίκαιος»; Αυτό είπε ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών Μπιντό στον πρωθυπουργό Τσαλδάρη, ο οποίος του εξηγούσε ότι ήταν άδικη η μη απόδοση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα [3].

Στην ελλαδική διπλωματία δεν υπήρξε ενιαία γραμμή και τακτική, καθώς κυριαρχούσε ο ανταγωνισμός μεταξύ Τσαλδάρη και Δραγούμη. Με γελοία επιχειρήματα του τύπου «δεν ήμουν στην αίθουσα» δικαιολογούνταν για αρνητικές αποφάσεις που έλαβε η Ολομέλεια. Μέσα σε όλο αυτό το χρονικό διάστημα (1941-1946), οι αντιφατικές διακηρύξεις και η γνωστή διγλωσσία των Άγγλων κατέδειξαν το γεγονός ότι οι πολιτικοί πιέζονταν και στρατολογούνταν σε προσωπικό επίπεδο. Στόχος ήταν να καμφθούν οι διεκδικήσεις της Ελλάδας και οι Έλληνες διπλωμάτες να τις αντικαθιστούν με ολοένα και μικρότερες υπό την πίεση των Άγγλων. Άλλωστε ήδη από το 1942 εκδηλώθηκε η αγγλική διγλωσσία για το Βορειοηπειρωτικό, όταν αποκαλύφθηκε ότι είχαν συμφωνήσει με τους Σοβιετικούς για την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας.

Κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης, η βασική ανησυχία του πρωθυπουργού Τσαλδάρη –ο οποίος έθεσε αρχικά τα αιτήματα στην πλήρη τους μορφή– ήταν να μην χαθεί η εμπιστοσύνη του κόσμου στην ελληνική κυβέρνηση λόγω της μελλοντικής εξαφάνισης των εδαφικών διεκδικήσεων. Όμως αυτό ήταν κόκκινο πανί κυρίως για τους Άγγλους, που έλυναν και έδεναν στην Ελλάδα: δικός τους στόχος ήταν να μην χαθεί η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στην Αγγλία, άρα απαιτούσαν «χαμηλούς τόνους» εκ μέρους της ελληνικής αντιπροσωπείας, ώστε για το φιάσκο να φανεί μοναδική υπεύθυνη η ελληνική κυβέρνηση. Πάντως όσο τα ελληνικά αιτήματα ανακοινώνονταν στην Ολομέλεια και τις επιτροπές, τόσο κηλιδωνόταν η «καλή εικόνα» των Άγγλων στην Ελλάδα, διότι ήταν καταφανές ότι δεν τα υποστηρίζουν.

Στιγμιότυπο από τη Συνδιάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι (1946), όπου η ελληνική αντιπροσωπεία υποχώρησε, υπό την πίεση Αγγλίας-ΗΠΑ, από τις αρχικές διεκδικήσεις της Ελλάδας.

Μπαλάκι ευθυνών για τις υποχωρήσεις

Η κυβέρνηση επέρριπτε ευθύνες κυρίως στο ΚΚΕ, κι αυτό με τη σειρά του, όντας αποκλεισμένο, κατήγγειλε την κυβέρνηση και τους Άγγλους. Ο λόγος άλλωστε που οι Άγγλοι απαιτούσαν αλλαγή της κυβέρνησης ήταν για να επωμιστεί αποκλειστικά αυτή το πολιτικό κόστος – γι’ αυτό και ζητούσαν επιτακτικά την παραίτηση Τσαλδάρη. Είναι χαρακτηριστικό ότι η τελική εδαφική διεκδίκηση για το Βορειοηπειρωτικό είναι το 1/10 της αρχικής προς το Συμβούλιο των Τεσσάρων Υπουργών Εξωτερικών. Το ίδιο έγινε και στο ζήτημα της συμφωνίας ειρήνης με την Ιταλία [4], από την οποία αποσυνδέθηκε η εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας, η οποία ήταν ιταλικό προτεκτοράτο, καθώς και η διεκδίκηση της νήσου Σάσωνος.

Οι Αγγλοαμερικανοί είχαν δύο βασικά «επιχειρήματα» στην πολιτική τους προς την Ελλάδα: τη σοβιετική αντίθεση στα ελληνικά αιτήματα, και την παραπομπή στα οικονομικά και θεσμικά ζητήματα της χώρας. Στη μυστική διπλωματία κατηγορούσαν προσχηματικά την Ελλάδα για «σοβινισμό» και εκφασισμό της κοινωνίας (το δεύτερο όντως αποτελούσε πραγματικότητα, καθώς η Ελλάδα βρισκόταν στα πρόθυρα του εμφυλίου), ενώ τα οικονομικά θέματα ετίθεντο ως τα «βασικά». Αυτά ήταν τα προσχήματα για τους χαμηλούς τόνους στις εδαφικές διεκδικήσεις, και ειδικά στο Βορειοηπειρωτικό. Βασικοί στόχοι ήταν να ενσωματωθεί η Ελλάδα στο Δυτικό μπλοκ και να επωμιστούν αποκλειστικά οι ελληνικές κυβερνήσεις την αποτυχία…

Η συχνή αλλαγή των κυβερνήσεων αργότερα από τον παντοδύναμο Αμερικανό πρέσβη Πιουριφόι, η Ελλάδα του δόγματος Τρούμαν / σχεδίου Μάρσαλ (1947), η Ελλάδα της προσχώρησης στο ΝΑΤΟ «για την ελληνοτουρκική φιλία και την αναχαίτιση του διεθνούς κομμουνισμού» (1949), είναι προς επίρρωση της κατρακύλας. Έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι σήμερα κυβέρνηση – Ν.Δ. – κράτος, όντας κληρονόμοι της νικήτριας παράταξης του εμφυλίου, συνεχίζουν να παρουσιάζουν τις εθνικές υποχωρήσεις (και δη για τα ζητήματα της Εθνικής μας Μειονότητας στην Αλβανία) ως προσόν. Γι’ αυτούς, έπος του 1940 σημαίνει τσίπουρο, ψητό κατσικάκι, λογύδρια και χοροί στα στρατιωτικά νεκροταφεία της Κλεισούρας και των Βουλιαράτων…

[1] «Η 28η Οκτωβρίου και η Ελληνική Μειονότητα στην Αλβανία» (φύλλο 562) και «Επίκαιρες σημασίες της 28ης Οκτωβρίου» (φύλλο 703).
[2] Στο χρονικό διάστημα της κατοχής, μόνο το ΕΑΜ συνδέει την απελευθέρωση με όλες τις εδαφικές διεκδικήσεις, μαζί με την Κύπρο. Η εξόριστη κυβέρνηση Τσουδερού (υπόμνημα προς βασιλιά Γεώργιο, 4/7/1941) και οι υπόλοιπες οργανώσεις (κεντρώες, δεξιές, ακροδεξιές, φιλοβασιλικές, «στρατηγοί» κ.λπ.) έχουν εξαφανίσει την Κύπρο από τις διεκδικήσεις τους. Στη διάσκεψη του Λιβάνου, τον Μάιο του 1944, το ΕΑΜ πρότεινε ως εθνικές διεκδικήσεις: Βόρεια Ήπειρος, Δωδεκάνησα, Κύπρος, Ανατολική Θράκη.
[3] ΑΦΔ, φακ. 71, υποφ. 4, 103, 1/7/1946 (πρωτογενής πηγή, αναφ. στο «Διπλωματία του ανέφικτου», σελ. 178).
[4] Η αρχική διεκδίκηση αποζημιώσεων από την Ιταλία, ύψους 14,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων (τιμές 1938), περιορίστηκε με τη «φιλική» διπλωματία των Αγγλοαμερικανών σε… 100 εκατομμύρια.

Ενδεικτική βιβλιογραφία:
– Greece and the Great Powers, Stefanos Xydis, 1963
– Η διπλωματία του ανέφικτου, Περικλής Χριστίδης, University Studio Press, 2009

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!