Οι ΗΠΑ μπαίνουν σε προεκλογική περίοδο: στις 6 Νοεμβρίου θα πραγματοποιηθούν οι λεγόμενες ενδιάμεσες εκλογές (ονομάζονται έτσι επειδή διεξάγονται στο μέσο περίπου κάθε προεδρικής θητείας), στις οποίες θα ανανεωθεί το σύνολο των 435 βουλευτών, το 1/3 των γερουσιαστών και η πλειοψηφία των πολιτειακών κυβερνητών. Το Δημοκρατικό Κόμμα, που σήμερα μειοψηφεί τόσο στη Βουλή των Αντιπροσώπων όσο και στη Γερουσία, ευελπιστεί να ανατρέψει την παντοδυναμία των Ρεπουμπλικανών – υποστηριζόμενο από τα περισσότερα ΜΜΕ και από δυναμικά κέντρα του κατεστημένου, που κρατούν αμείωτη την ένταση των εφ’ όλης της ύλης επιθέσεών τους στον Τραμπ*.

Από την άλλη, το προεδρικό στρατόπεδο αντεπιτίθεται, κατηγορώντας το «σύστημα» ότι στήνει κακόβουλες σκευωρίες ενάντια στον Αμερικανό πρόεδρο. Ο ίδιος ο Τραμπ αυτήν την εβδομάδα, μιλώντας σε στελέχη των Ευαγγελιστών, είπε πως «κάνει ό,τι μπορεί για το καλό της Αμερικής» και προειδοποίησε πως τυχόν νίκη των Δημοκρατικών «θα καταστρέψει, και μάλιστα με βίαιο τρόπο, όλα όσα έχουμε πετύχει»! Άρα κάθε άλλο παρά ατονεί ο ιδιότυπος και άνευ προηγουμένου αμερικανικός εμφύλιος**, αντανάκλαση της παγκόσμιας συστημικής ενδόρρηξης στην ισχυρότερη δύναμη της Δύσης. Και ταυτόχρονα αυτή η αντιπαράθεση επιτείνει τη σύγχυση τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ όσο και στη διεθνή σκηνή. Εκεί γίνεται όλο και πιο δύσκολο να διακρίνει κανείς έναν στοιχειωδώς ενιαίο μακροπρόθεσμο δυτικό σχεδιασμό απέναντι στις προκλήσεις που θέτουν αντίπαλες οντότητες – από τη Μόσχα και το Πεκίνο ως «μικρότερες» περιφερειακές δυνάμεις.

Επιθετικοί ελιγμοί

Ο Τραμπ συνεχίζει τους ελιγμούς και τις, από πρώτη ματιά, αντιφατικές πολιτικές με στόχο την παραμονή του στην εξουσία και την όλο και πιο τολμηρή εφαρμογή της γραμμής του

Οπωσδήποτε, ο Τραμπ συνεχίζει τους ελιγμούς και τις, από πρώτη ματιά, αντιφατικές πολιτικές με στόχο την παραμονή του στην εξουσία και την όλο και πιο τολμηρή εφαρμογή της γραμμής του. Σε ορισμένα μέτωπα, όπως τα φιλοπόλεμα σχέδια εναντίον του Ιράν, σέρνει πίσω του ακόμη και εσωτερικούς αντιπάλους του – αφού η επιρροή του σιωνιστικού λόμπι, που εδώ και χρόνια ονειρεύεται την ισοπέδωση αυτής της ενοχλητικής για την Ουάσιγκτον και το Ισραήλ περιφερειακής δύναμης, εκτείνεται σε όλο σχεδόν το πολιτικό και επιχειρηματικό φάσμα. Σε άλλα, όπως η οξυνόμενη κόντρα με το καθεστώς Ερντογάν, η υποστήριξη που αποσπά είναι πιο περιορισμένη και λιγότερο ενθουσιώδης, αφού ακόμη και στενοί σύμβουλοί του φοβούνται μια οριστική «απώλεια» της Τουρκίας.

Ακόμη δεν έχει ξεκαθαριστεί αν θα συμβεί το ίδιο και στο αντικινεζικό μέτωπο, στο οποίο επικεντρώνει ξανά ο Αμερικανός πρόεδρος, κατηγορώντας το Πεκίνο τόσο για τη μη πρόοδο των διαπραγματεύσεων με τη Βόρεια Κορέα όσο και για την υπόθεση της υποκλοπής των ηλεκτρονικών μηνυμάτων και εγγράφων της Χίλαρι Κλίντον, πρώην ΥΠΕΞ και ορκισμένης αντιπάλου του. Όπως και στην υπόθεση της διαρροής χιλιάδων μηνυμάτων του «βαθέος κράτους» του Δημοκρατικού Κόμματος (τα οποία αποκάλυπταν μεταξύ άλλων τις δολοπλοκίες ενάντια στον Μπέρνι Σάντερς, εσωκομματικό αντίπαλο της Κλίντον), για την υποκλοπή ύποπτοι θεωρούνταν οι Ρώσοι – και κατ’ επέκταση ο ίδιος ο Τραμπ, που κατηγορείται ότι εκλέχθηκε με τη βοήθειά τους.

Ο «κίτρινος κίνδυνος» επιστρέφει

Τώρα λοιπόν ο Αμερικανός πρόεδρος αιφνιδιάζει για άλλη μια φορά τους πάντες φορτώνοντας το φταίξιμο στο Πεκίνο. Μ’ ένα σμπάρο δυο τριγόνια: απομακρύνει τις κατηγορίες για ρωσική παρέμβαση υπέρ του, και ταυτόχρονα στοχοποιεί την Κίνα – τη μεγαλύτερη ίσως μελλοντική απειλή για την ήδη υποβαθμιζόμενη αμερικανική αυτοκρατορία. «Αποκαλύπτοντας» έναν κινεζικό δάκτυλο, ο Τραμπ απαιτεί τώρα από τους επικεφαλής της αμερικανικής δικαιοσύνης να διερευνήσουν την υπόθεση κάτω από διαφορετικό πρίσμα. Οι νέες αιφνιδιαστικές αντικινεζικές ομοβροντίες μπορεί σε μεγάλο βαθμό να υπαγορεύονται από μικροπολιτικές σκοπιμότητες, αλλά μέχρι στιγμής δεν αντιμετωπίζονται με τη συνήθη ειρωνεία. Ο λόγος είναι ότι πατούν στους φόβους του βορειοαμερικανικού κατεστημένου για τον «κίτρινο κίνδυνο».

Εξάλλου, σύμφωνα με τον Αμερικανό πρόεδρο, το Πεκίνο ευθύνεται και για την έλλειψη προόδου στις διαπραγματεύσεις με τη Βόρεια Κορέα – η οποία, λέει ο Τραμπ, εκβιάζεται από την κινεζική ηγεσία να τηρεί παρελκυστική τακτική! Το γεγονός ότι τα μεγάλα αμερικανικά ΜΜΕ (κατά τα άλλα προθυμότατα να υπονομεύσουν τον Τραμπ) δεν τον πήραν στο ψιλό αποτελεί μια πρόσθετη ένδειξη ότι η ανησυχία που προκαλεί η ενίσχυση της κινεζικής επιρροής είναι… υπερκομματική. Αυτό μαρτυρούν και πρόσφατα εκφοβιστικά δημοσιεύματα (π.χ. στους New York Times) που ισχυρίζονται ότι πλέον ο κινεζικός στόλος είναι μεγαλύτερος από αυτόν των ΗΠΑ, προπαρασκευάζοντας τη βορειοαμερικανική κοινή γνώμη για κλιμάκωση της έντασης με το Πεκίνο μεταξύ άλλων και στη Σινική Θάλασσα…

* Βλ. άρθρο «Σάλος μετά το Ελσίνκι» (φύλλο 417, σελ. 15).

** Βλ. άρθρο «Αμερικανικού εμφυλίου συνέχεια» (φύλλο 415, σελ. 15).

 

Ο… σοσιαλδημοκράτης Τραμπ

Ο Αμερικανός πρόεδρος ποτέ δεν έκρυψε την εχθρότητά του για τη NAFTA, τη συμφωνία «ελεύθερου» εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού, την οποία θεωρεί υπεύθυνη για τη μεταφορά σημαντικών βορειοαμερικανικών βιομηχανιών στο χαμηλού εργατικού κόστους Μεξικό. Έτσι ουσιαστικά αυτή η συμφωνία-πιλότος της παγκοσμιοποίησης ουσιαστικά τέθηκε εκτός ισχύος, με τον Τραμπ να επιδιώκει μια «βελτιωμένη» εκδοχή – ή ακόμη, στην περίπτωση που ο Καναδάς δεν συναινέσει, την πλήρη κατάργησή της. Διόλου περίεργα, την αναθεώρηση ή και κατάργηση της NAFTA ζητούν και όλα τα συνδικάτα των τριών χωρών που την συνέπηξαν: των ΗΠΑ και του Καναδά επειδή χάνονται θέσεις εργασίας ή εκβιάζονται να δεχτούν χαμηλότερα μεροκάματα υπό την απειλή μετακόμισης στο Μεξικό, του δε Μεξικού διότι ουσιαστικά η NAFTA τα αχρήστευσε, αφού οι βιομηχανίες που μεταφέρθηκαν στο Μεξικό «προστατεύονται» από τη συνδικαλιστική δράση και τη διεκδίκηση αυξήσεων. Αντίθετα, και εξίσου φυσικά, οι πολυεθνικές αποτελούν τους πιο ενθουσιώδεις υποστηρικτές της NAFTA, αφού χάρη σ’ αυτήν πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους.

Τι έκανε λοιπόν τώρα ο Τραμπ; Κατέληξε σε μια νέα συμφωνία με την απερχόμενη  κυβέρνηση του Μεξικού (στην οποία καλείται ο Καναδάς να προσχωρήσει, αλλιώς μένει εκτός νυμφώνος), η οποία υλοποιεί βασικά αιτήματα των συνδικάτων και προκαλεί τις υστερικές διαμαρτυρίες των οπαδών της παγκοσμιοποίησης. Γιατί; Επειδή, μεταξύ άλλων, θέτει –για πρώτη φορά σε μια συμφωνία «ελεύθερου» εμπορίου– τον όρο να υπάρχει και στις δύο χώρες ελάχιστος μισθός και εργατικά δικαιώματα! Συγκεκριμένα, όσον αφορά την αυτοκινητοβιομηχανία, ορίζει ότι τουλάχιστον το 45% των αυτοκινήτων και ανταλλακτικών θα παράγονται από εργάτες οι οποίοι θα αμείβονται με 16 δολάρια την ώρα (έναντι των 2,25 δολαρίων που παίρνουν τώρα κατά μέσο όρο οι Μεξικάνοι εργάτες). Επιπλέον, ορίζεται ότι θα ισχύουν οι νόρμες του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας –που είχαν ακυρωθεί από τη NAFTA– και θα επιτραπεί η απρόσκοπτη δράση των συνδικάτων. Τέλος, καταργούνται τα μεροληπτικά «ιδιωτικά δικαστήρια» της NAFTA, που είχαν αντικαταστήσει τα εθνικά δικαστήρια.

Εν ολίγοις, πρόκειται για υλοποίηση, έστω και δειλή, των βασικότερων αιτημάτων του βορειοαμερικανικού αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος της περασμένης δεκαετίας. Από την πλευρά του Τραμπ, ο στόχος είναι προφανής: η επιστροφή βιομηχανιών στις ΗΠΑ, όπου ολόκληρες πολιτείες έχουν ερημώσει και εξαθλιωθεί από τότε που οι πολυεθνικές κατασκεύασαν με τη NAFTA έναν φτηνό μεξικάνικο παράδεισο. Εναλλακτικά (στην περίπτωση π.χ. του γερμανικού ομίλου Volkswagen), επιδιώκει την επιβολή βαριών δασμών στα αυτοκίνητα που παράγονται στο Μεξικό από κακοπληρωμένους εργάτες. Την ίδια στιγμή, το αμερικανικό Υπουργείο Γεωργίας ανακοίνωσε τη χορήγηση 4,8 δισεκατομμυρίων δολαρίων στους αγρότες των ΗΠΑ, που πλήττονται από τον εμπορικό πόλεμο, ώστε να αποφευχθούν οι διαμαρτυρίες του αγροτικού κόσμου ότι ευνοούνται μονάχα οι βιομηχανικοί εργάτες. Η αμηχανία των «προοδευτικών» μπροστά σε μια τέτοια συμφωνία είναι διασκεδαστική. Δύσκολο να χωνέψουν το παράδοξο, ένας αντιδραστικός να κάνει πράξη τα κούφια λόγια της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας!

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!