του Σήφη Κασσεσιάν
Είναι πολλές οι ομοιότητες που συνδέουν την περίπτωση του εμβληματικού προέδρου (1970-73) της Χιλής, Σαλβαδόρ Αλιέντε, με εκείνη του σημερινού πρωθυπουργού της Αρμενίας, Νικόλ Πασινιάν. Πρώτη και κύρια είναι ότι και οι δύο εξελέγησαν ακυρώνοντας κάθε προηγούμενο: ο Αλιέντε ήταν ο παγκοσμίως πρώτος μαρξιστής πρόεδρος χώρας εκλεγμένος με ελεύθερες εκλογές, και ο Πασινιάν είναι ο πρώτος υποψήφιος της αντιπολίτευσης που κέρδισε εκλογές στην Αρμενία. Και οι δύο ενσάρκωσαν ένα όραμα των λαών τους για κοινωνική δικαιοσύνη: ο μεν Αλιέντε με την πρόθεση να χρησιμοποιήσει ως εργαλείο τις μαρξιστικές πολιτικές και οικονομικές προσεγγίσεις, ο δε Πασινιάν με την επιδίωξη να απαλλάξει τον αρμενικό λαό από τον ασφυκτικό έλεγχο των ληστοκρατών ολιγαρχών στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας, και να ανοίξει τον δρόμο σε μια υγιέστερη αστική, φιλελεύθερη δημοκρατία.
Η λυσσώδης αντίδραση του κατεστημένου είναι κοινή στις περιπτώσεις και των δύο ηγετών. Και οι δύο αντιμετώπισαν πολλές δυσχέρειες στη διαδικασία απόκτησης του ελέγχου του κράτους, χωρίς τελικά να τον αποκτήσουν πλήρως. Ο Αλιέντε τελικά ανετράπη και φονεύτηκε μαχόμενος στα ερείπια του προεδρικού μεγάρου στο Σαντιάγο, μετατρέποντας το θάνατό του σε σύμβολο, παρακαταθήκη και σημείο αναφοράς για τους μελλοντικούς αγώνες του χιλιανού λαού. Ο Πασινιάν βρίσκεται και εκείνος αντιμέτωπος με την απειλή ανατροπής του. Το κλεπτοκρατικό κατεστημένο εκμεταλλεύεται την ήττα της Αρμενίας στον πρόσφατο πόλεμο με το Αζερμπαϊτζάν για να απαιτήσει την παραίτηση του εκλεγμένου τον Δεκέμβριο του 2018 (και με ποσοστό 70,4%) πρωθυπουργού.
Παλιοί λογαριασμοί
Ο πόλεμος κατά του Πασινιάν δεν είναι, βέβαια, πρόσφατος. Ο τελευταίος ακολούθησε μια ήπια μεταρρυθμιστική πολιτική, απογοητεύοντας, μάλιστα, ένα μέρος των ψηφοφόρων του, οι οποίοι επιθυμούσαν πιο ρηξικέλευθες λύσεις. Ίσως αυτό ενθάρρυνε το κατεστημένο, το οποίο παρέμεινε εν πολλοίς στο απυρόβλητο, και αναπτέρωσε τις ελπίδες των εκπροσώπων του για επιστροφή στο πολιτικό προσκήνιο. Με την οικονομία να ελέγχεται από τους ολιγάρχες, το διπλωματικό και το δικαστικό σώμα να είναι επανδρωμένα από εγκάθετους της κλεπτοκρατίας και τον στρατό και τις δυνάμεις ασφαλείας να στελεχώνονται από βαθμοφόρους που είχαν αναδειχθεί και σταδιοδρομήσει στις τρεις δεκαετίες (1990-2018) του παλαιού καθεστώτος, ο Πασινιάν δεν στηριζόταν παρά μόνο στην υποστήριξη του λαού. Ήταν γι’ αυτό υποχρεωμένος να ελίσσεται, να συμβιβάζεται και να επιλέγει λεπτούς χειρισμούς.
Η πιο διαβόητη περίπτωση εξ αντικειμένου αδυναμίας του Πασινιάν είναι εκείνη του δικαστικού σώματος. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα είναι η παραπομπή σε δίκη του πάμπλουτου (μεταξύ άλλων ιδιοκτήτη βίλας στη Μύκονο και ξενοδοχείου στην Αλεξανδρούπολη) πρώην προέδρου της Αρμενίας, Ρομπέρτ Κοτσαριάν, ως υπεύθυνου για το φόνο –από τις δυνάμεις ασφαλείας– δέκα διαδηλωτών την 1η Μαρτίου 2008. Η σκανδαλώδης εύνοια των δικαστών προς τον κατηγορούμενο, αντίθετη όχι απλώς στις επιθυμίες του Πασινιάν, αλλά και στις προσδοκίες του λαού για κάθαρση, υποχρέωσε τον πρωθυπουργό να αναγγείλει τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, προκειμένου να του δοθεί το δικαίωμα να αλλάξει τα μέλη του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Όμως η έλευση της πανδημίας του Covid-19 ματαίωσε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος.
Οι μάζες, στους κόλπους των οποίων η δημοφιλία του Πασινιάν δεν είναι ενδεχομένως τόσο υψηλή όσο το 2018, αντιμετωπίζουν παρ’ όλα αυτά με τρόμο το ενδεχόμενο επιστροφής στην παλαιά τάξη πραγμάτων
Αντιπολίτευση χωρίς κοινωνική δυναμική
Η υπογραφή της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός της 9ης προς 10η Νοεμβρίου 2020 έδωσε το έναυσμα για την εξαπόλυση μιας εκστρατείας ανατροπής του Πασινιάν. Πρώτη έκφανσή της υπήρξε η ολιγόωρη κατάληψη του Αρμενικού Κοινοβουλίου από μερικές δεκάδες νεαρών και το άγριο ξυλοκόπημα του προέδρου της Βουλής, ο οποίος υποχρεώθηκε σε πολυήμερη νοσηλεία. Η ελάχιστη χρονική απόσταση ανάμεσα στην υπογραφή της εκεχειρίας και τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία των «αγανακτισμένων πολιτών» προσδίνει στην τελευταία ένα έντονο άρωμα προβοκάτσιας. Το κίνημα κατά του Πασινιάν κλιμακώθηκε τις ακόλουθες ημέρες. Κύριος φορέας του κινήματος είναι ένας συνασπισμός 16 κομμάτων. Τα περισσότερα από αυτά είναι κόμματα-σφραγίδες: μόνο το κόμμα της Ευημερούσας Αρμενίας, προσωπικό κόμμα του ολιγάρχη Γκαγκίκ Τζαρουκιάν, διαθέτει έδρες στο Κοινοβούλιο. Από τα υπόλοιπα, κομματικό μηχανισμό έχει μόνο η Αρμενική Επαναστατική Ομοσπονδία – παρ’ όλα αυτά απέτυχε να εκλέξει έστω και έναν βουλευτή στις εκλογές του 2018.
Οι σχεδόν καθημερινές συγκεντρώσεις των 16, με κύριο σύνθημα «Νικόλ Προδότη» και με αίτημα την άμεση διεξαγωγή εκλογών αφού προηγηθεί παραίτηση του Πασινιάν, απέτυχαν να προσελκύσουν επαρκή αριθμό συμμετεχόντων ώστε να δημιουργήσουν μια κοινωνική δυναμική προς την κατεύθυνση της επιτυχίας του στόχου τους. Οι μάζες, στους κόλπους των οποίων η δημοφιλία του Πασινιάν δεν είναι ενδεχομένως τόσο υψηλή όσο το 2018, αντιμετωπίζουν παρ’ όλα αυτά με τρόμο το ενδεχόμενο επιστροφής στην παλαιά τάξη πραγμάτων. Από την πλευρά του, ο Πασινιάν έχει επιδείξει ένα πνεύμα αυτοσυγκράτησης και ήπιας αντιμετώπισης των διαδηλωτών. Πέρα από την προσαγωγή σε αστυνομικά τμήματα κάποιων από τους οργανωτές των διαδηλώσεων, πριν ή κατά τη διάρκεια των τελευταίων, δεν έχει έλθει στη δημοσιότητα ούτε μια φωτογραφία διαδηλωτή με ανοιγμένη μύτη.
Η στάση του Βλαντιμίρ Πούτιν υπήρξε επίσης καίριο πλήγμα για την αντιπολίτευση στην Αρμενία. Είναι γνωστό ότι ο Ρώσος ηγέτης έχει στενές προσωπικές (λέγεται και επιχειρηματικές) σχέσεις με τους κορυφαίους εκπροσώπους της αρμενικής ολιγαρχίας. Ωστόσο, ενόψει της εμφανούς δημοφιλίας του Πασινιάν και με δεδομένη τη δυσαρέσκεια του αρμενικού λαού για την (σκόπιμα;) καθυστερημένη παρέμβαση της Ρωσίας στην κρίση, και έχοντας ήδη επιτύχει να προωθήσει τα πιόνια του στην καυκασιανή σκακιέρα, ο Ρώσος ηγέτης επέλεξε να μη στηρίξει την ταξικά και ιδεολογικά προσκείμενη σε αυτόν αρμενική αντιπολίτευση. Εγκωμίασε μάλιστα τον Πασινιάν ως «θαρραλέο» ηγέτη.
Παίζουν τα τελευταία χαρτιά τους
Τα πυρομαχικά της αντιπολίτευσης εξαντλήθηκαν με την εισήγηση του (κατάλοιπου κι αυτού του παλαιού καθεστώτος) Προέδρου της Δημοκρατίας, Αρμέν Σαρκισιάν, για δημιουργία μιας παρενθετικής κυβέρνησης από τεχνοκράτες μέχρι τη διεξαγωγή εσπευσμένων εκλογών, και με τον προσδιορισμό της 8ης Δεκεμβρίου ως καταληκτικής για την παραίτηση του Πασινιάν ημερομηνίας – μετά από την οποία οι οπαδοί της αντιπολίτευσης θα εγκαινίαζαν μια εκστρατεία πολιτικής ανυπακοής.
Ακριβώς την ημέρα αυτή επέλεξαν οι Αρμένιοι πατριάρχες της Κιλικίας και του Ετσμιατζίν για να προβούν σε μια (καταφανώς συντονισμένη εκ των προτέρων) παρέμβαση, ζητώντας με διαγγέλματά τους την παραίτηση του Πασινιάν. Πρόκειται για μια παρέμβαση που προφανώς δεν προάγει την ενότητα του αρμενικού λαού και που αυτονόητα θα επιτείνει την ήδη βαθιά αποξένωση ενός τμήματος του από την επίσημη Αρμενική Εκκλησία.
Καθ’ όλες τις ενδείξεις, ο Πασινιάν, επίμονος μαχητής, όπως και ο Σαλβαδόρ Αλιέντε, δεν θα εγκαταλείψει την πρωθυπουργία, αφήνοντας ημιτελές το εγχείρημα που ανέλαβε το 2018. Αλλά και δεν θα έχει την τύχη του Χιλιανού ομολόγου του. Εκτός και αν προκύψει ένας Αρμένιος Αουγκούστο Πινοσέτ…