του Δημήτρη Μπελαντή*

Το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί στην Βουλή σχετικά με τη ρύθμιση των διαδηλώσεων και, πιθανότατα θα τεθεί προς ψήφιση μέσα στον Ιούλιο, έχει πίσω του μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Η χώρα μας είναι μάλλον η μοναδική χώρα, μεταξύ των ευρωπαϊκών, όπου από το 1975 μέχρι σήμερα η συνταγματική ρύθμιση για την διαδήλωση (άρθρο 11 του Συντάγματος) δεν συνοδεύεται από εκτελεστικό νόμο. Ή, για να το πούμε με μεγαλύτερη ακρίβεια, ο εκτελεστικός νόμος τυπικά εξακολουθεί να είναι ακόμη ένα δικτατορικό νομοθέτημα (το ν.δ. 794/1971), το οποίο ισχύει ως μηδέποτε καταργηθέν αλλά βρίσκεται σε έντονη αντίθεση με το Σύνταγμα που τέθηκε σε ισχύ, τέσσερα χρόνια αργότερα από αυτό, καθώς εισάγει περιορισμούς πολύ εντονότερους από αυτούς που επιτρέπει το Σύνταγμα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα στην πράξη να ισχύουν εκείνες μόνο οι διατάξεις του που ήταν συμβατές με το Σύνταγμα, δηλαδή η απαγόρευση υπαίθριας δημόσιας συνάθροισης από την αστυνομική αρχή ή η διάλυση αυτής (Το Σύνταγμα προβλέπει «απαγόρευση δημόσιας υπαίθριας συνάθροισης με αιτιολογημένη απόφαση της αστυνομικής αρχής, γενικά, αν προκύπτει σοβαρός κίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια, σε ορισμένη δε περιοχή αν απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής, όπως νόμος ορίζει», άρθρο 11 παρ. 2 του Συντάγματος). Ο αείμνηστος καθηγητής Μανωλεδάκης στο έργο του «Προστασία της πολιτειακής εξουσίας» (Θεσσαλονίκη 1988) είχε επισημάνει ότι το ν.δ. 794/1971 ήταν τόσο αντισυνταγματικό, ώστε θα έπρεπε να θεωρείται καταργημένο σύμφωνα με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 112 του Συντάγματος. Αυτή η ορθή άποψη, δυστυχώς, δεν επικράτησε.

Το νομοσχέδιο επιβεβαιώνει, με κάποιες τροποποιήσεις, την ισχύ εκείνων ακριβώς των ρυθμίσεων του ν.δ. 794/1971, που είχαν θεωρηθεί στην πράξη αντισυνταγματικές και, αν και ίσχυαν τυπικά, είχαν καταστεί πρακτικά ανενεργές. Οι βασικές είναι η υποχρέωση προγενέστερης γνωστοποίησης της διαδήλωσης στην αστυνομική αρχή (πλέον ηλεκτρονικά), κατά το άρθρο 3 του νομοσχεδίου, και ο ορισμός από την συλλογικότητα που την καλεί ενός «προσώπου» ως οργανωτή (άρθρα 3 και 4 του νομοσχεδίου ,που επαναλαμβάνει αλλά και επεκτείνει τις ρυθμίσεις των, επίσης, άρθρων 3 και 4 του ν.δ. 794/1971). Διαβάζοντας τις υποχρεώσεις του «οργανωτή» στο άρθρο 4 μένει κανείς έκπληκτος, καθώς διαπιστώνει ότι ο «οργανωτής» (στο παλιότερο νομοθέτημα λεγόταν και «πρόεδρος της συνάθροισης») έχει εν πολλοίς και αστυνομικά καθήκοντα: ορίζει άτομα για περιφρούρηση, συνεργάζεται συνεχώς με την αστυνομική ή λιμενική αρχή, ενημερώνει διαδηλωτές να μην φέρουν αντικείμενα κατάλληλα για πράξεις βίας… και συνεργάζεται με την αστυνομία για την απομάκρυνσή τους («ζητεί την παρέμβασή της» για τον σκοπό αυτόν).

Το νομοσχέδιο, ιδίως αν εγκριθεί, συνιστά σοβαρότατη νομική και πολιτική τομή, προς την κατεύθυνση της σοβαρής περιστολής ή και κατάργησης ακόμη του δικαιώματος στη διαδήλωση κατά την άσκησή του. Είναι σοβαρός κρίκος του αντιδημοκρατικού μετασχηματισμού όλης της δημόσιας ζωής που επιχειρεί η κυβέρνηση

Αν ο «οργανωτής» παραλείψει να τα κάνει όλα αυτά, υπέχει, κατά το άρθρο 13 παρ. 4 του νομοσχεδίου αντικειμενική αστική ευθύνη για αποζημίωση για όλες εκείνες τις ζημίες επί της ζωής, σωματικής ακεραιότητας ή ιδιοκτησίας όσων πλήγηκαν από επεισόδια κατά την διαδήλωση. Με την εξαίρεση του «οργανωτή» που έλαβε όλα τα αναγκαία μέτρα (;;;) για την αποτροπή αυτών των ζημιώσεων. Αυτή η διάταξη, με παραλλαγμένο τρόπο, ανακαλεί την αντικειμενική ποινική ευθύνη (ιδιώνυμο αδίκημα) των διοργανωτών ή ομιλητών κατά το άρθρο 9 του ν.δ. 794/1971, αν μετέχουν σε απαγορευθείσα διαδήλωση, αρνούνται να συμμορφωθούν στην πρόσκληση της αστυνομίας για διάλυση της διαδήλωσης κ.λπ. Μόνο που εδώ δεν υπάρχει ποινική ευθύνη αλλά υποχρέωση χρηματικής αποζημίωσης.

Και στις δύο περιπτώσεις, του ν.δ. 794/1971 και του νομοσχεδίου, αν και σε αυτήν του τωρινού νομοσχεδίου ακόμη εντονότερα, έχουμε μια μορφή αντικειμενικής ευθύνης (αποχωρισμένης από την υπαιτιότητα του προσώπου για τα συγκεκριμένα επεισόδια) που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει ευθύνη και της καλούσας οργάνωσης και του προσώπου που αυτή όρισε για επεισόδια με τα οποία δεν σχετίζεται, μια μορφή καθαρά συλλογικής ευθύνης. Στην περίπτωση του νομοσχεδίου, ο «εκπρόσωπος» ή «οργανωτής» (για μια συγκεκριμένη διαδήλωση ή για όλες) θα καλείται να πληρώσει πιθανόν και τεράστια ποσά για επεισόδια που δεν τα προκάλεσε (αυτός ή η οργάνωσή του) αλλά, απλώς, δεν τα κατάφερε ή «δεν προσπάθησε» (ως όργανο επικουρικό ουσιαστικά της αστυνομίας) να τα αποτρέψει. Είναι φανερό ότι αυτή η ρύθμιση, που παραβιάζει την προφανή αρχή της εξατομίκευσης της αστικής ευθύνης και της αρχής της υπαιτιότητας, στρέφεται και κατά των οργανώσεων, κοινωνικών, συνδικαλιστικών ή πολιτικών, αποσκοπώντας στον παροπλισμό ή και τη διάλυσή τους ακόμη.

Αλλά και η ίδια η υποχρέωση προγενέστερης γνωστοποίησης και ορισμού «οργανωτή» παρουσιάζει σοβαρά νομικά και συνταγματικά προβλήματα. Το Σύνταγμα εισάγει μια δυνατότητα προληπτικής απαγόρευσης από την αστυνομία αλλά όχι ένα σύστημα άδειας για την διαδήλωση ή πάντως προληπτικού ελέγχου αυτής. Ακόμη και αν θεωρηθεί ότι όλες οι «γνωστοποιήσεις» θα είναι τυπικές και δεν θα υπάρχει κρατική έγκριση επί αυτών, η μη γνωστοποίηση (που μπορεί να οφείλεται και σε απλή αμέλεια) θα αποτελεί έναν πρόσθετο σοβαρό λόγο για την απαγόρευση ή έστω για τη διάλυση «εν τω πράττεσθαι» μιας διαδήλωσης. Πόσο μάλλον που θα είναι δύσκολο να βρεθεί πρόσωπο από μια οργάνωση που θα αναλαμβάνει τέτοιαν σοβαρή χρηματική ευθύνη (είναι ασαφές αν θα ενάγεται για αποζημίωση η οργάνωση, ο εκπρόσωπος αυτής ή και οι δύο από κοινού).

Το νομοσχέδιο, ιδίως αν εγκριθεί, συνιστά σοβαρότατη νομική και πολιτική τομή, προς την κατεύθυνση της σοβαρής περιστολής ή και κατάργησης ακόμη του δικαιώματος στη διαδήλωση κατά την άσκησή του. Είναι σοβαρός κρίκος του αντιδημοκρατικού μετασχηματισμού όλης της δημόσιας ζωής που επιχειρεί η κυβέρνηση. Πρέπει να αντισταθούμε για να μην περάσει.

* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι νομικός.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!