Οι «μαχητές» δεν υπερασπίζονται κανένα δημόσιο χώρο αλλά τη «φάση» τους, τη δυνατότητα «να υπάρχουν», αναπαραγόμενοι απλά ή διευρυμένα. Πρόκειται για ένα συνηθισμένο μοτίβο: Η αδυναμία να οριστεί το κάθε φορά «υπερασπίσιμο», η έκταση και οι χωρητικότητές του. Το δημόσιο πανεπιστήμιο έχει πολλές διαστάσεις που χτυπιούνται στα ίσια ή υπογείως εδώ και αρκετά χρόνια. Το όραμα είναι τα περίφημα campus. Ιδιωτικοί χώροι παροχής υπηρεσιών κατάρτισης. Με τις πέντε λέξεις της φράσης να περιγράφουν έναν μετασχηματισμό μεγάλης κλίμακας. Ιδιωτικό αντί δημόσιο, χώρος αντί θεσμός, παροχή αντί κοινωνικού δικαιώματος, υπηρεσία αντί για αγαθό, κατάρτιση αντί για παιδεία. Το άσυλο ουδεμία σχέση μπορεί να έχει με όλα αυτά, εξ ου και στο στόχαστρο εδώ και πολλά χρόνια. Τα πανεπιστήμια πρέπει να είναι χώροι «καθαροί» και περίκλειστοι. «Μαγαζιά». Ο αγώνας ενάντια στο περιβόητο «μπάχαλο» αυτή ακριβώς την κατάσταση θέλει να προσδιορίσει.
Η απάντηση σε αυτές τις στοχεύσεις προϋποθέτει πρώτα απ’ όλα ότι αναγνωρίζονται επαρκώς. Γιατί αν ο εχθρός μας είναι γενικώς το «αστικό πανεπιστήμιο» ή το «σχολείο που αναπαράγει την κυριαρχία» τότε τα πράγματα αλλάζουν. Κι εδώ, ακόμα και στο επίπεδο των διοικήσεων, το παιχνίδι δεν είναι ληγμένο. Γιατί παραδόσεις και ακαδημαϊκότητα στα πανεπιστήμια ή ακόμα και μια αγάπη για το δημόσιο ίδρυμα –ναι υπάρχουν και τέτοια φορτία– μπορούν να βάλουν τρικλοποδιές σε αυτές τις εξελίξεις. Μικρή αξία έχει λοιπόν το σε ποια μεριά ανήκει ο πρύτανης της ΑΣΟΕΕ. Το βασικό είναι ότι η «τιμωρία» του αθροίζεται πανεύκολα σε μια απολύτως συστημική προσπάθεια να παρουσιαστεί το υπαρκτό πανεπιστήμιο ως ασθενής, σάπιο, άξιο επιτήρησης και εξαγνισμού. Έχει μάλιστα ενδιαφέρον ότι η Σύνοδος των Πρυτάνεων απέρριψε τις προτάσεις Μητσοτάκη για τη δημιουργία σωμάτων με οποιαδήποτε σχέση άμεση ή έμμεση με την Ελληνική Αστυνομία, όπως και την επιβολή ελέγχου πρόσβασης (π.χ. είσοδος με χρήση καρτών) παρά μόνο σε ευαίσθητες υποδομές, όπως συγκεκριμένα εργαστήρια. Η αιτιολόγηση; Τα Πανεπιστήμια είναι ανοιχτές κοινότητες…
***
Ως προς τη διαπόμπευση. Κι αυτή πράξη εντελώς ιδιωτική, κι αυτή «κλειστή», δίχως καμιά αναφορά σε μια ευρύτερη διαδικασία, παρά βλέποντας το δημόσιο χώρο σαν παιδική χαρά. Καινοτόμο προτζεκτάκι, σχεδιασμένο να ταρακουνήσει την κανονικότητα και τον καθωσπρεπισμό. Παντελώς άδειο από κοινωνικό νόημα ή καλύτερα γεμάτο από το «όλα επιτρέπονται» ή το «μην ψάχνεις τώρα για νόημα». Με πλήρη αδιαφορία, όχι τόσο για τη συστημική διαχείριση αυτού του γεγονότος –δεν είναι όλα υπολογισμοί– αλλά για το αντίκτυπο στο κοινωνικό σώμα και τα ήθη του. «Έχουν το δίκιο με το μέρος τους», λες κι είναι προφήτες κάποιας θρησκείας που πρέπει να βασιλέψει στον κόσμο και θα το επιβάλουν με όποιο μέσο θεωρούν αυτοί σωστό. Για να φορέσει κάποιος και με τέτοιο τρόπο ταμπέλα σε κάποιον άλλο, πρέπει να αντιλαμβάνεται τη δικιά του σαν πολύ ιερή. Είναι λοιπόν δείγμα υγείας ο αποτροπιασμός, όχι των καναλιών, αλλά της κοινωνίας.
Δεν πρόκειται για κάποια «εμείς» που σε δεύτερο χρόνο δρουν με τον α’ ή β’ τρόπο, σωστά, λάθος ή τραβηγμένα, αλλά για το ερώτημα γιατί διάφοροι τύποι –με την ευρεία έννοια- μπορούν να λογαριάζονται σαν κομμάτια μιας αντίστασης και μιας προσπάθειας για έναν καλύτερο κόσμο
Έτσι το πρόβλημα δεν είναι κάποιο κίνημα που σπιλώνεται από αυτές τις ενέργειες. Εκτός κι αν πάρουμε τοις μετρητοίς τους επαναστατικούς προσδιορισμούς με τους οποίους βαφτίζει ο καθένας την προσωπική και συλλογική του ύπαρξη. Εδώ φαίνεται να εκλείπει κάθε σκέψη για αναζήτηση κριτηρίων που θα μπορούσαν να στηρίξουν επιλογές και στάσεις. Δεν πρόκειται δηλαδή καθόλου για κάποια «εμείς» που σε δεύτερο χρόνο δρουν με τον α΄ ή β΄ τρόπο, σωστά, λάθος ή «τραβηγμένα», αλλά για το ερώτημα γιατί διάφοροι τύποι –με την ευρεία έννοια– μπορούν να λογαριάζονται σαν κομμάτια μιας αντίστασης, μιας προσπάθειας για έναν καλύτερο κόσμο κ.λπ. Κι εδώ φαίνεται να απουσιάζει μια ματιά στη συνολική κοινωνική συνθήκη (ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά κ.λπ.) και όχι σε κάποια στατικά υποκείμενα που τάχα τη συγκροτούν: Οι επαναστάτες και οι λιγότερο επαναστάτες. Η καθυστερημένη κοινωνία και αυτοί που «το λέει η καρδιά τους», οι ορθολογιστές και οι ψεκασμένοι, αυτοί που είναι με την τάξη και όχι με την πατρίδα κ.ο.κ. Κι είναι λυπηρό, αλλά έτσι τα φέρνει η ζωή, κάποιοι να επικηρύσσονται όχι ως αντίπαλοι αλλά ως σύμμαχοι του Χρυσοχοΐδη στον αγώνα του «κατά των άκρων» – και όχι επειδή είναι ασφαλίτες ή προβοκάτορες. Γιατί προφανώς οι τραμπούκοι καμία σχέση δεν έχουν με την «από δω πλευρά».
***
Δυο τελευταία ζητήματα: Πρώτον, είναι άστοχη και επικίνδυνη η αντίληψη για εύκολα «περάσματα» από απαλές σε επιθετικές συμπεριφορές και για «συγκοινωνούντα δοχεία». Για παράδειγμα, από την ψήφο στη Χρυσή Αυγή στην υπεράσπιση δολοφόνων, από το γιουχάισμα ή το γιαούρτωμα στα «σιδερικά» και τις εκτελέσεις, από το «σπάσιμο» μιας Συγκλήτου στον τραμπουκισμό κ.ο.κ. Έχει σημασία το έδαφος, το φόντο, οι «ευνοϊκές συνθήκες», όμως τίποτα δεν αποτελεί μονόδρομο. Βέβαια, θα ήταν καλό να αναγνωριστεί η γενική χρεοκοπία ενός τρόπου ύπαρξης των «αντιστάσεων» μέσα στις σχολές. Το σημαντικό όμως είναι ότι τα πράγματα ωθούνται στο να «ξεφύγουν». Όσα ζούμε και όσα έρχονται θα οξύνουν καταστάσεις, θα τροφοδοτήσουν αναταραχές και οργή. Μαζί όμως θα επιδιωχθεί και να στηθεί ένα πεδίο αντιπαράθεσης, ένα τερέν, στα μέτρα των κρατούντων και διαρκώς αφοπλιστικό για όσους έχουν κάθε λόγο να αγωνιστούν. Γι’ αυτό έχουν σημασία τα κριτήρια. Σήμερα, είναι μάλλον δυσκολότερο το να σηκωθούν π.χ. αρκετοί φοιτητές στο μάθημα και να αμφισβητήσουν, να ζητήσουν το λόγο, τις ευθύνες κ.ο.κ., για όσα συμβαίνουν στο πανεπιστήμιο (και εννοούμε τη συστημική διάλυση) παρά αυτό που έγινε. Ναι, δεν είναι τόσο φαντεζί, ούτε για πρωτοσέλιδο, ούτε για πολλών ειδών «φτιαξίματα», αλλά η ουσία του θα ήταν μεγαλύτερη και πιο απείθαρχη.
Δεύτερον. Είναι καλό να υπάρχουν στέκια στις σχολές και ας είμαστε «μείον μία αίθουσα μαθημάτων». Να χάνονται διδακτικές ώρες για τις συνελεύσεις των φοιτητών και να μπορούν εξωπανεπιστημιακοί (εκτός των εταιριών όπως πια καθιερώνεται) να διοργανώνουν εκδηλώσεις και δραστηριότητες. Όμως να προσληφθούν και φύλακες, να προστατεύονται όλων των ειδών οι υποδομές και ο εξοπλισμός, να υπάρχει φωτισμός, να μην αφεθεί χώρος σε παραεγκληματικές δραστηριότητες. (Στην πραγματικότητα βέβαια σε ελάχιστα ιδρύματα συμβαίνουν αυτές και σωστά η Σύνοδος των Πρυτάνεων απέρριψε τυχόν οριζόντια μέτρα). Όλα αυτά, και μάλιστα συνδυαστικά, θα έβαζαν ένα μικρό εμπόδιο σε όσα σχεδιάζονται.