Δυο χρόνια μετά το «Asteroid City» (2023), ο 57χρονος Τεξανός Γουές Άντερσον, που εκφράζεται μέσα από τις θεματικές παραλλαγές των ταινιών του -όπως και ο Γούντι Άλλεν- επιστρέφει με το απολαυστικό «Φοινικικό Σχέδιο», ανακυκλώνοντας μοναδικά το ιδιόρρυθμα εκλεπτυσμένο και άκρως απολαυστικό κινηματογραφικό του σύμπαν.

Στη δεκαετία του 1950, ο σχεδόν εφτάψυχος ιδιοφυής, αυτοδημιούργητος βιομήχανος και έμπορος όπλων Ανατόλ «Ζα-Ζα» Κόρντα (Μπενίσιο ντελ Τόρο) επιβιώνει από άλλη μια απόπειρα δολοφονίας του, μετά από σαμποτάζ στο αεροπλάνο του. Αποκαλούμενος και «Κύριος 5%», για την ικανότητά του να επωφελείται από το 5% των κερδών οποιασδήποτε συμφωνίας, ο Ζα-Ζα θεωρείται ο πλουσιότερος Ευρωπαίος επιχειρηματίας, που φοροδιαφεύγει διαρκώς, ως άνθρωπος πέρα από το νομικό Δίκαιο. Με τις ΗΠΑ να σαμποτάρουν τις οικονομικές συμφωνίες του, παρακολουθείται στενά από ένα μυστικό επιτελείο πρακτόρων, ταγμένο να ακυρώσει τα μεγαλόπνοα σχέδιά του, για την αναμόρφωση των υποδομών της Φοινίκης, με τη συνένωση Ευρώπης και πετρολαιοπαραγωγικών χωρών της Μέσης Ανατολής, από τα οποία θα εισπράττει το 5% των εσόδων, για τα επόμενα 150 χρόνια. Ωστόσο το σαμποτάζ ανατιμήσεων στις πρώτες ύλες αποφέρει έλλειμα χρηματοδότησης, με τον Ζα-Ζα να επιχειρεί αναδιαμόρφωση των συμφωνιών. Σε αυτή την κρίσιμη συγκυρία, αποφασίζει να ορίσει νόμιμη διαχειρίστρια και μοναδική κληρονόμο του την νεαρή μοναχοκόρη του Λιζέλ (Μία Θρίπλετον), δόκιμη καλόγρια, παρότι έχει άλλους εννέα ανήλικους γιους, βιολογικούς και υιοθετημένους. Αποξενωμένη χρόνια από τον βιολογικό πατέρα της, μετά τον μυστήριο θάνατο της μητέρας της, η θεοσεβούμενη αλλά αισθησιακή Λιζέλ αποδέχεται την πρότασή του. Υπό την επίβλεψη του σχολαστικού εντομολόγου Μπιορν (Μάικλ Σέρα), βοηθού του Ζα-Ζα, πατέρας και κόρη συναντούν διαδοχικά στα αμμουδερά τοπία της Μέσης Ανατολής-Φοινίκης τον Πρίγκιπα Φαρούκ (Ριζ Αχμέντ), τα αδέρφια της Κοινοπραξίας Σακραμέντο Λίλαντ (Τομ Χανκς) και Ρίγκαν (Μπράιαν Κράνστον), τον Μαρσέιγ Μπομπ (Ματιέ Αμαλρίκ) στο νυχτερινό καμπαρέ του στο Μαρόκο, τον καπετάνιο Μάρτι (Τζέφρεϊ Ράιτ), επικεφαλής του Συνδικάτου του Νιούαρκ και την Χίλντα (Σκάρλετ Γιόχανσον), εξαδέλφη του Ζα-Ζα, για οικονομικούς διακανονισμούς και διαπραγματεύσεις, που καταλήγουν στη συνάντηση του Ζα-Ζα με τον μισητό αδερφό του, τον θείο Νιούμαν (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), εραστή της γυναίκας του. Το ταξίδι ανάγεται σε γνήσια περιπέτεια αυτογνωσίας, καθώς οι πρωταγωνιστές επιβιώνουν σε άγριες ζούγκλες, αντιμετωπίζοντας από κινούμενη άμμο, μέχρι μια ομάδα ένοπλων ανταρτών, την «Διηπειρωτική Ριζοσπαστική Δημοκρατία», καταλήγοντας στην επανασύνδεση πατέρα-κόρης.

Με επίκεντρο πάντα τους περίπλοκους οικογενειακούς δεσμούς, που διατέμνουν το έργο του (Οικογένεια Τένεμπάουμ/2001, Υδάτινες Ιστορίες/2004, Ταξίδι στο Darjeeling/2007) ο Γούες Άντερσον βασισμένος στις αμερικάνικες κατασκοπευτικές και γκανγκστερικές ταινίες του ’40, επιχειρεί με το δικό του στυλ να διερευνήσει τα νεοαποικιοκρατικά συμφέροντα στις χώρες της Μέσης Ανατολής κατά την ψυχροπολεμική περίοδο του ’50, στη σημερινή ιστορική συγκυρία, εν μέσω αιματοκυλίσματος και γενοκτονίας, επαναφέροντας στο προσκήνιο τους πραγματικούς λόγους των παρατεταμένων πολεμικών συρράξεων εκεί.

Στην πορεία αυτού του υπαρξιακού ταξιδιού, ο καπιταλιστής-πρωταγωνιστής επιλέγει ακόμα και την χρεωκοπία, συνειδητοποιώντας την αξία της οικογενειακής θαλπωρής, μια τροπή εφικτή στο φανταστικό και άκρως φαντασμαγορικό σύμπαν του αθεράπευτα ρομαντικού Γουές Άντερσον. Για το λόγο αυτό, ο πρωταγωνιστής, που ενσαρκώνει εξαιρετικά ο στιβαρός Μπενίσιο ντελ Τόρο, εμφανίζεται στραπατσαρισμένος από τις απόπειρες εναντίον του, ευάλωτος και συμπαθής, στα χνάρια της παιδιάστικης γλυκύτητας του σκηνοθέτη. Ο Ζα-Ζα, που κυκλοφορεί μοιράζοντας ως δώρα, χειροβομβίδες δικής του κατασκευής, αρχικά επιχειρεί να εξαπατήσει τους συνεργάτες του, ωστόσο παρουσιάζεται ηττημένος, όπως στον περιβόητο αγώνα μπάσκετ, έτοιμος να δεχτεί ακόμα και σφαίρα, για αυτούς τους συνεργάτες-φίλους, όπως αντίστοιχα και αυτοί του μεταγγίζουν το αίμα τους, καθώς συναισθηματικός, ανθρώπινος και ηττημένος καπιταλιστής υπάρχει μονάχα στις ταινίες του Άντερσον. Μέσα από αντιφάσεις χτίζεται και ο χαρακτήρας της Λιζέλ –ερμηνευμένη από την κόρη της Κέιτ Γουίνσλετ- ντυμένης στα λευκά, ως καλόγρια, αλλά έντονα μακιγιαρισμένης, με κατακόκκινα νύχια και πράσινο καλσόν, μεταξύ «Τροτέζας» (1963/Μπίλι Γουάιλντερ) και της ιδιόμορφης καλόγριας που έγραφε πορνογραφήματα στο «Amateur» (1994/Χαλ Χάρτλεϊ).

Στα όρια φετιχιστικής εμμονής, ο Γουές Άντερσον απορρίπτει τον ρεαλισμό, δημιουργώντας ένα επιμελημένο στην εντέλεια εικαστικό σύμπαν. Οι χαρακτήρες παρουσιάζονται σε αρμονική χρωματική σύζευξη, ενδυματολογικά και σκηνογραφικά, με ποιότητες υφασμάτων και χρωμάτων πιστές στην εποχή, με εξώφυλλα βιβλίων ταιριαστά με τις ταπετσαρίες του αεροπλάνου του Ζα-Ζα.

Με εξαίρεση λιγοστά τράβελινγκ και κατόψεις, η ταινία αποτελεί σχεδόν μια αποκλειστική κατασκευή σταθερών, μετωπικών και συμμετρικών πλάνων, θυμίζοντας πίνακες, με τους πρωταγωνιστές να ερμηνεύουν φανερά επιτηδευμένα, ενίοτε με επιβραδυμένη ή επιταχυμένη ταχύτητα, όπως στις βουβές ταινίες, σε ένα αποτέλεσμα σχολαστικής γραφιστικής αισθητικής, με αναφορές στα κόμικς. Παιδικότητα, χιούμορ, γλυκύτητα και παλιμπαιδισμός επιστρατεύονται για να μιλήσουν για τις τραυματικές οικογενειακές σχέσεις, αλλά και για σοβαρότερα «θέματα των μεγάλων», όπως ο ερωτισμός ή η ανηθικότητα του καπιταλισμού.

Η έγχρωμη πυκνή αφήγηση του παρόντος, που εμπλέκει πολλούς χαρακτήρες, διακόπτεται από ασπρόμαυρες σκηνές προσεγμένης αναγεννησιακής αισθητικής, τα οράματα του πρωταγωνιστή στο μεταίχμιο ζωής-θανάτου ή ονείρου-πραγματικότητας, συμβολικές σκηνές που εκφράζουν υπαρξιακές αγωνίες του πρωταγωνιστή, που απολογείται μπρος σε κάποιο συμβούλιο βιβλικών μορφών, ερμηνευμένες από αναγνωρίσιμους ηθοποιούς, όπως οι Γουίλεμ Νταφόε, Μάρεϊ Άμπραχαμ και Σαρλότ Γκαινσμπούρ, με αποκορύφωμα τον Μπιλ Μάρεϊ ως Θεό, σε μια χιουμοριστική σουρεαλιστική αναφορά στους αιρετικούς Μόντι Πάιθονς.

Στο γεμάτο σινεφιλικές, εικαστικές και μουσικές αναφορές κινηματογραφικό σύμπαν του Γουές Άντερσον επιλέγεται συγκεκριμένη ονοματοδοσία. Το Άνατολ, θα μπορούσε να παραπέμπει στον Γάλλο συγγραφέα Ανατόλ Φρανς, το Ζα-Ζα, στην Ζα-Ζα Γκαμπόρ και το Κόρντα στον Κουβανό φωτογράφο Αλμπέρτο Κόρντα. Αντίστοιχα, το Μαρσέιγ Μπομπ, αναφέρεται στη θρυλική «Καζαμπλάνκα» (1942/Μάικλ Κέρτιζ), ίσως και στον «Μπομπ ο χαρτοπαίκτης» (1956/Ζαν-Πιερ Μελβίλ). Τα σχέδια του Κόρντα μέσα σε κουτιά παπουτσιών, ανακαλούν τις βαλίτσες στην τριλογία του Τούλσε Λούπερ (2003/Γκρίναγουέι), ενώ ο Ιάπωνας πιλότος, παραπέμπει στον Ιάπωνα βοηθό του Επιθεωρητή Κλουζώ στον «Ροζ Πάνθηρα» (1963/Μπλέικ Έντουαρντς).

Ο μεγιστάνας Ζα-Ζα περιτριγυρίζεται από πίνακες ζωγραφικής των Ρενουάρ και Μαγκρίτ, ενώ στον τοίχο της τραπεζαρίας δεσπόζει ο πίνακας «Οι Έρωτες των Κενταύρων» (1635/Ρούμπενς), από το μουσείο στη Λισσαβώνα «Καλούστ Γκιουλμπενκιάν», του Αρμένιου μεγιστάνα του πετρελαίου, πάνω στον οποίο ο σκηνοθέτης ομολογεί πως βάσισε τον μυθοπλαστικό πρωταγωνιστή του.

Η πρωτότυπη μουσική του Αλεξάντρ Ντεσπλά περιορίζεται σε μια ρυθμική μουσική αγωνίας με κρουστά, τύμπανα, πιάνο και φλάουτο ιαπωνικής αισθητικής, στον απόηχο της μουσικής για το «Νησί των σκύλων» (2018/Γουές Άντερσον), με μικρό πέρασμα και από τη ρυθμική μουσική του Μορικόνε, για την «Μάχη του Αλγεριού» (1966/Τζίλο Ποντεκόρβο), δίνοντας έμφαση στην εκτός κάδρου αφήγηση και στους διαλόγους, που ο σκηνοθέτης συνδιαμόρφωσε με τον Ρόμαν Κόπολα, ως φέροντα στοιχεία των ψυχαναλυτικών προσεγγίσεων των χαρακτήρων και του αντικαπιταλιστικού διακυβεύματος της ταινίας.

Οι επιλεγμένες συμφωνικές μουσικές σπουδαίων Ρώσων συνθετών ενισχύουν το ψυχροπολεμικό κλίμα του ’50 και τον αντιαμερικανισμό του Ευρωπαίου μεγιστάνα. Έτσι, οι μουσικές για μπαλέτο του Ίγκορ Στραβίνσκι από το «Πετρούσκα» και το «Απόλλων Μουσηγέτης», με την «Αποθέωση», επανέρχονται ως μοτίβα, δημιουργώντας αντίστοιχη μεγαλοπρέπεια και συγκίνηση, με τον Μάλερ στον Βισκόντι. Ωστόσο, το «Εικόνες από μια έκθεση» του Μόντεστ Μουσόργκσκι, ακούγεται στην παρουσίαση της μακέτας του φιλόδοξου «Φοινικικού Σχεδίου» και εξελίσσεται αχνά στη σύγκρουση των δύο αδερφών. Στο τέλος, η αισιόδοξη επανένωση πατέρα-κόρης, στο παριζιάνικο μπιστρό, σφραγίζεται από την επική καντάτα «Herz und Mund und Tat und Leben», BWV 147:X με το χορωδιακό: “Jesus bleibet meine Freude, Meines Herzen Lust und Saft” του Γ.Σ. Μπαχ.

* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com

 

INFO

  • Στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος Σάββατο 7/6/2025 στις 19:00, θα προβληθεί με ελεύθερη είσοδο και σειρά προτεραιότητας το ντοκιμαντέρ «The Greek Experiment» του Πάνου Χαρίτου.
  • Στο θερινό ATHENEE (Λευκωσίας 41-43, Πλατεία Αγίου Ανδρέα) διοργανώνεται αφιέρωμα «Η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη στον κινηματογράφο» (12-18/6/2025) με προβολή 8 ταινιών, με δική του μουσική.
Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!