Το οικονομικό αδιέξοδο αναγκάζει τη Μέρκελ να απαντήσει πολιτικά. Του Γιάννη Τσούτσια
Τελικά το ταξίδι Μέρκελ στην Αθήνα καταγράφηκε ως ασήμαντο. Ως ταξίδι ματαίωσης προσδοκιών. Στην πλευρά του κυβερνητικού στρατοπέδου που προσδοκούσε προσφορές και δώρα (επιμήκυνση), ούτε η πολύπλευρη προσπάθεια πολιτικής εκμετάλλευσης απέδωσε, ούτε η επικοινωνιακή σκηνοθεσία των γεγονότων. Οι τρεις κυβερνητικοί εταίροι τσακώνονται τώρα μεταξύ τους. Αλλά και στην πλευρά των αντισυστημικών, που ήλπιζαν σε εύκολα και ανέξοδα αντιμνημονιακά κέρδη (αντίστοιχα της εύκολης συνθηματολογίας) τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Αυτό το ταξίδι πρόσφερε λίγα σε όλους. Και έμεινε εν πολλοίς ακατανόητο. Διότι η σημασία του, πολύ απλά, δεν αφορούσε αυτό το επίπεδο ανάγνωσης.
Το κατεπείγον και αιφνιδιαστικό της όλης κίνησης, δεν σχετίζονταν με τις δυσκολίες Σαμαρά, αλλά με τις δυσκολίες της Μέρκελ! Δυσκολίες σημαντικές, στη σκιά της κλιμάκωσης των αντιθέσεων με τις ΗΠΑ, αλλά και των ειδικότερων πολιτικών αναγκών της Γερμανίας, εσωτερικών και εξωτερικών. Πιο συγκεκριμένα, η αντίθεση Γερμανίας-ΔΝΤ κορυφώνεται. Διεξάγεται μεν στο τερέν του ελληνικού προβλήματος, όμως το υπερβαίνει κατά πολύ, περιλαμβάνοντας άμεσα την Ισπανία και συνολικά το Νότο, τελικά τη γερμανική πολιτική απέναντι στην κρίση. Μια πολιτική που οδηγείται σε συμπληγάδες και αποσταθεροποίηση. Με αφορμή το ΔΝΤ, που κι αυτό πλέον έχει τα δικά του προβλήματα, όχι αμελητέα, οι Τρίτες Χώρες δεν χρηματοδοτούν- στέλνεται μήνυμα στη Μέρκελ ότι ήρθε η ώρα να πληρώσει, να καταβάλει δηλαδή ζεστό χρήμα ως αντίδοτο στην κρίση. Η Γερμανία στριμώχνεται, είναι αναγκασμένη να αντιδράσει, είτε υποχωρώντας, είτε ενισχύοντας ανακλαστικά την αδιαλλαξία της και ενδυναμώνοντας τις δικές της απαντήσεις. Αυτή η σύγκρουση μεθοδεύεται ανοιχτά, χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει, ποιος δρομολογεί αποφάσεις για ρήξη και απομάκρυνση του ΔΝΤ από την Ευρώπη και κατά πόσον αυτή θα πραγματοποιηθεί.
Υπό αυτήν την έννοια, η Γερμανία αποφάσισε να απαντήσει στη συγκυρία πολιτικά, εφόσον στενεύεται οικονομικά. Το ταξίδι, αυτό το θέμα αφορούσε. Το μήνυμα της Μέρκελ ήταν ότι το ελληνικό πρόβλημα θα μείνει υπό ευρωκρατική διαχείριση, πραγματικό φορτίο γι’ αυτήν, αλλά και γαϊτανάκι ταυτόχρονα. Η στήριξη Σαμαρά και η διανομή των ιματίων της χώρας σε μυστικούς δείπνους επιχειρηματιών, (που εξευμένισαν κάπως τη γκρίνια του Σόιμπλε), ήταν η δευτερεύουσα πλευρά της υπόθεσης, αν και καθόλου ευκαταφρόνητη. Γι’ αυτό, αντίθετα με την επικρατούσα ανάγνωση, μ’ όλο που η Γερμανία ορίζει κυριαρχικά τις τύχες της χώρας μας, η Μέρκελ δεν ήρθε ως αυτοκράτορας να επιθεωρήσει υπηκόους (η σχετική φαντασμαγορική σκηνοθεσία επιχειρήθηκε με χλομά αποτελέσματα), αλλά κατέφθασε στριμωγμένη, λόγω δικών της αδιεξόδων, να χειριστεί τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
Εξάλλου, η Γερμανία δείχνει εσωτερικά διχασμένη, γεγονός που περιορίζει αντίστοιχα το φάσμα και τα περιθώρια των τακτικών της επιλογών. Γι’ αυτό και η ανένδοτη προειδοποίηση Σόιμπλε να μην καλλιεργηθούν προσδοκίες, να μην παραχωρηθεί τίποτα («μια χαλάρωση των συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων, δεν δικαιολογείται»), συνόδευε την καγκελάριο εξαρχής. Μοιραία, την ώρα που παράγοντες του γερμανικού συστήματος και των διεθνικών υπερελίτ που αντιπροσωπεύονται στο εσωτερικό της Γερμανίας αρχίζουν να συζητούν την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ, δεσμεύονται και παγώνουν οι όποιες διευθετήσεις – είτε οικονομικές, είτε γεωπολιτικές.
Στο πλαίσιο αυτό, η Μέρκελ επιδίωξε με το ταξίδι της να σταθεροποιήσει τις ελληνικές επιλογές πρόσδεσης στη Γερμανία, όπως αυτές σημάνθηκαν στο πρόσφατο ταξίδι Σαμαρά στο Βερολίνο και να περιορίσει τις όποιες δυνατότητες ελιγμών διαφυγής της ελληνικής πλευράς ή τις δυνατότητες που ανοίγουν εκ των πραγμάτων οι αντιφάσεις της κρίσης, όπως επίσης και τα τυχόν δολώματα που μεθοδικά θα έριχναν οι Αμερικανοί.
Σε κάθε περίπτωση, το ταξίδι της Μέρκελ δείχνει πως μπαίνουμε σε περίοδο αναβάθμισης του ρόλου της παραδοσιακής διπλωματίας, η οποία τώρα επιστρατεύεται για την τήρηση της πανευρωπαϊκής πειθάρχησης. Πλέον, οι ρυθμίσεις εντός του πεδίου των Eurogroup και των διαδρόμων της ευρωκρατίας, δεν επαρκούν…
Ακριβώς το γεγονός αυτό, υπογραμμίζει με τον πιο τραγικό τρόπο, την ανυπαρξία ελληνικής εκπροσώπησης στο αντίστοιχο επίπεδο, πράγμα που θα αποκαλυφθεί μαζικά και έντονα στο επόμενο διάστημα.
Το κατεπείγον και αιφνιδιαστικό της όλης κίνησης, δεν σχετίζονταν με τις δυσκολίες Σαμαρά, αλλά με τις δυσκολίες της Μέρκελ! Δυσκολίες σημαντικές, στη σκιά της κλιμάκωσης των αντιθέσεων με τις ΗΠΑ, αλλά και των ειδικότερων πολιτικών αναγκών της Γερμανίας, εσωτερικών και εξωτερικών. Πιο συγκεκριμένα, η αντίθεση Γερμανίας-ΔΝΤ κορυφώνεται. Διεξάγεται μεν στο τερέν του ελληνικού προβλήματος, όμως το υπερβαίνει κατά πολύ, περιλαμβάνοντας άμεσα την Ισπανία και συνολικά το Νότο, τελικά τη γερμανική πολιτική απέναντι στην κρίση. Μια πολιτική που οδηγείται σε συμπληγάδες και αποσταθεροποίηση. Με αφορμή το ΔΝΤ, που κι αυτό πλέον έχει τα δικά του προβλήματα, όχι αμελητέα, οι Τρίτες Χώρες δεν χρηματοδοτούν- στέλνεται μήνυμα στη Μέρκελ ότι ήρθε η ώρα να πληρώσει, να καταβάλει δηλαδή ζεστό χρήμα ως αντίδοτο στην κρίση. Η Γερμανία στριμώχνεται, είναι αναγκασμένη να αντιδράσει, είτε υποχωρώντας, είτε ενισχύοντας ανακλαστικά την αδιαλλαξία της και ενδυναμώνοντας τις δικές της απαντήσεις. Αυτή η σύγκρουση μεθοδεύεται ανοιχτά, χωρίς κανείς να μπορεί να προεξοφλήσει, ποιος δρομολογεί αποφάσεις για ρήξη και απομάκρυνση του ΔΝΤ από την Ευρώπη και κατά πόσον αυτή θα πραγματοποιηθεί.
Υπό αυτήν την έννοια, η Γερμανία αποφάσισε να απαντήσει στη συγκυρία πολιτικά, εφόσον στενεύεται οικονομικά. Το ταξίδι, αυτό το θέμα αφορούσε. Το μήνυμα της Μέρκελ ήταν ότι το ελληνικό πρόβλημα θα μείνει υπό ευρωκρατική διαχείριση, πραγματικό φορτίο γι’ αυτήν, αλλά και γαϊτανάκι ταυτόχρονα. Η στήριξη Σαμαρά και η διανομή των ιματίων της χώρας σε μυστικούς δείπνους επιχειρηματιών, (που εξευμένισαν κάπως τη γκρίνια του Σόιμπλε), ήταν η δευτερεύουσα πλευρά της υπόθεσης, αν και καθόλου ευκαταφρόνητη. Γι’ αυτό, αντίθετα με την επικρατούσα ανάγνωση, μ’ όλο που η Γερμανία ορίζει κυριαρχικά τις τύχες της χώρας μας, η Μέρκελ δεν ήρθε ως αυτοκράτορας να επιθεωρήσει υπηκόους (η σχετική φαντασμαγορική σκηνοθεσία επιχειρήθηκε με χλομά αποτελέσματα), αλλά κατέφθασε στριμωγμένη, λόγω δικών της αδιεξόδων, να χειριστεί τη δύσκολη κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
Εξάλλου, η Γερμανία δείχνει εσωτερικά διχασμένη, γεγονός που περιορίζει αντίστοιχα το φάσμα και τα περιθώρια των τακτικών της επιλογών. Γι’ αυτό και η ανένδοτη προειδοποίηση Σόιμπλε να μην καλλιεργηθούν προσδοκίες, να μην παραχωρηθεί τίποτα («μια χαλάρωση των συμπεφωνημένων μεταρρυθμίσεων, δεν δικαιολογείται»), συνόδευε την καγκελάριο εξαρχής. Μοιραία, την ώρα που παράγοντες του γερμανικού συστήματος και των διεθνικών υπερελίτ που αντιπροσωπεύονται στο εσωτερικό της Γερμανίας αρχίζουν να συζητούν την έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ, δεσμεύονται και παγώνουν οι όποιες διευθετήσεις – είτε οικονομικές, είτε γεωπολιτικές.
Στο πλαίσιο αυτό, η Μέρκελ επιδίωξε με το ταξίδι της να σταθεροποιήσει τις ελληνικές επιλογές πρόσδεσης στη Γερμανία, όπως αυτές σημάνθηκαν στο πρόσφατο ταξίδι Σαμαρά στο Βερολίνο και να περιορίσει τις όποιες δυνατότητες ελιγμών διαφυγής της ελληνικής πλευράς ή τις δυνατότητες που ανοίγουν εκ των πραγμάτων οι αντιφάσεις της κρίσης, όπως επίσης και τα τυχόν δολώματα που μεθοδικά θα έριχναν οι Αμερικανοί.
Σε κάθε περίπτωση, το ταξίδι της Μέρκελ δείχνει πως μπαίνουμε σε περίοδο αναβάθμισης του ρόλου της παραδοσιακής διπλωματίας, η οποία τώρα επιστρατεύεται για την τήρηση της πανευρωπαϊκής πειθάρχησης. Πλέον, οι ρυθμίσεις εντός του πεδίου των Eurogroup και των διαδρόμων της ευρωκρατίας, δεν επαρκούν…
Ακριβώς το γεγονός αυτό, υπογραμμίζει με τον πιο τραγικό τρόπο, την ανυπαρξία ελληνικής εκπροσώπησης στο αντίστοιχο επίπεδο, πράγμα που θα αποκαλυφθεί μαζικά και έντονα στο επόμενο διάστημα.
Σχόλια