Οι φράσεις
«Κάτσε τώρα να σου πω πώς έχει το πράμα: Μια φράση… Μια φράση αρκεί, στο λέω, μια και μόνο φράση φτάνει. Και μπορεί να τ’ αλλάξει όλα ξέρεις. Όλα!…».
Στην άκρη του μπαρ δυο-τρεις εφημερίδες διπλωμένες. Free Press και τέτοια. Αποτσίγαρα μέσα σ’ ένα χαμηλό ποτήρι με βρεγμένη χαρτοπετσέτα. Τρία ποτήρια μισοτελειωμένα: Ουίσκι, βότκα και βότκα, σύνολο τρεις πόντοι. Τρεις φίλοι, ένας όρθιος ακουμπισμένος, δυο που κάθονται σκυφτοί: κάτι σαν άνεργοι, κάτι σαν καλλιτέχνες… Αύγουστος. Ζέστη.
Φιστίκια, αναπτήρες, κινητά. Όπως και χθες, όπως και προχθές. Οι πλάτες τους ίδιες. Οι φωνές τους ανακατεύονται και λιώνουν όπως μιλάνε μια όλοι, μια κανένας. Μάλλον είναι μεθυσμένοι.
«Ναι, το ξέρω ρε συ Μάκο μου, έτσι είναι… Αλλά πρόσεξε: Η φράση αυτή που λες, οι λέξεις δηλαδή, είναι ακριβώς αυτό που μας έχουν πάρει. Δηλαδή μας το ’χουν βγάλει τελείως από μέσα μας, μας το ’χουν ξεριζώσει καταλαβαίνεις;…». Με μια αργή κίνηση ο Άλεξ ανασηκώνεται μέσα απ’ το ποτήρι. «Και ποιο είναι το τίμημα;
– Τι εννοείς;
– Εννοώ: Τι έχει μπει στη θέση αυτού που σου πήρανε;.. Γιατί στο τέλος τίποτα δεν μένει κενό, έτσι δεν είναι;».
Ο Βαρελάς αρπάζει μια εφημερίδα κι αρχίζει να γυρνάει με θόρυβο τις σελίδες. Τις τσαλακώνει κυριολεκτικά, τις σκίζει. «Κοίτα ’δω… Να, κοίτα… Περίμενε να σου δείξω…». Περνάει απ’ έξω ένας με τρύπια χέρια και μια κατάμαυρη ήττα στο ιδρωμένο του βλέμμα. «Μια βοήθεια, ρε παιδιά, μια βοήθεια να πούμε… Δεν είμαι πρεζάκιας ρε παιδιά, αλήθεια λέω…
– Ένα τσιγάρο, θέλεις;
– Ναι, εντάξει… Να ’σαι καλά ρε φίλε…». Μόνο ακούγονται τώρα οι σελίδες. Για πολλή ώρα, μόνο οι σελίδες. Ούτε ένα αμάξι. Οι μουριές στέκουν ακίνητες. «Τίποτα ρε πούστη, κάτσε, κάτσε… Να, εδώ!… Άκου:
Βρίσκω τα παπούτσια που μ’ αρέσουν. Είναι τέλεια! Εννοείται ότι δεν έχει το νούμερό μου.
– Τι διαβάζεις τώρα;
– Άκου! Σάββατο, περπατώντας στο δρόμο, βιτρίνα, τα παπούτσια μου. Ανοίγω την πόρτα, μπαίνω, τα κοιτάζω, είναι το νούμερό μου. Αυτά, λέω βιαστικά. Λυπάμαι, έχουμε κλείσει. 4 παρά 5. Μπούρου μπούρου μπούρου… Βγαίνω στο δρόμο, κάτω απ’ τον καυτό ήλιο και κάνω μαύρες σκέψεις. Οικτίρω τον εαυτό μου…
– Ναι, ωραία, και τι θες να πεις; Είναι μαλακίες, καταλαβαίνω…
– Όχι!… Δεν είναι μόνο μαλακίες (κάνει απότομες κινήσεις). Είναι λόγια που γεμίζουν, που πιάνουν χώρο, καταλαβαίνεις; Είναι γέμισμα φοβερό! Στην ψυχή μέσα, καταλαβαίνεις; Δεν αφήνουν πολύ χώρο αυτά…
– Κάτσε λίγο ρε μαλάκα, για συνέχισε, τι λέει μετά; Τι είναι αυτό;
– Φώτης Γεωργελές! Athens Voice. Εντιτόριαλ. Περίμενε, άκου: Οικτίρω τον εαυτό μου, καημένε μου, λέω, τίποτα δεν έχεις καταλάβει σ’ αυτή τη ζωή. Γιατί αν μου τηλεφωνούσαν εμένα 2 η ώρα τη νύχτα, και μου ’λεγε κάποιος ότι θέλει να αγοράσει 120 ευρώ κάτι απ’ την εφημερίδα, ξέρω γω, βιβλία…
– Ναι, ρε μαλάκα! Της Τριανταφύλλου! (γέλια)
– Άκου!.. Θα του ’λεγα μην κουνήσεις, σε 5 λεπτά είμαι εκεί και κερνάμε και καφέ. Δυο κόσμοι παράλληλοι.
– Δε μου λε ρε Άλεξ, εσύ αν σε παίρνανε μες στη νύχτα και σου λέγανε για 120 ευρώ, δε θα ’τρεχες στα τέσσερα ρε μαλάκα;
– Ναι ρε, εννοείται, με το μποξεράκι! Ούτε που θα κατούραγα ρε μαλάκα για να ’μαι και καυλωμένος! (γέλια)
– Κάτσε, ακούστε ρε μαλάκες: Τόσο μπλαζέ είναι η πωλήτρια και δεν κάνει μια είσπραξη που καλύπτει τη μια βδομάδα του μηνιάτικού της; Περίεργη χώρα.
– Κλείστο ρε μαλάκα με το μουνί!…
– Όχι! Άκου για να δεις τι εννοώ! Μπούρου μπούρου, μετά λέει: Η επιστροφή στο παρελθόν είναι αδύνατη. Και στο τέλος: Όποιος δεν προσαρμόζεται, χάνεται. Χάνεται, καταλαβαίνεις;».
Ένα μηχανάκι περνάει με θόρυβο και ταυτόχρονα μπαίνει μέσα ένας τρελός με μπλούζα της Εθνικής Ελλάδος. «Θέλετε να σας απαγγείλω κάτι; Ξέρω απ’ έξω Πλάτωνα, Αριστοτέλη, Ηράκλειτο, Σοφοκλή…». Οι τρεις σαστίζουν. Ο τρελός τούς κοιτάζει στα μάτια χαμογελώντας, κι αμέσως αρχίζει να τους χαιρετάει με το χέρι ότι φεύγει. «Όχι, περίμενε, κάτσε.
– Τι θέλετε να σας πω; Θέλετε να σας πω κατι; Ξέρω…
– Κάτι δικό σου, πες μας κάτι δικό σου, σε παρακαλώ…». Κάθεται μαζί τους. Κι αμέσως σιωπή. Μια σιωπή σαρωτική, όπου ο χρόνος χάνεται και βουλιάζει και σταματά για να γυρίσει πάλι πίσω, σαν ανάποδη ρουφήχτρα. Ύστερα από ένα λεπτό, αρχίζει να κλαίει σιγανά, κι ύστερα ξανασηκώνεται πάνω αργά αργά, και λέει:
«Είχα πολλά να βλέπω,
Α, είχα πολλά, τόσα πολλά, αλήθεια.
Πέτρες μεταλλικές, τρία κιλά η χούφτα.
Κόκκινες κατσίκες κάτω απ’ τον ήλιο αιωνίως να βελάζουν,
Την ψύχρα μιας αλμύρας που ανυψώνει,
Σε σπίτια μ’ ανοιχτά παράθυρα,
Με μαρκαδόρους παιδικούς και ξεραμένες πεταλούδες.
Είχα πολλά να βλέπω τον Αύγουστο του 13.
Σμήνη κουνουπιών να πέφτουν στη φλόγα μιας λαμπάδας,
Δέντρα κομμένα να ξαναγεννιούνται,
Χορούς της κοιλιάς να ξεσπούν απ’ το μηδέν,
Άμμο ψιλή μέσα στα νύχια μου κάτω από γαλάζια αρμυρίκια,
Νεογέννητα λιοντάρια να παίζουν δαγκώνοντας τις πρώτες τους των σβέρκων σάρκες.
Είχα να βλέπω μες στη βλοσυρή όψη του Σικελιανού τη λάμψη ολόκληρου του κόσμου, των αδελφών μου την αγάπη ανάγλυφη στο χάος,
Πρωινή βροχή από ατόφια καλοσύνη ανθρώπινη, υλικά των ονείρων, μέρες στρογγυλές και ολοκληρωμένες από κείνες που κάτι σημαίνουν στον χρόνο,
Είχα τόσα πολλά να βλέπω, τις αντλίες του σύμπαντος, της Παναγιάς τα μάτια, της μάνας μου τα χέρια,
Μα όχι εσένα».
Και στο περίεργο φως της νύχτας, πριν φέξει, είχαν όλοι τους χαθεί.
Επιμέλεια: Σταμάτης Μαυροειδής