του Γιάννη Σχίζα
Μια βλάστηση πλουραλιστική, υψηλόκορμη, με εκτάσεις πυκνού και βαθύσκιωτου δάσους, χωρίς τη «συνήθη» αττική κατάσταση των αραιών δενδρώνων, κυρίως όμως επαρκούς έκτασης, σε απόσταση «λογική», είναι αυτή που κατοικοεδρεύει στα όνειρα των Αθηναίων. Και όμως, 11 χρόνια από την έγκριση μιας πληρέστατης μελέτης για το Τατόι, έναν χρόνο μετά την πύρινη συμφορά που χτύπησε αυτό το δάσος, λίγο καιρό αφότου ο πρωθυπουργός της χώρας είχε επαφή με τον διάδοχο του θρόνου της Αγγλίας –σε αναζήτηση τεχνογνωσίας για την αξιοποίηση του κτήματος (!)– η κινητικότητα για το θέμα καλά κρατεί. Τα 42.000 στρέμματα του Τατοΐου, έκταση που κατά προσέγγιση είναι 5πλάσια του Δάσους της Βουλώνης στο Παρίσι και 250πλασια του Εθνικού Κήπου (!), συνιστούν μεγάλη πρόκληση για οποιαδήποτε περιβαλλοντική πολιτική, ακόμη κι αν αυτή διαχειρίζεται από μια φιλελεύθερη κυβέρνηση.
Οι συντελεστές αυτής της προσπάθειας ήταν πολλοί και διάφοροι: Η προβληματική για το Τατόι είχε ξεκινήσει πολύ νωρίς, περιλάμβανε άρθρα και παρεμβάσεις από τον αξέχαστο Σταύρο Γανωτή, από τα περιοδικά Νέα Οικολογία, Οικοτοπία, Οικολογείν, περιελάμβανε αναφορές από την Ελληνική Εταιρεία, γραφές για την ιστορία του από τον Κώστα Σταματόπουλο, παρεμβάσεις των «Φίλων του Τατοΐου» με τον Βασίλη Κουτσαβλή, περιελάμβανε πολλούς και διάφορους. Στις 28/1/2007 η Αυγή δημοσίευσε άρθρο του υποφαινόμενου με τίτλο «Το μητροπολιτικό δάσος που μας λείπει», όπου εκτίθεντο οι κύριες γραμμές της ανάπλασης του χώρου. Από το 2003, όταν οριστικά εξαγοράσθηκε το κτήμα των Γκλύξμπουργκ από το ελληνικό δημόσιο, το ζήτημα είχε μια διαρκή παρουσία.
Μέχρι πρόσφατα, η βασιλεία των Γκλύξμπουργκ είχε παραχωρήσει τη θέση της στη βασιλεία των ευσταλών πεύκων, των πλατανιών και των σχοίνων, της χαϊδεύσιμης γλυστροκουμαριάς και των ευκαλύπτων. Ο επισκέπτης με ελάχιστο κόπο «έφευγε» πραγματικά από τα συμβατικά σκηνικά της πόλης και διαμέσου αυτής της φυγής οικειοποιείτο νέους ψυχολογικούς ρόλους, προσδίδοντας στην αναψυχή το αρχικό κυριολεκτικό νόημα της «ανα-ψυχής», δηλαδή της ανανέωσης της ψυχής… Αν ζούσε ο βιολόγος και νομπελίστας Κόνραντ Λόρενζ αδίστακτα θα απέδιδε σε αυτό το μαγικό σκηνικό τον ίδιο χαρακτηρισμό που είχε αποδώσει κάποτε στο απειλούμενο δάσος Χάινμπουργκ της Αυστρίας: «τροπικό δάσος σε εύκρατη ζώνη»…
Οι ελληνικές Βερσαλλίες…
Οι Γάλλοι βασιλιάδες διέθεταν τις Βερσαλλίες και ταυτόχρονα την ανθρωποκεντρική έπαρση της διαχείρισης του πράσινου με βάση γεωμετρικά πρότυπα, πράγμα που κατέληγε συχνά σε μια φύση-αφύσικη, γενικώς σκηνοθετημένη. Αντίθετα από αυτά τα μοντέλα «παρεμβατικότητας» στη φύση και στην ιστορία, η αγορά του κτήματος του Τατοΐου από τον Γεώργιο τον Α΄ το 1872 δεν συνοδεύτηκε από μεγάλες επεμβάσεις στο περιβάλλον, από οδοποιία κατά τα σημερινά «τοπιοκτονικά» πρότυπα και από κτιριακές εγκαταστάσεις μεγάλης κλίμακας. Τα 33 κτίσματα του χώρου –διατηρητέα από το 2003 ύστερα από απόφαση του υπουργείου Πολιτισμού– έχουν παρουσία μάλλον διακριτική και μεγέθη μικρά, συμβατά με τις διαστάσεις των αντικειμένων του περιβάλλοντος χώρου.
Το Τατόι δεν ήταν απλά και μόνο θερινά ανάκτορα, τόπος αναψυχής των βασιλιάδων, «εξοχική κατοικία» με τη σημερινή έννοια – όπου η αντιμετώπιση του κήπου και του χώρου γενικότερα γίνεται με κριτήρια διακοσμητικά, με «ιτιές κλαίουσες», σνομπ εξωτικά φυτά, γκαζόν, τεχνητές βραχώσεις και συμβατική αρχιτεκτονική κήπων. Το Τατόι αποτελούσε και παραγωγικό κτήμα, προμηθευτή φρέσκων και υψηλής ποιότητας προϊόντων, με κτηνοτροφία υπολογίσιμου μεγέθους και βουστάσιο που παρήγαγε εξαιρετικό βούτυρο. Ακόμη, στα πλαίσια μιας πολυλειτουργικής χρήσης του χώρου, ήταν εστία και ενός ιδιότυπου αγροτουρισμού high class, καθώς συμπεριελάμβανε στις εγκαταστάσεις του και ξενοδοχείο που αποπερατώθηκε το 1893 υπό την αρχιτεκτονική εποπτεία του Αναστάσιου Μεταξά.
Παρά την καταστροφή που υπέστη, το Τατόι μπορεί να αποβεί ένα εγχείρημα αναψυχής: Μπορεί να συγκροτήσει ένα μητροπολιτικό δάσος πολιτισμού, πιλοτικό για τα Βαλκάνια και την ολότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Σε γενικές γραμμές, η μελέτη του 2012 περιελάμβανε τα εξής σημεία, που προσδιόριζαν έναν νέο ρόλο:
- Προστασία, διατήρηση και ανάπτυξη του φυσικού περιβάλλοντος.Ανάπτυξη του αγροτικού δυναμικού.
- Δημιουργία πόλου επιστημονικής, εκπαιδευτικής και ερευνητικής δραστηριότητας.
- Οργάνωση δραστηριοτήτων αναψυχής, άθλησης και τουρισμού.
- Αξιοποίηση των ιστορικών και πολιτιστικών στοιχείων του τόπου.
Σήμερα το Τατόι κείτεται κοντά στα ίχνη της αρχαίας Δεκέλειας, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στον μεγάλο «ελληνικό εμφύλιο» της κλασικής αρχαιότητας. Η περιοχή έζησε την «ιστορική αφασία» του ελληνικού κόσμου στη περίοδο του Βυζαντίου και απέκτησε το όνομά της από τον Αρτίκη Τατόη – έναν από τους Αλβανούς έποικους του τέλους του 14ου αιώνα. Οι μεταγενέστερες ιστορικές περιπέτειες, η διαδρομή του χώρου ως το 1915 –με την ολική σχεδόν καταστροφή της βλάστησης από πυρκαγιά– και μετέπειτα ως τη λεηλασία της περιόδου 1944-45, την καταστρεπτική πυρκαγιά του ίδιου χρόνου και την ανάκαμψή του μετά την επιστροφή του Γεωργίου του Β΄ στην Ελλάδα (1946), συνιστούν μια πορεία «γαργαλιστική» για όλους τους ιστοριοδίφες. Η τελευταία «μεταμοντέρνα» περίοδος του Τατοΐου, συνιστά στο ξεκίνημά της ένα θλιβερό επεισόδιο προϊούσας αποσάθρωσης και σταδιακής αν και αδήλωτης λεηλασίας. Η κρατική εγκατάλειψη και ο βανδαλισμός απείλησαν την αρτιότητα του ανθρωπογενούς χώρου, όμως σε κοντινή απόσταση από τα ανάκτορα εντυπωσιάζουν τα δείγματα μιας λιτής και φιλικής προς το περιβάλλον οδοποιίας. Τη τελευταία πάντως περίοδο έγιναν σημαντικές εργασίες, ο χώρος βελτιωνόταν, ενισχυμένος από εκπλήξεις όπως η «Κιθάρα»: Μια δεξαμενή υπό το σχήμα κιθάρας που εμπνεύστηκαν οι χρήστες του Τατοΐου, όπου διοχετεύθηκαν τα νερά σειράς πηγών παρέχοντας το «πεδίο» για την ανάπτυξη νούφαρων. Εδώ βλέπουμε τις απαρχές του Αδριάνειου Υδραγωγείου, που υδροδοτούσε την Αθήνα μέχρι τη δημιουργία του φράγματος του Μαραθώνα, το 1929.
Πάντως πρέπει να σημειώσουμε ότι εδώ κάνει συχνά την παρουσία του ο μηχανοκίνητος βανδαλισμός, ο τραμπουκισμός των μηχανόβιων, που διά μέσου των θορύβων εξουδετερώνει τελικά την απόλαυση και το ίδιο το τοπίο: Γιατί το τοπίο μεταξύ πολλών άλλων διαστάσεων εμπεριέχει και τον ήχο (*), που μπορεί να είναι από το θρόισμα των πεύκων έως την κυριαρχία της σιγής. Και το δασικό τοπίο του Τατοΐου είναι συμβατό με τα 100 ντεσιμπέλ των μοτοσυκλετών όσο ένα φαναρτζίδικο είναι συμβατό με τον Παρθενώνα…
Το κοντινό είναι όμορφο
Τον 2ο αιώνα μ.Χ. ο Ρωμαίος συγγραφέας Πλίνιος ο νεώτερος, μεμφόταν τους ευκατάστατους συμπολίτες του που επιδίδονταν σε ταξίδια σε μακρινούς προορισμούς, τη στιγμή που τα περίχωρα της Ρώμης προσέφεραν εξαιρετικές καλλονές και μοναδικά σκηνικά αναψυχής. Οι παρατηρήσεις του σε αυτό τον απώτατο χρόνο διατηρούν την αξία τους και στη σύγχρονη εποχή: Οι Αθηναίοι θα μπορούσαν να ανακαλύψουν την κρυμμένη αξία του Τατοΐου, να προσλάβουν τις χρήσεις και τις δυνατότητες που πλουσιοπάροχα δίνει ο χώρος, να αναγνωρίσουν ότι «το κοντινό είναι όμορφο»: «Όμορφο» για την ίδια τους την τσέπη αλλά και για τη γενικότερη ποιότητα ζωής στην ελληνική κοινωνία.
Σήμερα, παρά την καταστροφή που υπέστη, το Τατόι μπορεί να αποβεί ένα εγχείρημα αναψυχής: Μπορεί να συγκροτήσει ένα μητροπολιτικό δάσος πολιτισμού, πιλοτικό για τα Βαλκάνια και την ολότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και αυτή η δυνατότητα δεν απαιτεί παρά μια πολιτική βούληση, στοιχειωδώς αντίστοιχη με το πνεύμα των καιρών και των περιβαλλοντικών ανατροπών που απειλούνται.
Y.Γ.: Το άρθρο είναι συντόμευση ομότιτλου κειμένου, που δημοσιεύτηκε στο «Ποντίκι» στις 5/2/22
* Γ. Σχίζα, «Τοπίο είναι και ο ήχος», Οικοτοπία, Ιανουάριος 2006