Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή
Αυτοί οι δύο στίχοι τουΤάσου Πορφύρη συγκροτούν τον πυρήνα της ποιητικής του, αυτοί συνθέτουν -κι αποκαλύπτουν συνάμα- το βαθιά βιωματικό, αφηγηματικό του πορτρέτο.
Ο Τ. Πορφύρης, 79 χρoνών σήμερα, αντίκρισε τον ήλιο της ζωής το 1931 στο χωριό Άγιος Κοσμάς στο Πωγώνι των Ιωαννίνων. Απέναντί του είδε να υψώνεται επιβλητικά το βουνό της Νεμέρτσκας, πηγή έμπνευσης στη συνέχεια για την ομώνυμη –και πρώτη- ποιητική του συλλογή. Σ’ εκείνον τον πέτρινο τόπο άκουσε φωνές και μύθους ανθρώπων, εκεί αφουγκράστηκε τους απαλούς κι απλούς ρυθμούς της φύσης, των νερών και των ζωντανών της. Δεν χρειάζεται ν’απορεί κανείς γιατί αυτά τα χρόνια σημάδεψαν βαθιά την ψυχή του, γιατί αιχμαλώτισαν τη ματιά και τη γραφή του. Μ’ αυτήν την … παλιά εποχή, με το παρελθόν, παλεύει μέχρι σήμερα ο Πορφύρης, την καθημερινή ζωή και τα αγνά υλικά της υμνεί στα κείμενά του, αυτά ενεργοποιούν τις αισθήσεις και το νου του. Ο κοπός του, στα όρια του χρέους σχεδόν, είναι να νοηματοδοτήσει το παρόν, ανασυστήνοντας έναν κόσμο που αποσύρεται, συντηρώντας με κάθε τίμημα την εξόριστη από το σημερινό πολιτισμό μνήμη του με τα ξέφωτά της, αλλά και την αίσθηση της ελευθερίας που τη συνόδευε.
Το κύριο μέλημά μου (θα μας πει) είναι η διάσωση της μνήμης, η οποία είναι πολύτιμη. Γιατί, κυρίως, συνδέεται με τη μάνα που μας μεγάλωσε. Και κοντά της τα ζωντανά, τα χωράφια, το δάσος, τα ποτάμια -αυτά «Τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία της πατρίδας» (κατά Ζαρκάδη)- και τα βουν«που δεν αστειεύονται» (κατά Δάλλα)».
Είμαστε γεωργοί… Ο ίδιος δεν είχε προλάβει ακόμα να γίνει γεωργός αφού το 1938, εφτά μόλις χρόνων ακολούθησε την οικογένειά του που μετακόμισε στην Αθήνα αναζητώντας καλύτερη τύχη. Κι όμως αυτή η ταύτιση με τη γη, η χρήση του πρώτου πληθυντικού προσώπου, δεν είναι σχήμα λόγου είναι η αλήθεια του. Μια αλήθεια που επιβεβαιώνει τη ρήση ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι ίσως η μόνη μας πατρίδα…
Απ’ την Αθήνα επέστρεψε και πάλι στον τόπο του το 1942 όπου πέρασε τέσσερα ακόμη χρόνια. Η μνήμη της τετραετίας εκείνης από τα δέκα μέχρι τα δεκατέσσερά του δηλαδή, και το βίωμα των οδυνηρών γεγονότων του μεγάλου πολέμου που την συνόδεψαν, δεν αντισταθμίζονται με όλα όσα πέρασε ή έκανε στη μετέπειτα ζωή του στην Αθήνα ισχυρίζεται ο ίδιος: •“ας συγκινούν ακόμη αυτά τα χρόνια, τον ρωτήσαμε: « ακόμα, ακόμα, δεν έχω εξαντλήσει αυτόν τον τόπο με τα γραπτά μου, νομίζω πως έχει ακόμη πολλά περιθώρια…». Και όταν του αντιτείναμε ότι η «ενδοχώρα» της γραφής του δεν θα συγκινεί πλέον μετά από μια-δυο γενιές αφού οι καταστάσεις που περιγράφει δεν θα υπάρχουν, μας αφοπλίζει με το ερώτημα: «ε! δεν είναι λόγος αυτός να τη διασώσω;»
Θέλετε να μου πείτε γιατί στραφήκατε και στην πεζογραφία;
Η ποίηση είναι περισσότερο πυκνή, μπορείς να την αναλύσεις, στην πεζογραφία δεν γίνεται, είναι αυτό που είναι. Ο πρώτος λόγος είναι αυτός, ο δεύτερος είναι ότι στην πεζογραφία χρησιμοποιώ υλικά που μου περισσέψαν απ’ την ποίηση, είμαι ειλικρινής, άλλοι δεν το λένε αυτό.
Αυτό το «περίσσεψαν» δεν έχει λίγο αρνητικό πρόσημο;
Όχι καθόλου! Δεν εννοώ ότι δεν είχα τι να τα κάνω, απλώς δεν μπορούσαν να ενταχθούν στην ποίηση.
Κύριε Πορφύρη είχατε και εξακολουθείτε να διατηρείτε μια έντονη σχέση με την Αριστερά. Από πότε χρονολογείται;
Από την εποχή του ανταρτοπόλεμου, τη μεγάλη απάτη με τη συμφωνία της Βάρκιζας και του επόμενου χρόνου όπου άρχισαν να κόβουν κεφάλια… τους είπαν «δεν θα σας πειράξουμε» και την επόμενη μέρα κάνανε τους αγωνιστές ποινικούς εγκληματίες και τους εξαφάνισαν από προσώπου γης όλους. Ξέχωρα που είχα και πολλούς από το συγγενικό μου περιβάλλον που κυνηγήθηκαν, φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, στήθηκαν απέναντι στο εκτελεστικό απόσπασμα. Άλλοι πήγαν έξω, μερικοί γυρίσανε, άλλοι δεν γυρίσανε. Όλα αυτά με συγκλόνισαν.
Αναθυμούμενος εκείνα τα χρόνια, συγκρίνοντάς τα με τα σημερινά της Αριστεράς, ποια είναι η αίσθησή σας;
Η αίσθησή μου είναι ότι η Αριστερά έχει γίνει «κομμάτια και θρύψαλα» και ότι είναι πολύ δύσκολο να κολλήσουν τα κομμάτια της. Η παραδοσιακή, στον κόσμο της, και η άλλη, σε δείπνα και διοργανώσεις συνεδρίων, ερωτοτροπώντας με το ΠΑ•“ΟΚ.
Μιλήστε μου λίγο για το πώς δουλεύετε τα ποιήματα.
Αναφερόμενος στην ποίησή μου, θα μπορούσα να πω πως φροντίζω ώστε ο στίχος να μην ολοκληρώνεται στο οπτικό του τέλος, αλλά να συνεχίζει στον επόμενο. Προσπαθώ με τον τρόπο μου να νομιμοποιήσω έναν άλλον τρόπο ανάγνωσης με το πέρασμα -και χωρίς σημεία στίξης συνήθως- από τον ένα στον άλλο στίχο με ελευθερίες στον αναγνώστη για συμμετοχή στην ολοκλήρωση του ποιήματος.