Συνέντευξη στον Νίκο Ταυρή. Με αφορμή τον νέο νόμο για την διαχείριση των αποβλήτων μιλήσαμε με τον Τάσο Κεφαλά, μέλος της Πρωτοβουλίας Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων, για το ποια είναι η κατάσταση με την διαχείριση των αποβλήτων σήμερα, τι επιπτώσεις έχει αυτό στους πολίτες, τι αλλάζει με τον νέο νόμο και ποιο θα μπορούσε να είναι ένα εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης.
Ποια είναι η σημερινή κατάσταση σχετικά με τη διαχείριση των αποβλήτων;
Για πολλά χρόνια κεντρικό πρόβλημα στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων ήταν η ανεξέλεγκτη διάθεσή τους σε παράνομες χωματερές, ρέματα, παλιά νταμάρια κ.λπ. ή σε «νόμιμους» χώρους ταφής που, όμως, λειτουργούσαν σαν κοινές χωματερές (π.χ. η περίπτωση της Φυλής-Α. Λιοσίων στην Αττική). Το θέμα ενός στοιχειώδους σχεδιασμού, συνεπώς, έμπαινε σε προτεραιότητα.
Αυτό που αποτελεί κεντρικό πρόβλημα, σήμερα, είναι το γεγονός πως οι όποιοι σχεδιασμοί υπάρχουν ή διαμορφώνονται κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση που συντηρούν, μεγεθύνουν και αναπαράγουν πολλά κρίσιμα προβληματικά στοιχεία της υφιστάμενης κατάστασης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα εξής: H εμφανής απροθυμία της πολιτείας να υποστηρίξει ουσιαστικές πολιτικές πρόληψης, μείωσης των απορριμμάτων, διαλογής στην πηγή, ανακύκλωσης και κομποστοποίησης. Oι ανεξέλεγκτες πρακτικές επιμόλυνσης των αστικών απορριμμάτων από επικίνδυνα-βιομηχανικά απόβλητα.
H συνειδητή επιλογή να διατηρείται το μέγιστο μέρος των αστικών απορριμμάτων σε σύμμεικτη μορφή και, στη συνέχεια, να οδηγείται σε κεντρικές, σύνθετες εγκαταστάσεις επεξεργασίας, με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση και την καύση. Κατά κανόνα αυτές οι εγκαταστάσεις είναι υπερδιαστασιολογημένες, δηλαδή, έχουν μέγεθος που δεν αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε, στοιχειωδώς λογική, διαχείριση.
Και το «κερασάκι στην τούρτα» είναι η σταδιακή εκχώρηση όλων των δραστηριοτήτων διαχείρισης (από την αποκομιδή, έως την καύση και τη διάθεση) στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με την παράλληλη υποβάθμιση του δημόσιου – κοινωνικού χαρακτήρα και κάθε ίχνους κοινωνικού ελέγχου. Μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες αυτής της επιλογής αποτελεί και η αναμενόμενη εκτόξευση του κόστους διαχείρισης.
Για πολλά χρόνια κεντρικό πρόβλημα στον τομέα της διαχείρισης αποβλήτων ήταν η ανεξέλεγκτη διάθεσή τους σε παράνομες χωματερές, ρέματα, παλιά νταμάρια κ.λπ. ή σε «νόμιμους» χώρους ταφής που, όμως, λειτουργούσαν σαν κοινές χωματερές (π.χ. η περίπτωση της Φυλής-Α. Λιοσίων στην Αττική). Το θέμα ενός στοιχειώδους σχεδιασμού, συνεπώς, έμπαινε σε προτεραιότητα.
Αυτό που αποτελεί κεντρικό πρόβλημα, σήμερα, είναι το γεγονός πως οι όποιοι σχεδιασμοί υπάρχουν ή διαμορφώνονται κινούνται σε μια τέτοια κατεύθυνση που συντηρούν, μεγεθύνουν και αναπαράγουν πολλά κρίσιμα προβληματικά στοιχεία της υφιστάμενης κατάστασης. Τα κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα εξής: H εμφανής απροθυμία της πολιτείας να υποστηρίξει ουσιαστικές πολιτικές πρόληψης, μείωσης των απορριμμάτων, διαλογής στην πηγή, ανακύκλωσης και κομποστοποίησης. Oι ανεξέλεγκτες πρακτικές επιμόλυνσης των αστικών απορριμμάτων από επικίνδυνα-βιομηχανικά απόβλητα.
H συνειδητή επιλογή να διατηρείται το μέγιστο μέρος των αστικών απορριμμάτων σε σύμμεικτη μορφή και, στη συνέχεια, να οδηγείται σε κεντρικές, σύνθετες εγκαταστάσεις επεξεργασίας, με σκοπό την ενεργειακή αξιοποίηση και την καύση. Κατά κανόνα αυτές οι εγκαταστάσεις είναι υπερδιαστασιολογημένες, δηλαδή, έχουν μέγεθος που δεν αντιστοιχεί σε οποιαδήποτε, στοιχειωδώς λογική, διαχείριση.
Και το «κερασάκι στην τούρτα» είναι η σταδιακή εκχώρηση όλων των δραστηριοτήτων διαχείρισης (από την αποκομιδή, έως την καύση και τη διάθεση) στα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, με την παράλληλη υποβάθμιση του δημόσιου – κοινωνικού χαρακτήρα και κάθε ίχνους κοινωνικού ελέγχου. Μία από τις πιο σοβαρές συνέπειες αυτής της επιλογής αποτελεί και η αναμενόμενη εκτόξευση του κόστους διαχείρισης.
Τι επιπτώσεις έχει όλη αυτή η κατάσταση στην κοινωνία και τη χώρα;
Μια σημαντική πλευρά είναι η περιβαλλοντική. Το πρόβλημα εντοπίζεται, κυρίως, στην ανεξέλεγκτη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων (μην ξεχνάμε ότι η χώρα δεν διαθέτει, προς το παρόν, καμία εγκατάσταση διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων, πράγμα που ωθεί στην, πολύ πιο συμφέρουσα, συγκαλυμμένη διάθεση – ανάμειξή τους με τα αστικά απόβλητα), στη διατήρηση τεράστιων χώρων ταφής (κατ’ όνομα, πολλές φορές, χώρων υγειονομικής ταφής), στις επιπτώσεις της καύσης (αέρια ρύπανση, τοξική τέφρα κ.λπ.), στους κινδύνους ρύπανσης του υδροφόρου ορίζοντα και στα προβλήματα υγείας, ως συνέπεια όλων των παραπάνω. Για τους λόγους αυτούς, το υφιστάμενο κυρίαρχο μοντέλο είναι συνυφασμένο με την περιβαλλοντική υποβάθμιση, στην καλύτερη περίπτωση, ολόκληρων περιοχών, γεγονός που, δικαιολογημένα, προκαλεί και μια σειρά τοπικών αντιδράσεων.
Η δεύτερη πλευρά είναι η οικονομική. Η υλοποίηση της συγκεντρωτικής-φιλοεργολαβικής διαχείρισης συνεπάγεται διασπάθιση τεράστιων δημόσιων πόρων για την κατασκευή των εργοστασίων επεξεργασίας – καύσης και, ταυτόχρονα, μια υπέρογκη αύξηση, καλύτερα πολλαπλασιασμό του κόστους διαχείρισης, συνεπώς και των δημοτικών τελών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τομέας της διαχείρισης αποβλήτων, μαζί με αυτόν της ενέργειας, αποτελεί προνομιακό πεδίο ενδιαφέροντος της τρόικας.
Η τρίτη πλευρά είναι η κοινωνική. Αυτή συνδέεται με τις ιδιωτικοποιήσεις, σε όλη την κλίμακα της διαχείρισης (ακόμη και στην αποκομιδή), με την απώλεια θέσεων εργαζομένων, με την εκχώρηση δημόσιων υποδομών και του «κοινωνικού πλούτου», που εμπεριέχει αυτό που, απαξιωτικά, ονομάζουμε «σκουπίδι» και με την απώλεια του κοινωνικού ελέγχου σε έναν ακόμη κρίσιμο τομέα της καθημερινότητάς μας.
Υπάρχει, φυσικά, και μια τέταρτη πλευρά, η πολιτική. Διότι ως ιδιαίτερα ελκυστικό οικονομικό αντικείμενο, αποτελεί στοιχείο των πολιτικών πιέσεων που ασκούνται από την τρόικα και των δεσμεύσεων που ζητούνται. Σε σημείο ώστε, συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια να εντάσσονται στα «ζητούμενα» της νέας μνημονιακής σύμβασης, όπως συνέβη με την προηγούμενη και το ενεργειακό σχέδιο «Ήλιος».
Μια σημαντική πλευρά είναι η περιβαλλοντική. Το πρόβλημα εντοπίζεται, κυρίως, στην ανεξέλεγκτη διαχείριση των επικίνδυνων αποβλήτων (μην ξεχνάμε ότι η χώρα δεν διαθέτει, προς το παρόν, καμία εγκατάσταση διαχείρισης επικίνδυνων αποβλήτων, πράγμα που ωθεί στην, πολύ πιο συμφέρουσα, συγκαλυμμένη διάθεση – ανάμειξή τους με τα αστικά απόβλητα), στη διατήρηση τεράστιων χώρων ταφής (κατ’ όνομα, πολλές φορές, χώρων υγειονομικής ταφής), στις επιπτώσεις της καύσης (αέρια ρύπανση, τοξική τέφρα κ.λπ.), στους κινδύνους ρύπανσης του υδροφόρου ορίζοντα και στα προβλήματα υγείας, ως συνέπεια όλων των παραπάνω. Για τους λόγους αυτούς, το υφιστάμενο κυρίαρχο μοντέλο είναι συνυφασμένο με την περιβαλλοντική υποβάθμιση, στην καλύτερη περίπτωση, ολόκληρων περιοχών, γεγονός που, δικαιολογημένα, προκαλεί και μια σειρά τοπικών αντιδράσεων.
Η δεύτερη πλευρά είναι η οικονομική. Η υλοποίηση της συγκεντρωτικής-φιλοεργολαβικής διαχείρισης συνεπάγεται διασπάθιση τεράστιων δημόσιων πόρων για την κατασκευή των εργοστασίων επεξεργασίας – καύσης και, ταυτόχρονα, μια υπέρογκη αύξηση, καλύτερα πολλαπλασιασμό του κόστους διαχείρισης, συνεπώς και των δημοτικών τελών. Δεν είναι τυχαίο ότι ο τομέας της διαχείρισης αποβλήτων, μαζί με αυτόν της ενέργειας, αποτελεί προνομιακό πεδίο ενδιαφέροντος της τρόικας.
Η τρίτη πλευρά είναι η κοινωνική. Αυτή συνδέεται με τις ιδιωτικοποιήσεις, σε όλη την κλίμακα της διαχείρισης (ακόμη και στην αποκομιδή), με την απώλεια θέσεων εργαζομένων, με την εκχώρηση δημόσιων υποδομών και του «κοινωνικού πλούτου», που εμπεριέχει αυτό που, απαξιωτικά, ονομάζουμε «σκουπίδι» και με την απώλεια του κοινωνικού ελέγχου σε έναν ακόμη κρίσιμο τομέα της καθημερινότητάς μας.
Υπάρχει, φυσικά, και μια τέταρτη πλευρά, η πολιτική. Διότι ως ιδιαίτερα ελκυστικό οικονομικό αντικείμενο, αποτελεί στοιχείο των πολιτικών πιέσεων που ασκούνται από την τρόικα και των δεσμεύσεων που ζητούνται. Σε σημείο ώστε, συγκεκριμένα επενδυτικά σχέδια να εντάσσονται στα «ζητούμενα» της νέας μνημονιακής σύμβασης, όπως συνέβη με την προηγούμενη και το ενεργειακό σχέδιο «Ήλιος».
Πρόσφατα συζητήθηκε στη Βουλή το σχέδιο νόμου για την διαχείριση των αποβλήτων. Ποια είναι η γνώμη σας;
Στο τμήμα του, που αφορά το πλαίσιο διαχείρισης των αποβλήτων, η προσπάθεια ενοποίησης της νομοθεσίας και η (υποχρεωτική) ενσωμάτωση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να μπουν σε ένα δρόμο επίλυσης κρίσιμα και χρονίζοντα προβλήματα της υφιστάμενης κατάστασης στη διαχείριση των απορριμμάτων, που περιγράψαμε προηγουμένως.
Δυστυχώς, το αποτέλεσμα είναι ένα «νέο» νομικό πλαίσιο για τη διαχείριση των αποβλήτων, που κινείται στην πεπατημένη μιας πολιτικής, ίδιας με αυτήν που εφαρμόζεται και σήμερα. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, αφού αυτό που επιχειρείται είναι: Η μηχανιστική μεταφορά (βλέπε, απλή μετάφραση) της οδηγίας, κρίσιμα σημεία της οποίας, μάλιστα, έχουν παραλειφθεί. Η υποβάθμιση της ουσίας των θετικών προβλέψεων της οδηγίας. Η συντήρηση της ασάφειας των «θολών» ή ανοιχτών σημείων της οδηγίας. Η προσθήκη μιας σειράς νέων αρνητικών ρυθμίσεων.
Στο τμήμα του, που αφορά το πλαίσιο διαχείρισης των αποβλήτων, η προσπάθεια ενοποίησης της νομοθεσίας και η (υποχρεωτική) ενσωμάτωση της οδηγίας 2008/98/ΕΚ στο εθνικό δίκαιο θα μπορούσαν να αποτελέσουν μια πρώτης τάξης ευκαιρία για να μπουν σε ένα δρόμο επίλυσης κρίσιμα και χρονίζοντα προβλήματα της υφιστάμενης κατάστασης στη διαχείριση των απορριμμάτων, που περιγράψαμε προηγουμένως.
Δυστυχώς, το αποτέλεσμα είναι ένα «νέο» νομικό πλαίσιο για τη διαχείριση των αποβλήτων, που κινείται στην πεπατημένη μιας πολιτικής, ίδιας με αυτήν που εφαρμόζεται και σήμερα. Κάτι τέτοιο είναι αναμενόμενο, αφού αυτό που επιχειρείται είναι: Η μηχανιστική μεταφορά (βλέπε, απλή μετάφραση) της οδηγίας, κρίσιμα σημεία της οποίας, μάλιστα, έχουν παραλειφθεί. Η υποβάθμιση της ουσίας των θετικών προβλέψεων της οδηγίας. Η συντήρηση της ασάφειας των «θολών» ή ανοιχτών σημείων της οδηγίας. Η προσθήκη μιας σειράς νέων αρνητικών ρυθμίσεων.
Τι προσπαθεί να προωθήσει η πολιτεία με το νέο νόμο;
Πάλι, μιλώντας για το τμήμα του που αφορά τη διαχείριση αποβλήτων, προφανώς και δεν μπορεί να αποτελέσει «εργαλείο θεραπείας» μιας βαριά αρρωστημένης και κακοφορμισμένης κατάστασης, με έντονα τα στοιχεία της διαπλοκής και της οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς. Πολύ απλά, γιατί δεν είναι στις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου νόμου, ούτε της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΚΑ, ούτε των κυβερνήσεων, διαχρονικά.
Αντίθετα, αυτό που διαφαίνεται πολύ καθαρά είναι η συνειδητή επιδίωξη να εξασφαλιστεί μια στοιχειώδης νομιμοφάνεια σε επιλογές που έχουν, εδώ και πολύ καιρό, δρομολογηθεί (στην Ημαθία, στη Δυτική Μακεδονία, στην Πελοπόννησο, στην Αττική, στη Θεσσαλονίκη και στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας). Είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό γεγονός η αναμενόμενη δημοπράτηση τεσσάρων νέων εργοστασίων επεξεργασίας απορριμμάτων στην Αττική (δύο στη Φυλή και από ένα σε Γραμματικό και Κερατέα) που, μαζί με αυτό που ήδη λειτουργεί στη Φυλή, σχεδιάζεται να υποδέχονται το 85 % των αστικών απορριμμάτων της περιφέρειας.
Σε ό,τι αφορά τις άλλες περιοχές του νόμου, αυτό που γίνεται είναι η εισαγωγή μιας σειράς άλλων ρυθμίσεων στον τομέα της (μη) προστασίας του περιβάλλοντος, της χωροταξίας και πολεοδομίας, της ενέργειας, της μεταλλείας κ.ά. Ο καμβάς, πάνω στον οποίο υφαίνονται όλες αυτές οι ρυθμίσεις, είναι αυτός της πλήρους συρρίκνωσης της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε να στρωθεί ο δρόμος σε νέες επενδύσεις. Και όπου αυτό δεν μπορεί να γίνει με μια τυπική αντικειμενικότητα, έρχονται οι φωτογραφικές ρυθμίσεις να ανταποκριθούν στις ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στους εργολάβους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η καραμπινάτη ρύθμιση, υπέρ της «Μηχανικής» για το «ξεμπλοκάρισμα» του έργου του φράγματος στον Άραχθο).
Ποτέ τα πράγματα δεν ήταν καλά για το περιβάλλον στο υπουργείο που φέρεται, στα λόγια, να το προστατεύει. Αυτό, όμως, που συμβαίνει στη διάρκεια της θητείας του σημερινού υπουργού δεν έχει προηγούμενο. Μιλάμε για πραγματικό «ξεθεμελίωμα» της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, για πλήρη απαξίωση του ρόλου του υπουργείου και για μετατροπή του σε παράρτημα ενός υποδουλωμένου υπουργείου οικονομικών. Δεν είναι χωρίς νόημα να αναφερθεί ότι μία από τις πρώτες πράξεις του κ. Παπακωνσταντίνου, ως υπουργού Περιβάλλοντος, ήταν η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων της επένδυσης χρυσού στη Χαλκιδική. Ενώ, μόλις πριν από λίγες μέρες, το ίδιο το υπουργείο εμφανίστηκε ως αντίδικος (σε αγαστή συνεργασία με τους εκπροσώπους των εργολάβων) σε εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων κατοίκων του Γραμματικού, που επικαλούνταν την πρόσφατη έκθεση των επιθεωρητών περιβάλλοντος, κορυφαίας υπηρεσίας του υπουργείου.
Πάλι, μιλώντας για το τμήμα του που αφορά τη διαχείριση αποβλήτων, προφανώς και δεν μπορεί να αποτελέσει «εργαλείο θεραπείας» μιας βαριά αρρωστημένης και κακοφορμισμένης κατάστασης, με έντονα τα στοιχεία της διαπλοκής και της οικονομικής και πολιτικής διαφθοράς. Πολύ απλά, γιατί δεν είναι στις προθέσεις των συντακτών του σχεδίου νόμου, ούτε της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΚΑ, ούτε των κυβερνήσεων, διαχρονικά.
Αντίθετα, αυτό που διαφαίνεται πολύ καθαρά είναι η συνειδητή επιδίωξη να εξασφαλιστεί μια στοιχειώδης νομιμοφάνεια σε επιλογές που έχουν, εδώ και πολύ καιρό, δρομολογηθεί (στην Ημαθία, στη Δυτική Μακεδονία, στην Πελοπόννησο, στην Αττική, στη Θεσσαλονίκη και στις περισσότερες περιφέρειες της χώρας). Είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό γεγονός η αναμενόμενη δημοπράτηση τεσσάρων νέων εργοστασίων επεξεργασίας απορριμμάτων στην Αττική (δύο στη Φυλή και από ένα σε Γραμματικό και Κερατέα) που, μαζί με αυτό που ήδη λειτουργεί στη Φυλή, σχεδιάζεται να υποδέχονται το 85 % των αστικών απορριμμάτων της περιφέρειας.
Σε ό,τι αφορά τις άλλες περιοχές του νόμου, αυτό που γίνεται είναι η εισαγωγή μιας σειράς άλλων ρυθμίσεων στον τομέα της (μη) προστασίας του περιβάλλοντος, της χωροταξίας και πολεοδομίας, της ενέργειας, της μεταλλείας κ.ά. Ο καμβάς, πάνω στον οποίο υφαίνονται όλες αυτές οι ρυθμίσεις, είναι αυτός της πλήρους συρρίκνωσης της νομοθεσίας για την προστασία του περιβάλλοντος, ώστε να στρωθεί ο δρόμος σε νέες επενδύσεις. Και όπου αυτό δεν μπορεί να γίνει με μια τυπική αντικειμενικότητα, έρχονται οι φωτογραφικές ρυθμίσεις να ανταποκριθούν στις ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στους εργολάβους (χαρακτηριστικό παράδειγμα η καραμπινάτη ρύθμιση, υπέρ της «Μηχανικής» για το «ξεμπλοκάρισμα» του έργου του φράγματος στον Άραχθο).
Ποτέ τα πράγματα δεν ήταν καλά για το περιβάλλον στο υπουργείο που φέρεται, στα λόγια, να το προστατεύει. Αυτό, όμως, που συμβαίνει στη διάρκεια της θητείας του σημερινού υπουργού δεν έχει προηγούμενο. Μιλάμε για πραγματικό «ξεθεμελίωμα» της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, για πλήρη απαξίωση του ρόλου του υπουργείου και για μετατροπή του σε παράρτημα ενός υποδουλωμένου υπουργείου οικονομικών. Δεν είναι χωρίς νόημα να αναφερθεί ότι μία από τις πρώτες πράξεις του κ. Παπακωνσταντίνου, ως υπουργού Περιβάλλοντος, ήταν η έγκριση των περιβαλλοντικών όρων της επένδυσης χρυσού στη Χαλκιδική. Ενώ, μόλις πριν από λίγες μέρες, το ίδιο το υπουργείο εμφανίστηκε ως αντίδικος (σε αγαστή συνεργασία με τους εκπροσώπους των εργολάβων) σε εκδίκαση ασφαλιστικών μέτρων κατοίκων του Γραμματικού, που επικαλούνταν την πρόσφατη έκθεση των επιθεωρητών περιβάλλοντος, κορυφαίας υπηρεσίας του υπουργείου.
Πώς θα μπορούσε το κράτος να λύσει το πρόβλημα; Με ποιες πολιτικές και με ποιους τρόπους θα υπήρχαν για την κοινωνία πολλαπλά οφέλη από ένα εναλλακτικό μοντέλο διαχείρισης των αποβλήτων;
Πρώτα απ’ όλα, ξεκαθαρίζοντας ποιος (θέλουμε να) είναι ο ωφελούμενος. Αν θέλουμε ο ωφελούμενος να είναι το κεφάλαιο και οι επιχειρηματίες, τότε είμαστε σε καλό δρόμο. Αν, πάλι, θέλουμε ο ωφελούμενος να είναι η κοινωνία, πρέπει να ξαναδούμε και το πνεύμα των θετικών ρυθμίσεων της οδηγίας, αλλά και την πλούσια εμπειρία άλλων χωρών καθώς και τα πορίσματα της επιστήμης. Και να βάλουμε ως άμεση προτεραιότητα της πολιτείας, των περιφερειών και των δήμων το ριζικό ανασχεδιασμό σε εθνικό, περιφερειακό και, γιατί όχι, σε επίπεδο δήμου. Στηριγμένοι σε δύο απλές βασικές αρχές: αυτήν της εγγύτητας και αυτήν της μικρής κλίμακας.
Το μοντέλο δεν μας είναι άγνωστο, παρ’ όλη την πολυχρωμία στις εφαρμογές του, κατά περίπτωση. Είναι αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε στην Πρωτοβουλία Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων, το μοντέλο της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων. Πρόκειται για μια πρόταση εναλλακτικής διαχείρισης των απορριμμάτων, αποκεντρωμένη, μικρής κλίμακας, ήπιας όχλησης και μέγιστης ανάκτησης, οικονομική και με προοπτική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Σε επίπεδο δήμων ή ομάδων γειτονικών δήμων, κάτω από δημόσιο και κοινωνικό καθεστώς διαχείρισης και ελέγχου και χωρίς την εμπλοκή των μεγάλων εργολαβικών ομίλων.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτή η πρόταση συνιστά ένα ισχυρό αντίδοτο, απέναντι στο στρεβλό, αντιπεριβαλλοντικό και φιλοεργολαβικό καθεστώς διαχείρισης των αποβλήτων, που κυριαρχεί, έχει προκληθεί μια νέα κινητικότητα στις τοπικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα μια σειρά από πρωτοβουλίες θετικών δράσεων σε δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο. Ποιος είναι καλύτερος τρόπος για να δείξουμε, στην πράξη, ότι η υπόθεση της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι υπόθεση όλων μας;
Πρώτα απ’ όλα, ξεκαθαρίζοντας ποιος (θέλουμε να) είναι ο ωφελούμενος. Αν θέλουμε ο ωφελούμενος να είναι το κεφάλαιο και οι επιχειρηματίες, τότε είμαστε σε καλό δρόμο. Αν, πάλι, θέλουμε ο ωφελούμενος να είναι η κοινωνία, πρέπει να ξαναδούμε και το πνεύμα των θετικών ρυθμίσεων της οδηγίας, αλλά και την πλούσια εμπειρία άλλων χωρών καθώς και τα πορίσματα της επιστήμης. Και να βάλουμε ως άμεση προτεραιότητα της πολιτείας, των περιφερειών και των δήμων το ριζικό ανασχεδιασμό σε εθνικό, περιφερειακό και, γιατί όχι, σε επίπεδο δήμου. Στηριγμένοι σε δύο απλές βασικές αρχές: αυτήν της εγγύτητας και αυτήν της μικρής κλίμακας.
Το μοντέλο δεν μας είναι άγνωστο, παρ’ όλη την πολυχρωμία στις εφαρμογές του, κατά περίπτωση. Είναι αυτό που συνηθίζουμε να ονομάζουμε στην Πρωτοβουλία Συνεννόησης για τη Διαχείριση των Απορριμμάτων, το μοντέλο της αποκεντρωμένης ολοκληρωμένης διαχείρισης των απορριμμάτων. Πρόκειται για μια πρόταση εναλλακτικής διαχείρισης των απορριμμάτων, αποκεντρωμένη, μικρής κλίμακας, ήπιας όχλησης και μέγιστης ανάκτησης, οικονομική και με προοπτική δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Σε επίπεδο δήμων ή ομάδων γειτονικών δήμων, κάτω από δημόσιο και κοινωνικό καθεστώς διαχείρισης και ελέγχου και χωρίς την εμπλοκή των μεγάλων εργολαβικών ομίλων.
Εξαιτίας του γεγονότος ότι αυτή η πρόταση συνιστά ένα ισχυρό αντίδοτο, απέναντι στο στρεβλό, αντιπεριβαλλοντικό και φιλοεργολαβικό καθεστώς διαχείρισης των αποβλήτων, που κυριαρχεί, έχει προκληθεί μια νέα κινητικότητα στις τοπικές κοινωνίες, με αποτέλεσμα μια σειρά από πρωτοβουλίες θετικών δράσεων σε δημοτικό και περιφερειακό επίπεδο. Ποιος είναι καλύτερος τρόπος για να δείξουμε, στην πράξη, ότι η υπόθεση της διαχείρισης των απορριμμάτων είναι υπόθεση όλων μας;
Σχόλια