Δυτικότροπα απολίτικα πρότυπα ή απεικόνιση της πραγματικότητας
της Ιφιγένειας Καλαντζή*
Με αφετηρία τον βραβευμένο στις Κάννες Κυνόδοντα (2009), του Γιώργου Λάνθιμου, που μέσα από μια αλληγορία εστιάζει στη στρέβλωση της ελληνικής οικογένειας στα όρια της παράνοιας, εισάγεται στο ελληνικό σινεμά ένας δυτικότροπος αέρας παθογένειας, που έσπευσαν να μιμηθούν οι νεότεροι κινηματογραφιστές.
Προερχόμενος από το θέατρο και τις τηλεοπτικές διαφημίσεις, ο Λάνθιμος πειραματίστηκε με την ένταξη της κινησιολογίας του σύγχρονου χοροθεάτρου στην ερμηνεία των ηθοποιών του. Μέσα από διάλογους με λέξεις που έχουν χάσει το πρωταρχικό τους νόημα, σταθερά πλάνα, λιτά σκηνικά, ηθοποιούς-μαριονέτες, δίχως πρωτότυπη μουσική, δημιούργησε μια απόκοσμη ατμόσφαιρα, που παραπέμπει στο νοσηρό περιβάλλον μιας μπουρζουάδικης ψυχοπαθολογίας, που ως τότε ανιχνευόταν στο σινεμά του Μίκαελ Χάνεκε. Ωστόσο, το σχόλιο του Λάνθιμου για το θεσμό της οικογένειας παραμένει μετέωρο, χωρίς σαφές μήνυμα.
Το «λανθιμικό» στυλ
Το Attenberg (2010), δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγκάρη, απέσπασε βραβείο γυναικείας ερμηνείας στη Βενετία. Η δοσμένη με τρυφερότητα σχέση πατέρα–κόρης αναδεικνύει τη μοναχικότητα της ηρωίδας, μέσα από σταθερά πλάνα, σ’ ένα φυσικό τοπίο που αστικοποιείται τάχιστα. Με μια κατά Λάνθιμο αποστασιοποιημένη ερμηνευτική και επιρροές από νουβέλ βαγκ, μπαίνει στο στόχαστρο η πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και ο ρόλος της οικογένειας. Οι ανούσιοι διάλογοι σ’ ένα γλωσσικό παιχνίδι οδηγούν στη διαπίστωση πως η νέα γενιά χρειάζεται οδηγίες χρήσης για τα πάντα, ακόμα και για τον έρωτα.
Με Βραβείο Καλύτερου Σεναρίου, στη Μόστρα της Βενετίας, στην τρίτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιώργου Λάνθιμου, Άλπεις (2011), με σεναριογράφο τον Ευθύμη Φιλίππου, μια ομάδα επαγγελματιών αναλαμβάνει να «αντικαταστήσει» την παρουσία νεκρών, για να παρηγορήσει τους συγγενείς. Αυτή η πρωτότυπη, συμβολική ιστορία προκαλεί σαρδόνια ειρωνεία, με το γνώριμο πλέον ψυχρό στυλ, εστιάζοντας και πάλι στην ψυχοπαθολογία.
Μ’ αυτή τη δεύτερη διεθνή βράβευση καθιερώνεται το «λανθιμικό» στυλ, που μέσα από το μη αληθινό εκφράζει α-φασικούς χαρακτήρες, μακριά από οποιαδήποτε πολιτική αιχμή. Έτσι, το συγκεκριμένο θεματικό-αισθητικό στυλ προβάλλεται ως επίσημη πολιτιστική γραμμή, αποτελώντας πρότυπο μιας νέας εθνικής κινηματογραφίας, που αγνοεί επιδεικτικά την ελληνική πραγματικότητα.
Έξω από τη σκηνοθετική μόδα που επιβραβεύεται στα Διεθνή Φεστιβάλ, ο ηλικιακά μεγαλύτερος Στράτος Τζίτζης, προσεγγίζει περισσότερο την ελληνική πραγματικότητα, με τα 45 τετραγωνικά (2011). Μια τριαντάρα εμποροϋπάλληλος, που ζει με τη μητέρα της, αναζητά να αυτονομηθεί, νοικιάζοντας ένα φθηνό αθηναϊκό διαμέρισμα 45 τ.μ., σε μια γειτονιά που σφύζει από μετανάστες, όπου ανακαλύπτει τον εαυτό της και συνειδητοποιεί την νέα εργασιακή της υπόσταση. Με απλή γραφή και αληθοφανείς διαλόγους, σε αντίθεση με τον πολύπλοκο φορμαλισμό που έχει καθιερωθεί, ο Τζίτζης εστιάζει στα προβλήματα της λεγόμενης τότε γενιάς των 700 ευρώ. Η απογοήτευση και η κατάθλιψη ανατρέπονται από την αυτογνωσία, δίνοντας αξία στην προσωπική αντίσταση.
Στο «λανθιμικό» στυλ εντάσσεται και ο νιόφερτος Μπάμπης Μακρίδης, με την πρώτη του ταινία L, εγώ είμαι (2012), που συμμετείχε στα φεστιβάλ Ρότερνταμ και Σάντανς. Ένας 40άρης, εμμονικά μονίμως μέσα στο αυτοκίνητό του, μεταφέρει το εκλεκτότερο μέλι στον πενηντάρη που το παράγγειλε. Κλονίζεται, όμως, όταν κάποιος άλλος του παίρνει τη δουλειά. Με εμμονή στην αποστήθιση οδηγιών χρήσης και α-φασικούς ανθρώπους που μοιάζουν αυτιστικοί, ξεχειλίζει η ειρωνεία σε βαθμό «τρολαρίσματος», με έκδηλη αποστασιοποίηση, κουραστικά σταθερά πλάνα και επαναλαμβανόμενους ακατανόητους διάλογους, που αγγίζουν ντανταϊστικούς συνειρμούς, δίχως ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Τι μας εκπροσωπεί;
Το θέμα είναι αν τέτοιες ταινίες εκπροσωπούν κινηματογραφικά την ταλανισμένη διεθνή εικόνα μας, προτείνοντας αντί για μια πολιτικοποιημένη αισθητικά τοποθέτηση, μια δήθεν αλληγορική αστοχία. Ο χαβαλές και η υποτιθέμενη φάρσα που φλερτάρει με την σύγχρονη περφόμανς, μαρτυρούν κινηματογραφική αδυναμία, σε μια εποχή που ο κόσμος καίγεται και μερικοί νεόκοποι κινηματογραφιστές αναλώνονται σε ομφαλοσκοπήσεις.
Η ενδοοικογενειακή βία, ως αντικατοπτρισμός ενός θεσμικού συστήματος που αναπαράγει βία, διερευνάται στην αλληγορική Miss Violence (2013) του θεατρικού σκηνοθέτη Αλέξανδρου Αβρανά, που θριάμβευσε στην 70ή Βενετσιάνικη Μόστρα, αποσπώντας 4 βραβεία, χωρίς την ειρωνεία που λάνσαρε ο Λάνθιμος, αλλά με αντίστοιχη αισθητική. Εντούτοις, η υπερβολή μιας μεμονωμένης περίπτωσης, στη σφαίρα της ψυχοπαθολογίας, αποδυναμώνει μια ευρύτερη κοινωνική καταγγελία.
Το αγόρι τρώει το φαγητό του πουλιού (2013), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του επίσης θεατρικού σκηνοθέτη Έκτορα Λυγίζου, είχε κάνει θραύση στο 53ο ΦΚΘ 2012, αποτυπώνοντας τη νέα μορφή των «Άθλιων» του 21ου αιώνα, σε ένα ωμό κινηματογραφημένο ψυχολογικό πορτρέτο μιας νεολαίας σε απόγνωση. Προσδίδοντας εξπρεσιονιστική αυθεντικότητα σ’ έναν ακατέργαστου τύπου ρεαλισμό, η κάμερα ακολουθεί διαρκώς το πεινασμένο ισχνό αγόρι, αποκαλύπτοντας μια απελπιστική καταβύθιση, που αντανακλά το μέγεθος της οικονομικής καταστροφής στη χώρας μας.
Στην ταινία Να κάθεσαι και να κοιτάς (2014), που συμμετείχε στο Πανόραμα της Μπερλινάλε, ο Γιώργος Σερβετάς στρέφει το φακό του στις όψεις μιας ερειπωμένης επαρχίας, με κλειστά μαγαζιά, εκτάσεις με σπαρμένα φωτοβολταϊκά και κορυφογραμμές με γιγάντιες ανεμογεννήτριες, δημιουργώντας το οπτικό μοτίβο μιας διαλυμένης ευημερίας. Οι διάσπαρτες ελληνικές σημαίες και η εταιρία σεκιούριτι αποτελούν χαρακτηριστικά ενός πολιτικού σχολιασμού, στηλιτεύοντας ρατσισμό και σεξισμό μέσα από την προσωπική εκδοχή μιας αντιεξουσιάστριας Αντιγόνης, μακριά απ’ την «γουίρντ» αισθητική.
Αφήνοντας πλέον το γκρικ γουίρντ σίνεμα, που κυοφόρησε μια δήθεν νεωτεριστική καλλιτεχνίζουσα βορειοδυτική αισθητική, σε σενάριο που συνέγραψε πάλι με τον Ευθύμη Φιλίππου, ο Λάνθιμος δημιουργεί την πρώτη του αγγλόφωνη ταινία Αστακός (2015), που βραβεύτηκε το 2015 στις Κάννες, για μια μελλοντική αυταρχική κοινωνία, που τιμωρεί κάθε παρέκκλιση. Με διεθνές καστ ηθοποιών, απογειώνει το αποστασιοποιημένο στυλ με τους απροσάρμοστους χαρακτήρες, τη στιγμή που αποκόβεται από κάθε τι ελληνικό, με μια ταινία προσαρμοσμένη στα δυτικότροπα φεστιβαλικά πρότυπα.
Απαθανατίζοντας τις πρόσφατα κατειλημμένες από μετανάστες πλατείες του κέντρου της Αθήνας, η βραβευμένη στο 57ο ΦΚΘ, Πλατεία Αμερικής (2016), του Γιάννη Σακαρίδη, αποτυπώνει τις παράλληλες τροχιές τριών πρωταγωνιστών στην ίδια γειτονιά, ενώ ανιχνεύει τη γέννηση του χρυσαυγίτη της διπλανής πόρτας, αναπτύσσοντας ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό, με αληθοφανείς διαλόγους που καυτηριάζουν την τρέχουσα πραγματικότητα.
INFO
Μέρος της παρουσίασής μου στη συζήτηση με θέμα: «Σύγχρονος Ελληνικός κινηματογράφος: από τον Κυνόδοντα στο Ξα μου», που οργάνωσε στις 28/6 το Κίνημα Άρδην, στον χώρο πολιτικής και πολιτισμού «Ρήγας Βελεστινλής».
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, ifigenia.kalantzi@gmail.com