Του Φώτη Τερζάκη

.

Ένας στερεότυπος του αγοραίου αντιμαρξισμού των ημερών μας μιλάει για αστοχία της ταξικής ανάλυσης από τη στιγμή που το βιομηχανικό προλεταριάτο, στη μορφή που το γνωρίζαμε, δεν υφίσταται πλέον ή έχει «μικροαστικοποιηθεί». Στην πραγματικότητα, το ζήτημα αυτό έχει τεθεί εδώ και μισό αιώνα ήδη από θεωρητικούς των αντικαπιταλιστικών κινημάτων, συνδεδεμένο με νέες προσπάθειες χαρτογράφησης των ταξικών διαιρέσεων μέσα στους συνασπισμούς εξουσίας του μεταπολέμου. Ένα κοινό σφάλμα, εν πάση περιπτώσει, τόσο μιας απολιθωμένης «αριστεράς» –που έχασε και τα προσχηματικά της ερείσματα στην πραγματικότητα μετά την τελευταία μεταμόρφωση του καπιταλισμού– όσο και των (μετα)μοντέρνων επικριτών της είναι η ταύτιση της μαρξικής έννοιας του προλεταριάτου με τη βιομηχανική εργατική τάξη (ακόμη και αν στην εποχή του Μαρξ η τελευταία ήταν η ορατή ενσάρκωση της έννοιας). Μολονότι κοινοτοπία, έχει σημασία να ξαναλέγεται ότι «κεφαλαιοκρατική τάξη» και «προλεταριάτο» αντιπροσωπεύουν δομικές θέσεις στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα παραγωγήςπου μπορούν να στοιχειοθετηθούν σε πολλές ιστορικές του μεταμορφώσεις.

Το μοντέλο του κρατικογραφειοκρατικού καπιταλισμού έδειξε ότι η «κεφαλαιοκρατική τάξη» δεν ταυτίζεταιυποχρεωτικά με τον νομικό ιδιοκτήτητων μέσων παραγωγής (του κεφαλαίου στην ευρύτερη έννοιά του), όπως στην κλασική εποχή τού φιλελευθερισμού, αλλά συμπίπτει μάλλον με τις ομάδες που τα ελέγχουν και τα διαχειρίζονται: γραφειοκρατικές ελίτ στην πρώην Ανατολική Ευρώπη, ανώτατα εκτελεστικά στελέχη, μάνατζερς και policymakersστη Δύση, για παράδειγμα, οι οποίοι συνδέουν τη λειτουργία τους με την απεριόριστη αναπαραγωγή και επέκταση του κεφαλαίου και, μέσω αυτής ακριβώς, καρπούνται ένα κολοσσιαίο μέρος τού κοινωνικού υπερπροϊόντος. Σήμερα, οι υψηλότεροι τέτοιοι διαχειριστές είναι σε μεγάλο βαθμό και ιδιοκτήτες κεφαλαίων, βέβαια· όπου όμως έλεγχος και «ιδιοκτησία» του κεφαλαίου διαχωρίζονται –όπως στην περίπτωση των χιλιάδων μικρο-ομολογιούχων στη μετοχική εταιρεία ή των καταθετών στο τραπεζικό ίδρυμα–, η πραγματική εξουσία ανήκει τους διαχειριστές.

Η έννοια «προλεταριάτο», αντίστοιχα, σηματοδοτεί το τεράστιο σώμα εκείνων οι οποίοι, στερούμενοι από οιαδήποτε κυριότητα στα μέσα παραγωγής, βρίσκονται παγιδευμένοι στη σχέση μισθωτής εργασίας. Και αυτό έχει δύο αλληλοσυνδεόμενες συνέπειες, μία «ποσοτική» και μία –ακόμη σοβαρότερη–ποιοτική: από τη μία πλευρά, τη διαρκή απόσπαση ενός μέρους τού προϊόντος τους υπό τη μορφή κεφαλαιοκρατικού κέρδους (υπεραξία)· και από την άλλη, την ενδημική αποξένωση από την ίδια τους τη δραστηριότητα, από των έλεγχο των σωματικών τους δυνάμεων και της φαντασίας, από την ατομική τους αυτοπραγμάτωση στο ίδιο το προϊόν της δράσης τους – πηγή μιας ανυπολόγιστης παθογένειας με αναρίθμητες κλινικές όσο και κοινωνικές όψεις.

***

Οι σχέσεις αυτές διατηρούνται, και οξύνονται μάλιστα, στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό παρά τη δραματική μείωση του όγκου και την αλλαγή χαρακτήρα της εργασίας. Η γενίκευση του αυτοματισμού, μαζί με τη διάλυση του βιομηχανικού προλεταριάτου στις μορφές που το ξέραμε, συνεπέφερε κατ’ αρχήν μια επαναστατική δυνατότητα: την απελευθέρωση από την εργασία, που ήταν για πρώτη φορά εφικτή σε μεγάλη κλίμακα χάρη στις νέες τεχνολογίες. Η πραγμάτωσή της ωστόσο προϋπέθετε ότι η παραγωγή θα προσανατολιζόταν στις ανθρώπινες ανάγκες και όχι στο κεφαλαιοκρατικό κέρδος· που σημαίνει ότι η εργασία παύει να είναι εμπόρευμα και ο ελεύθερος χρόνος κατανέμεται ισόποσα στο πληθυσμό. Είναι ακριβώς η δυνατότητα που εμποδίστηκε λυσσαλέα από τα συνασπισμένες κεφαλαιοκρατικές ελίτ, οι οποίες εκβίασαν τη συνεχόμενη δουλεία του πληθυσμού στην κατανάλωση μέσ’ από τις καινοφανείς στρατηγικές τού δανεισμού και του χρέους. Το τεράστιο απόθεμα χρόνου που γέννησαν οι νέες παραγωγικές δυνάμεις (ο αυτοματισμός) εμφανίζεται έτσι μόνο υπό την αρνητική του μορφή, ως μαζική ανεργία και υπερχρέωση. Αυτό μπορεί να ειπωθεί και αλλιώς: μόλις προέκυψε ελεύθερος χρόνος, αντί να μοιραστεί ελεύθερα σε όλους, έγινε εμπόρευμα από το οποίο κάποιοι προσπαθούν να κερδίσουν – διότι χρηματοπιστωτική αξιοποίηση του κεφαλαίου σημαίνει, ακριβώς, κεφαλαιοποίηση του χρόνου (πράγμα που σημαίνει επίσης: στον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, τα εμπορεύματα εργασία και φυσικοί πόροι υπάγονται στο τελευταίο και μέσω αυτού «αξιοποιούνται»).

Υπάρχει μια παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε εμπορικό, βιομηχανικό και χρηματοοικονομικό κεφάλαιο. Το εμπορικό κεφάλαιο προηγήθηκε κατά πολύ του καπιταλισμού, και μπορεί να βασίζεται σε ποικίλους τρόπους παραγωγής· μόνο αφότου η εργασία έγινε εμπόρευμα στη συνθήκη της «ελεύθερης» αγοράς μπορούμε νόμιμα να μιλάμε για καπιταλισμό – και αυτό συνέπεσε με την ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου. Το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο συνυπήρχε από νωρίς με το εμπορικό (δύο ή τρεις αιώνες πριν από την έναρξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη) και ήταν ο παράγων που επέτρεψε την αναγκαία συσσώρευση για την ανάπτυξη του τελευταίου· έκτοτε λειτουργεί σε διαρκή ανατροφοδότηση με το βιομηχανικό κεφάλαιο, μέχρις ότου, στις τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, καλείται αυτό να αναλάβει δραστικά την αξιοποίηση του λιμνάζοντος βιομηχανικού κεφαλαίου. Σήμερα το χρηματοοικονομικό κεφάλαιο είναι κατά μια έννοια όλο το κεφάλαιο, οι άλλες μορφές εμπεριέχονται σε αυτό και λειτουργούν μέσω αυτού. Είναι ο αμφιλεγόμενος «σωτήρας» του καπιταλισμού, με την κυριολεκτική έννοια του όρου. Κυρίαρχη «κεφαλαιοκρατική τάξη» μπορούμε να ονομάζουμε νόμιμα τους διαχειριστές των ροών του, και υποτελή τάξη (θέσει «προλεταριάτο») τη συντριπτική πλειονότητα του πληθυσμού που είτε υπόκειται στους κτηνώδεις καταναγκασμούς της μισθωτής εργασίας είτε συνιστά το τεράστιο αποθεματικό ανέργων που χρησιμοποιείται ως μέσο περαιτέρω συμπίεσης –εκτατικής και εντατικής– της τελευταίας.

***

Το επίκαιρο ζήτημα της Ελλάδας στην Ευρωζώνη εικονίζει παραδειγματικά τις νέες σχέσεις κυριαρχίας.Τί θέλει η ελίτ των διαχειριστών αυτού τού υπερεθνικού κεφαλαιοκρατικού συνασπισμού (που μια κολλώδης διπλωματική γλώσσα αποκαλεί «εταίρους») από μια χώρα της περιφέρειας όπως η Ελλάδα; Μόνο αφελείς μπορούν να πιστέψουν ότι από τη θέση τους ως δανειστών ζητούν απλώς «να πληρώσουμε το χρέος μας»· ξέρουν όσο κι εμείς ότι το χρέος αυτό ούτε μπορεί ούτε πρόκειται να πληρωθεί ποτέ, και αν υποθετικά ήμασταν σε θέση να το αποπληρώσουμε στο σύνολό του, θα έκαναν τα πάντα για να το εμποδίσουν. Στόχος τους είναι με το μαστίγιο του χρέουςνα εξουδετερώνουν προκαταβολικά οιαδήποτε «σοσιαλιστική παρέκκλιση»τύχει να αναφανεί σε οποιαδήποτε γωνιά της επικράτειας που ελέγχουν: δηλαδή, να κρατούν σε καταστολή την εργασία και να υπάγουν σε αγοραία «αξιοποίηση» όλους τους διαθέσιμους υλικούς και κοινωνικούς πόρους – ώστε να εξασφαλίζουν τη διαρκώς κλονιζόμενη κερδοφορία τού τραπεζικού και εταιρικού κεφαλαίου (όπως ακριβώς, στα πλαίσια του αμέσως προηγουμένου μοντέλου καπιταλισμού, δάνειζαν αφειδώς για να εξασφαλίζουν αγορές στα προϊόντα του…). Ενόψει αυτού, το να προσάγουμε την διόγκωση του εθνικού χρέους και τη συνακόλουθη «ανθρωπιστική καταστροφή» ως επιχείρημα για την αποτυχία τού μνημονίου σημαίνει ότι μιλάμε άλλη γλώσσα: για τους δικούς τους σκοπούς, αυτά ακριβώς είναι οι αδιάσειστες αποδείξεις της επιτυχίας του.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!