Πώς αλήθεια μπορεί να χαρακτηριστεί ο νέος «θρίαμβος» της ελληνικής διπλωματίας, με το αιφνίδιο ταξίδι του πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη στη Λιβύη; Χωρίς προφανή λόγο και κυρίως χωρίς καμιά προετοιμασία πραγματοποιήθηκε μια επίσκεψη που αντί να τροποποιήσει προς το καλύτερο τις σχέσεις των δύο χωρών επιβεβαίωσε την επιμονή της μεταβατικής κυβέρνησης της Λιβύης στην υποστήριξη και την ισχύ της συμφωνίας της με την Τουρκία. Συμφωνία που της επιτρέπει να σφετεριστεί μια θαλάσσια ζώνη 37 χιλιάδων τετραγωνικών χιλιομέτρων, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας αποτελεί -σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας- τμήμα ελληνικής υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
Στη διεθνή διπλωματία δε νοείται άγνοια. Ιδίως όταν κρίνονται κρίσιμα κυριαρχικά θέματα και όταν είναι σε όλους γνωστό ότι η Τουρκία προσπαθεί να δελεάσει κυβερνήσεις κρατών της Μεσόγειου (Αίγυπτος, Ισραήλ) «χαρίζοντας» ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα για να οριοθετήσει ΑΟΖ σύμφωνα με τις οθωμανικές προδιαγραφές της «Γαλάζιας Πατρίδας».
Εν μέσω φημών για εξυπηρέτηση μεγαλοεπιχειρηματικών συμφερόντων και άλλων που ισχυρίζονται ότι το υπουργείο Εξωτερικών διατηρούσε επιφυλάξεις για την πρωτοβουλία, το πρωθυπουργικό ταξίδι αποδείχθηκε φιάσκο.
Χωρίς προτάσεις σε διατεταγμένη υπηρεσία
Ο Έλληνας πρωθυπουργός εμφανίστηκε στη Λιβύη με ύφος ευρωπαίου ηγέτη. Μην έχοντας τίποτα να προτείνει ως δέλεαρ στην κυβέρνηση της Λιβύης, ούτε βέβαια το παραμικρό όπλο διπλωματικού εκβιασμού, εμφανίστηκε ως εγγυητής της σταθερότητας της Λιβύης. Υποστηρίζοντας την πολιτική διαδικασία ως μέσο υπέρβασης του εμφύλιου διχασμού και ζητώντας την αποχώρηση των ξένων στρατιωτικών δυνάμεων και των μισθοφορικών συμμοριών από τη χώρα.
Φαίνεται ότι ο Κ. Μητσοτάκης «αγνοεί» ότι αυτές τις σκόπιμα καλλιεργούμενες από τη λεγόμενη διεθνή κοινότητα αυταπάτες, γνωρίζει από πρώτο χέρι η λιβυκή κυβέρνηση και δεν χρειάζεται η ελληνική διαμεσολάβηση.
Αυτά που «αγνοεί» η ελληνική πλευρά γνωρίζει άριστα η λιβυκή. Στη Λιβύη γνωρίζουν καλά ότι η Ελλάδα διατηρείται ταπεινωτικά έξω από κάθε ευρωπαϊκή πρωτοβουλία (πρωτοβουλία Βερολίνου) για την εξεύρεση δήθεν ειρηνικής λύσης στη χώρα. Γνωρίζουν ότι η κοινή Ευρωπαϊκή-Νατοϊκή επιχείρηση επιβολής του εμπάργκο όπλων στη χώρα -στην οποία συμμετέχει και η Ελλάδα- εξευτελίζεται από το τουρκικό πολεμικό ναυτικό κάθε φορά που επιχειρείται νηοψία σε ύποπτα πλοία και ο εξοπλισμός της Λιβύης συνεχίζεται γελοιοποιώντας τις αντίστοιχες αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Γνωρίζουν στη Λιβύη ότι η Ε.Ε. είναι βαθιά διχασμένη στην περιοχή. Με τη Γερμανία να επιχειρεί να αναβαθμίσει τη θέση της, την Ιταλία να συνεχίζει να ελέγχει το φυσικό πλούτο της χώρας και να συνεργάζεται -άλλοτε σιωπηρά άλλοτε φωναχτά- με την Τουρκία για τον έλεγχο της χώρας, τη Γαλλία να επιχειρεί να ανακαταλάβει τις χαμένες ευκαιρίες στην περιοχή. Με αυτά τα δεδομένα οι ελληνικές διαβεβαιώσεις ακούγονταν ως επαρμένη κακογουστιά. Φαίνεται ότι η ελληνική διπλωματία και το πρωθυπουργικό επιτελείο «αγνοεί» ακόμα ότι η μεταβατική κυβέρνηση της χώρας και ο σημερινός πρωθυπουργός Μ. Ντιμπειντά, παρότι προέκυψε ως συμβιβαστική λύση μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, δεν ενδιαφέρεται για την απομάκρυνση των ξένων στρατευμάτων από τη χώρα, και κυρίως δεν ενδιαφέρεται για την απομάκρυνση των μισθοφορικών συμμοριών που έχουν μεταφερθεί από την Τουρκία. Οι δυνάμεις αυτές αποτελούν πλεονέκτημα στις συνεχιζόμενες διαπραγματεύσεις και τους ανταγωνισμούς για την επίτευξη ενός πιο σταθερού συσχετισμού δύναμης μεταξύ των δυνάμεων του Σάρατζ και των διαδόχων του και του Χαφτάρ. Σήμερα οι δυνάμεις αυτές είναι ανεκτές, αύριο μπορεί να χρειαστεί να επαναδραστηριοποιηθούν.
Επειδή «άγνοια» στη διεθνή διπλωματία δεν υπάρχει, φαίνεται ότι το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Λιβύη αποτέλεσε οδηγία του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον, σε μια λογική βελτίωσης του κλίματος στην περιοχή, σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων
Κυρίως όμως η ελληνική διπλωματία φαίνεται ότι «αγνοεί» πως ο σημερινός μεταβατικός πρωθυπουργός της Λιβύης δεν κρύβει τα φιλοτουρκικά του αισθήματα, ούτε την υποστήριξή του στο τουρκολυβικό σύμφωνο.
Με αυτά τα δεδομένα δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί έκπληξη ότι στις γενικόλογες αναφορές και δεσμεύσεις του Έλληνα πρωθυπουργού, ο πρωθυπουργός της Λιβύης απάντησε: «Όπως κάθε χώρα ενδιαφέρεται για τα συμφέροντά της έτσι και η Λιβύη ενδιαφέρεται για τα δικά της συμφέροντα. Εμείς φροντίζουμε τα συμφέροντα της χώρας μας και του λαού μας». Υιοθετώντας πλήρως το τουρκικό και ευρωπαϊκό αίτημα για άμεση έναρξη διαλόγου και διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Επεσήμανε με νόημα ότι «είναι υπέρ της συνεργασίας στη Μεσόγειο, διότι η Λιβύη θέλει να έχει καλές σχέσεις με όλες τις χώρες της περιοχής», παραπέμποντας στις αντίστοιχες προτροπές του Τσαβούσογλου ότι χωρίς την αναγνώριση των «δικαιωμάτων» της Τουρκίας δεν μπορεί να υπάρξει λύση στη Ν.Α. Μεσόγειο.
Και επειδή «άγνοια» στη διεθνή διπλωματία δεν υπάρχει ούτε είναι ανεκτή, η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι το ταξίδι του πρωθυπουργού στη Λιβύη αποτέλεσε οδηγία του Βερολίνου και της Ουάσιγκτον, σε μια λογική βελτίωσης του κλίματος στην περιοχή, σε βάρος ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων. Είναι σε όλους γνωστό ότι η λεγόμενη διεθνής κοινότητα έχει υιοθετήσει την πρόταση Ερντογάν για διενέργεια διάσκεψης των χωρών της Μεσογείου με αντικείμενο τον καθορισμό ΑΟΖ στην περιοχή. Η πρόταση αυτή λειτουργεί ως αντίβαρο στην ελληνική πρωτοβουλία για το Φόρουμ της Μεσογείου και το σχέδιο του αγωγού East Med. Βέβαια η τουρκική πρόταση συνοδεύεται με τη δήλωση ότι τίποτα δεν μπορεί να οριοθετηθεί χωρίς να ικανοποιούνται τα τουρκικά συμφέροντα. Η κίνηση του πρωθυπουργού υπάκουε στην ευρωνατοϊκή συνταγή και συνέβαλε αποφασιστικά σε αυτή.
Υπάρχει ένα συμπέρασμα
Το μοναδικό πρακτικό αποτέλεσμα του πρωθυπουργικού ταξιδιού ήταν η νομιμοποίηση του τουρκολυβικού συμφώνου στην πράξη. Και τούτο γιατί οι γενικόλογες δηλώσεις ότι η «νέα σελίδα» στην για πάνω από «2.500 χρόνια φιλία μεταξύ Ελλάδας και Λιβύης» μπορούν να ξεκινήσουν με την «ακύρωση παράνομων συμφωνιών» δεν παράγει έργο όταν δεν είναι κοινές πεποιθήσεις.
Αντίθετα, έργο παράγει και μάλιστα αρνητικό, η αναβάθμιση των διπλωματικών σχέσεων των δύο χωρών και η ανταλλαγή πρέσβεων.
Να σημειώσουμε ότι οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ δύο χωρών δεν είναι κακό πράγμα. Ας θυμηθούμε όμως ότι η αποπομπή του Λίβυου πρέσβη από την Αθήνα έγινε ως ένδειξη διαμαρτυρίας για την ωμή παραβίαση ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με την υπογραφή του τουρκολυβικού συμφώνου.
Σήμερα επιλέγεται η αποκατάσταση των διμερών σχέσεων χωρίς τίποτα να έχει αλλάξει από τη λιβυκή πλευρά, ούτε καν μια γενική αναφορά σε επανεξέταση των διαφορών των δύο χωρών.
Το μόνο που έχει αλλάξει είναι η ελληνική στάση. Που ακυρώνει παλαιότερες αποφάσεις της και αποδέχεται τα τετελεσμένα που επιβάλλει η Τουρκία, χωρίς να ενοχλείται πια από την εμμονή της κυβέρνησης της Λιβύης να παρανομεί σε βάρος της χώρας μας.