Προδημοσίευση (Εκδ. Στοχαστής) απ’ την Εισαγωγή τού νέου βιβλίου του Λαοκράτη Βάσση με τίτλο «Ανεκπλήρωτη Ρωμιοσύνη» (Εθνεγερσία του ‘21 – Μακεδονικό – Κυπριακό)

του Λαοκράτη Βάσση

Η διαχειριστική διαθεσιμότητα

Η διαχειριστική διαθεσιμότητα του Πολιτικού Συστήματος είναι (το) μεγάλο πρόβλημα του Τόπου μας. Γιατί δεν πρόκειται για πολιτικά ουδέτερη λειτουργία, αλλά για επιλογή, με πολύ καθαρό ιδεολογικό πρόσημο και στίγμα, για οργανική δηλαδή ιδεολογία της ιθύνουσας μεταπολιτευτικής Πολιτικής Τάξης μας. Ιδίως όπως τη γνωρίζουμε, με ενσωματωμένη και τη Συριζική Αριστερά, μετά τη Χρεοκοπία. Κι όπως αυτή ποδηγετεί την πολιτική ζωή και τη Χώρα.

Μια επιλογή που έχει και τις ιστορικές αναφορές της. Καθώς αναπέμπει σε χρόνια ιδεολογικά ρεύματα ενδοτικής προσαρμοστικότητας στις ξένες «Εξουσίες», που μας διαφέντεψαν στη μακρά ιστορική μας διαδρομή. Όπως, για να προσπεράσω τα άλλου, σε κάθε περίπτωση, χαρακτήρα «Ανταλκίδεια» πολιτικά παίγνια της Αρχαιότητας, η Ρωμαϊκή, η Φράγκικη κι η Οθωμανική. Κι όπου η τελευταία, με την εγγενή βαρβαρότητα και το πολιτιστικά κλειστό ισλαμικο/ταυτοτικό της ιδιότυπο, ήταν καθ’ όλα ασύμπτωτη και καθ’ όλα ασύμβατη, ως μη… διαλεγόμενη, απ’ τη «φύση» της, με το ελληνικό αξιακό σύστημα και την ελληνική φιλοσοφία ζωής. Σε προφανή αντίθεση με τη Ρωμαϊκή και τη Φράγκικη «Εξουσία».

Με τη «διαθεσιμότητα», πάντοτε προσαρμοστική και παρούσα στα… υψηλά κοινωνικά στρώματα, να προσλαμβάνει στα σκοτεινά χρόνια της Οθωμανοκρατίας τη μορφή του ραγιαδισμού. Για να μετεξελιχτεί, η αρχή είχε γίνει στη διάρκεια της Επανάστασης του ‘21 με… προαγγελτικά δείγματα σαν την «Πράξη Υποταγής» (1825), στη μετεπαναστατική περίοδο των προτεκτορατικών δοκιμασιών μας σε νεο…ραγιαδισμό. Με όλους τους γνωστούς ενδοτισμούς στη βασανιστική πορεία προς την «εθνική ολοκλήρωσή» μας.

Που, καθώς δεν έπαψαν, στους καιρούς μας, οι μεταμορφώσεις της, ως ευρωδυτικής, τώρα, κοπής μετανεωτερική υποτέλεια, μας εμφανίζεται, με τις πιο καλές μεταμφιέσεις της και με όλες τις ελληνικές και ευρωπαϊκές… νομιμοποιήσεις της, σαν σωτήρια εθνική πολιτική, που, ούτε λίγο ούτε πολύ: «μας… έβγαλε απ’ τα αδιέξοδα της Χρεοκοπίας και μας… οδηγεί στο μέλλον». Κι αυτό, παρ’ ότι, είναι τόσο ένοχα στιγματισμένη, πολύ ενδεικτικά:

  • με ταπεινωτικές Μνημονιακές ρήτρες, σαν την παραίτηση απ’ την ασυλία της εθνικής κυριαρχίας και την υποθήκευση της εθνικής περιουσίας για έναν αιώνα.
  • με την ευρωδυτική «Υπερεξουσία των Δανειστών» επικυρίαρχη στην εθνική μας ζωή.
  • με την κίβδηλη κανονικότητα των «Μνημονίων», όπου, με αντεστραμμένη τη λογική λειτουργίας της πολιτικής μας ζωής, δεν υπάρχει το Πολιτικό Σύστημα για την κοινωνία, αλλά η κοινωνία για το Πολιτικό Σύστημα
  • με αποκλίσεις και… παρεκκλίσεις από κρίσιμα ταυτοτικά ζητήματα, όπως: η ιστορική συνέχεια, η πολιτιστική ιδιαιτερότητα του Ελληνισμού, ο εθνο/αναγεννητικός χαρακτήρας της Επανάστασης του ’21 και ο σωστός ευρωπαϊκός δρόμος μας.
  • με επικίνδυνα, τέλος, επιδεινούμενο το «Υπαρξιακό πρόβλημα» του Τόπου μας, όπου, μαζί με τη Νεο/οθωμανική απειλή της Τουρκίας, πλήττεται κι η ίδια η ταυτοτική και η βιολογική ρίζα μας: με τη βαθιά πολιτιστική κρίση και τη δημογραφική κατάρρευσή μας

Έτσι που, μ’ αυτά κι όχι μόνο, ξανα… εμφανίστηκαν, υπαρξιακά φαντάσματα στον εθνικό μας ορίζοντα. Με την ιστορική συλλογικότητά μας, εξαιτίας της «οργανικής ιδεολογίας» της ιθύνουσας μεταπολιτευτικής Πολιτικής Τάξης μας, ένοχης για η Χρεοκοπία, τα Μνημόνια, τη μετανεωτερική υποτέλεια και την έρπουσα εθνική παρακμιακότητά μας, να μην έχει οραματική πνοή για το μέλλον κι η εθνική μας πυξίδα… βελόνα, για να βρίσκουμε τα περάσματά μας στα ξέφωτά του.

Η ιστορική διαχρονία μας

Ο πολύ κρίσιμος χαρακτήρας, ως οργανικής πάντοτε ιδεολογίας, της μετα-νεωτερικής υποτέλειας, όπως υπηρετείται με τον νεο/ιστορικό αναθεωρητισμό (εθνο…γενετικό το ’21) και την ευρω/προσαρτηματική πολιτική φιλοσοφία (να γίνουμε… Ευρώπη και … Ευρωπαίοι), αναδεικνύει σε υπαρξιακή αναγκαιότητα, καθώς βάλλεται ο εσώτερος πυρήνας της ταυτοτικής διαχρονίας μας, την εκ βαθέων αναδυνάμωση των αξιακών συντεταγμένων του Ελληνισμού. Όπως ενσταλάζουν το απόσταγμά τους στην ψυχή μας, ως εντολοδόχοι της μεγάλης ακολουθίας των αιώνων του πολιτισμού μας, οι «επανιδρυτικοί» νομοθέτες του Νεο/ελληνικού εθνικού βίου: απ’ τον Ρήγα και τον Σολωμό, τον Μακρυγιάννη, τον Παπαδιαμάντη, τον Παλαμά και τον Σικελιανό, ως τον Σεφέρη, τον Ελύτη και τον Ρίτσο.

Μια εθνο/ταυτοτική αναδυνάμωση, που θα μας επιτρέψει να (ξανα)πιαστούμε γερά απ’ τον «μίτο» της διαχρονίας μας και να βγούμε απ’ τον μετα/νεωτερικό λαβύρινθο, στον οποίο μας έχει οδηγήσει, άδουσα (!), η ιθύνουσα Πολιτική Τάξη μας. Βάζοντας, έτσι, φρένο στον παρακμιακό κατήφορο, που είναι και ο μεγαλύτερος υπαρξιακός κίνδυνος της εθνικής μας συλλογικότητας. Κι όπως είναι βαθιά ιδεολογικό ζήτημα η αιτιότητα της εθνικής παρακμής, βαθιά ιδεολογικό ζήτημα, πάνω από όλα, είναι κι η σωστή απάντηση, με όλη την αξιακή της αντίδοση, στην εθνική μας παρακμή. Μια απάντηση που αρχίζει, καθώς πρόκειται για την καρδιά του εθνικού «ιδεολογικού προβλήματός» μας, τόσο απ’ τη σωστή ανάγνωση της ιστορικής διαχρονίας του Ελληνικού έθνους όσο και απ’ τη σωστή θεώρηση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Χώρας μας.

Κι όπου:

Αφενός, με τη σωστή ανάγνωση της ιστορικής διαχρονίας μας, οφείλουμε, διεμβολίζοντας το δίπολο: των απλοϊκών γραμμικών εκδοχών της ιστορικής συνέχειάς μας αλλά και των νεο/ιστορικών «αφηγήσεών» της, οι οποίες είναι και το πολύ επικίνδυνο ιδεολογηματικό έμβολο για την… αλλαγή της «εθνο-εικόνας» μας, να φωτίσουμε καθαρά, σε εθνική τροχιά Ρήγα/Καποδίστρια, οδηγούμενοι απ’ τους έγκριτους ιστορικούς μας, όπως ο Παπαρρηγόπουλος, ο Βακαλόπουλος κι ο Σβορώνος, το υφάδι που διαπερνά, χωρίς πουθενά να… κόβεται: Προϊστορία → Αρχαιότητα → Αλεξανδρινή Οικουμένη → Ρωμαιοκρατία και Βυζαντινό Ελληνισμό → Οθωμανοκρατία και Νεότερο Ελληνισμό (με πολύ κρίσιμους τους αιώνες της «ασυνεχούς… συνέχειας»: μετάβαση απ’ το Δωδεκάθεο στον Χριστιανισμό). Έτσι, που:

  • πρώτον, να ολοκληρωθεί η μάχη (αποκαθιστώντας και αναδεικνύοντας την τεράστια ιστορική διάσταση του Βυζαντίου, πρωτίστως με τον ρόλο του: στην ιστορική συνέχεια του Ελληνισμού, ως σταθμού της, και στην Ευρωπαϊκή Αναγέννηση, ως συμπροσδιοριστικού της παράγοντα): με την εμπαθή αντι/βυζαντινή «Δυτική ιστοριογραφία» και τη συνολικότερη αντιβυζαντινή νεωτερική «παραφιλολογία», όπως διακινήθηκαν και ενισχύθηκαν… εγχωρίως, με μεγάλο κόστος, απ’ τη μεταπρατική «Νεο/ελληνική διανόηση» οι σκοπούμενες παραναγνώσεις τους λ. Γ. Κοντογιώργη:΄Εθνος και «εκσυγχρονιστική» Νεοτερικότητα).
  • δεύτερον, να απογυμνωθούν οι επιστημονικοφανείς «νεο/ιστορικές παραναγνώσεις»: περί «ιστορικής… ασυνέχειας» και «εθνο…γένεσης» του Νεότερου Ελληνισμού, οπότε και να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά ο ιδεολογηματικός νεο/ιστορικός αναθεωρητισμός.
  • τρίτον, τέλος, να τερματιστούν οι άγονες αντι/παραθέσεις για τις μεγάλες περιόδους του Ελληνισμού, Αρχαιότητας και Βυζαντίου, αναγιγνώσκοντας σωστά τον ενοποιό αξιακό μίτο της ταυτοτικής τους υπόστασης. Καθώς είναι αυτή ακριβώς η αξιακή συνέχεια και η αξιακή συνοχή, που κράτησε ζωντανό τον Ελληνισμό στους μακρούς αιώνες της καταδυνάστευσής του από Ρωμαίους, Φράγκους και προπαντός από Οθωμανούς κατακτητές.

Η ευρωπαϊκότητά μας

Αφετέρου, με τη σωστή, επίσης, θεώρηση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού μας, οφείλουμε, διεμβολίζοντας το δίπολο: του αντι/ευρωπαϊσμού και της ευρω/προσαρτηματικότητας, να αποκαταστήσουμε την πολύ κρίσιμη για την ταυτότητά μας ορθότητα της ευρωπαϊκότητάς μας. Μια αποκατάσταση που προϋποθέτει βαθιά και κυρίως διαλεκτική «ανάγνωση» των πολύ σύνθετων σχέσεων:

  • Αρχαίας Ελλάδας → Ευρώπης, όπου η Ελλάδα είναι η αρχική (πρώτη) ιδρυτική μήτρα της Ευρώπης («συνιδρυμένης» από: Αθήνα + Ρώμη + Ιερουσαλήμ).
  • Βυζαντινής Ελλάδας → Ευρώπης (Ευρωπαϊκή Αναγέννηση), όπου η Βυζαντινή Ελλάδα είναι παραθεωρημένη και κακοποιημένη ακόμη και εντός Ελλάδας, περίπου σαν να μην έχει υπάρξει (ή και να είναι… εχθρική)
  • Αλλά και Νεωτερικής ΕυρώπηςΕλλάδας, όπου η πολύ σημαντική επίδραση της Ευρώπης (Διαφωτισμός – Γαλλική Επανάσταση!) δεν ήταν, όπως θέλουν οι νεοϊστορικές παραναγνώσεις, ιδρυτική της Νεο/ελληνικής μας ταυτότητας.

Κι όπου, βεβαίως, διαμέσου αυτών των διαλεκτικών αναγνώσεων αναδεικνύεται η πολύ κρίσιμη αλήθεια, πως η ευρωπαϊκότητα είναι σύμφυτη και όχι υπό πρόσκτηση (να γίνουμε… Ευρώπη και… Ευρωπαίοι!) ιδιότητά μας. Κι όπου, αυτή η κρίσιμη αλήθεια βάζει δύσκολα ζητήματα στην «ευρω/προσαρτηματική ιδεολογία». Όπως της βάζει ακόμη πιο δύσκολα ζητήματα η ιδιαιτερότητα της ελληνικότητας: στην πολύ σύνθετη διαλεκτική σχέση της με την ευρωπαϊκότητα, ως εντός Ευρώπης, δηλαδή, ελληνική ταυτοτική διακριτότητα και ως βαθύτερο γνώρισμα του στρατηγικού ευρωπαϊκού προσανατολισμού μας .

Τα υπαρξιακά ανεκπλήρωτά μας

Τούτων όλων δοθέντων, ο Ελληνισμός βρίσκεται, όχι για πρώτη φορά, σε «υπαρξιακά στενά». Ίσως, μάλιστα, όπως μοιάζουμε να μη το συνειδητοποιούμε και προπαντός με τον «εχθρό εντός των… τειχών, την ίδια δηλαδή την Πολιτική Τάξη μας, στα πιο επικίνδυνα «στενά» της νεότερης ιστορικής μας διαδρομής. Με το Πολιτιστικό πρόβλημα, αναγιγνωσκόμενο ως κύρια απειλή, όπως και είναι, του ταυτοτικού κυττάρου μας, υπό την έννοια της βαθιάς πνευματικής, ηθικής και αξιακής κρίσης, συνδεόμενης και με τα κρίσιμα ζητήματα της «Ιστορικής… ασυνέχειας» και «ευρω.. προσαρτηματικότητας», να βρίσκεται στο επίκεντρο της υπαρξιακής μας δίνης (ταυτοτική κρίση).

Και δεν είναι η πρώτη φορά, γιατί, απ’ τους δύσκολους αιώνες της «ασυνεχούς… συνέχειας», για να προσπεράσουμε την Αρχαιότητα, η ιστορία μας είναι μια διαρκής εσωτερική μάχη αυτοπροσδιορισμού, με δεδομένη και στέρεη ταυτοτική βάση, παρ’ ότι υπό την πολλαπλότητα των «αναγνώσεών» της, την αξιακή ιστορικο/πολιτιστική παρακαταθήκη μας. Αλλά και με πάντοτε ζητουμένη, υπό… εκπλήρωση, αενάως αναδημιουργούμενη και εξελισσόμενη στον ιστορικό χρόνο, την εθνο/ταυτοτική μας υπόσταση.

Με τα υπό εκπλήρωση, απ’ την Άλωση της Πόλης και εντεύθεν, τα υπαρξιακά ανεκπλήρωτά μας δηλαδή, να είναι ο φλογερός καημός του «Γένους». Όπως αυτά, με τον καιρό, συμπυκνώθηκαν, ως υπαρξιακό διατακτικό της διαχρονίας μας, στο εθνικό όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Αλλά κι όπως εξακολουθούν, με την αυτονόητη βαρύτητα του όλου ζητήματος (αποκαθαρμένα εις βάθος και απαλλαγμένα, να το τονίσω, απ’ την εθνο/καπηλική τοξικότητα του εθνικισμού και την ιδεολογηματική ατοπία του εθνο/μηδενισμού, προφανώς διαπερνώντας το ταλανιστικό δίπολο του «νοσηρού ελληνο/κεντρισμού» και του «νοσηρού αντι/ελληνοκεντρισμού», που τόσο ακριβά το έχουμε πληρώσει και το πληρώνουμε σε όλες του τις αντιδραστικές και τις προοδευτικοφανείς εκδοχές), να είναι ο «υπο…εκπλήρωση» άϋλος πλούτος του Ελληνισμού. Που, με αξιακό αέτωμα: την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την αξιοκρατία, τον λόγο, το μέτρο, το κάλλος, την… αρμονία, αλλά και τα: «΄Ιτε παίδες…» , «Τη Υπερμάχω…» και «Χαίρε, ώ χαίρε, λευτεριά…», πυροδοτεί, εμπνέει και στηρίζει τη «συλλογική ψυχή» στην πορεία μας προς το μέλλον.

Γιατί, χάρη στον «σύμφυτο» μ’ αυτόν τον πλούτο ταυτοτικό αυτο/προσδιορισμό μας, είναι αυτονόητο ζητούμενό μας, ως φυσικό… γνώρισμά μας,: η εθνική ελευθερία, η λαϊκή κυριαρχία, η κοινωνική δικαιοσύνη, η εθνική ανεξαρτησία κι η ουσιαστική, εντέλει, εθνική αυτεξουσιότητά μας.

… Κι όλα αυτά με τη δύσκολη θεώρηση της ταυτοτικής μας υπόστασης: ως δεδομένης, όπως ορίζεται απ’ την αξιακή βάση της ελληνικής διαχρονίας, αλλά και ως ζητουμένης, υπό… εκπλήρωση, όπως ορίζεται και επιτάσσεται απ΄τους μεγάλους καημούς της «ανεκπλήρωτης» Ρωμιοσύνης (Σεφέρης: «Είχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης…» – Ρίτσος: «Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαίς…» – Εγγονόπουλος: «Είναι σωτήρια η ατμόσφαιρα της Ρωνιοσύνης, που δεν σκύβει το κεφάλι, που παλεύει αδιάκοπα, μια πολιτιστική και νοηματική συνέχεια απ’ την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!