Λήξη των κλαδικών συμβάσεων;
Η συγκεκριμένη νομοθεσία και το χρονικό όριο της 14ης Μαΐου προβλήθηκε λίγο-πολύ ώς το τέλος των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συμβάσεων εργασίας. Όντως, ήταν ένα σοβαρό πλήγμα κατά των συμβάσεων κι ο λόγος είναι ότι μειώνει τη διάρκεια της μετενέργειας, της ισχύος δηλαδή των συμβάσεων μετά τη λήξη τους, σε τρεις μήνες. Μάλιστα, ορίζει ότι μετά τη λήξη της μετενέργειας, ισχύουν μόνο τα όρια των βασικών μισθών των ΣΣΕ και τα τέσσερα βασικά επιδόματα (τέκνων, ωρίμανσης, εκπαίδευσης και βαρέων και ανθυγιεινών).
Αυτός ο όρος αρκούσε για να σπεύσουν οι εργοδοτικές οργανώσεις να καταγγείλουν τις ΣΣΕ, ώστε να επωφεληθούν των νέων, επωφελών γι’ αυτούς, όρων της νέας μετενέργειας. Μετά την υπογραφή της ΠΥΣ 6/2012 τον περασμένο Φεβρουάριο και μέχρι τις 11 Μαΐου καταγγέλθηκαν 25 συμβάσεις. Μεταξύ αυτών μερικές που αφορούν τους πιο μαζικούς κλάδους εργασίας, όπως ο επισιτισμός, τα ξενοδοχεία, οι μεγάλες εμπορικές επιχειρήσεις, οι ασφαλιστικές επιχειρήσεις, αλλά και πολυπρόσωπες ειδικότητες, όπως οι μηχανικοί, οι οδηγοί, οι ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί.
Οι συμβάσεις που καταγγέλθηκαν, κατά κανόνα, είχαν ενσωματώσει σοβαρές κατακτήσεις με μορφή επιδομάτων. Γίνεται φανερό ότι οι εργοδότες προσδοκούν στην παρέλευση του τριμήνου της μετενέργειας, μετά το οποίο δεν θα ισχύουν αυτά τα επιδόματα. Υπάρχουν ειδικότητες και εργαζόμενοι που τυχόν αφαίρεση αυτών των επιδομάτων θα οδηγήσει σε μείωση έως και 40% της μισθοδοσίας τους. Ακόμα και έτσι όμως να είναι, οι συμβάσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν από μερικές ημέρες έως τρεις μήνες ακόμα, ως έχουν.
Παρά τη γενικευμένη αυτή καταγγελία των ΣΣΕ υπάρχουν ακόμα πολλές που δεν έχουν λήξει ή δεν έχουν καταγγελθεί και άρα δεν έχει αλλάξει κάτι ως προς την ισχύ τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που έσπευσε να δώσει ο κ. Κουτρουμάνης στις 14 Μαΐου, θορυβημένος όπως φαίνεται κι ο ίδιος από τη δημόσια (και σκόπιμα εκφοβιστική) συζήτηση για γενικευμένη λήξη των συμβάσεων, 73 ΣΣΕ εξακολουθούσαν να ισχύουν τουλάχιστον μέχρι τις 11/5, αφού είτε δεν είχαν λήξει, είτε δεν είχαν καταγγελθεί.
Στην ουσία, στις 14/5 έληγε η μετενέργεια μόνο 10 συμβάσεων μεταξύ των οποίων οι υπάλληλοι των συνεταιριστικών οργανώσεων και οι βιβλιοϋπάλληλοι. Αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις οι εργοδότες δικαιούνται και δεν υποχρεούνται να εφαρμόσουν την ΠΥΣ, δηλαδή να περικόψουν τα τυχόν επιπλέον επιδόματα και να προσαρμόσουν τους μισθούς στα κατώτερα όρια των κλαδικών συμβάσεων.
Συλλογικές διαπραγματεύσεις και διεκδικήσεις
Κι αν ο πρώην υπουργός Εργασίας φρόντισε να βγάλει την… ουρά του απ’ έξω, υπενθυμίζοντας ότι οποτεδήποτε μπορούν να υπογραφούν νέες συλλογικές συμβάσεις, οι εργοδότες γνωρίζουν καλά να χρησιμοποιούν το αυξημένο «δικαίωμα» που τους δίνει η νομοθεσία, αλλά και το εκβιαστικό «προνόμιο» της τεράστιας ανεργίας και μάλιστα στους νέους. Έτσι, απειλώντας άμεσα ή έμμεσα με μη υπογραφή νέας σύμβασης τα συνδικάτα, ωθούν σε υπογραφή νέων συμβάσεων με μειωμένες αποδοχές ή και σε διμερείς επιχειρησιακές συμβάσεις με χειρότερους όρους από τις κλαδικές, για να αποφευχθεί το… ακόμη χειρότερο.
Τα στοιχεία για υπέρμετρη αύξηση των επιχειρησιακών συμβάσεων που δίνουν οι υπηρεσίες του υπουργείου Εργασίας, αφορούν κατά κανόνα συμβάσεις που ενσωματώνουν μειώσεις μισθών σε μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό.
Κι όμως, η εμπειρία ακόμη και σε αυτές τις δυσμενείς συνθήκες δείχνει ότι η δυσμενής μεταβολή των μισθών είναι ένα στοίχημα που δεν έχει χαθεί για τους εργαζόμενους. Αρκεί να υπάρχει διάθεση και αποφασιστικότητα να δοθεί η μάχη των συλλογικών συμβάσεων. Η απεργία στις 15 Μαΐου από ορισμένες κλαδικές συνδικαλιστικές οργανώσεις υποδεικνύει τον γνώριμο από παλιά τρόπο των συλλογικών διεκδικήσεων και διαπραγματεύσεων.
Η ανακοίνωση από την Ομοσπονδία Γάλακτος Τροφίμων και Ποτών της υπογραφής νέας κλαδικής συλλογικής σύμβασης εν μέσω 48ωρης απεργιακής κινητοποίησης στον κλάδο ποτοποιίας, ζυθοποιίας, αναψυκτικών και νερού είναι ένα σοβαρό δείγμα για τις δυνατότητες της μαζικής πάλης. Πρόκειται, στην ουσία, για παράταση της ήδη υπάρχουσας σύμβασης του κλάδου χωρίς καμιά μείωση μισθών κι επιδομάτων για άλλο ένα χρόνο. Ιδιαίτερης σημασίας ζήτημα η πρόνοια ότι αυτή η σύμβαση αφορά και τους νεοπροσλαμβανόμενους, ανεξαρτήτως ηλικίας.