Σε μεγάλη πόλη γεννήθηκα και σε μεγάλη πόλη μεγάλωσα. Οι μνήμες με πουλιά και φυτά είναι αυτές ενός παιδιού της πόλης, μιας πόλης, βέβαια, που  ακόμα δεν είχε γίνει κόμπακτ τσιμεντούπολη. Που ακόμα στα τηλεγραφόξυλα οι πελαργοί φτιάχνανε φωλιές και στις οροφές των ξύλινων σπιτιών κούρνιαζαν περιστέρια. Στα Ταταύλα δε που έζησα τα πρώτα οκτώ χρόνια της ζωής μου, αφθονούσαν τα πουλιά στο μεγάλο προαύλιο της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, αλλά πιο καλά θυμάμαι τα γλαροπούλια που είχαν μπόλικο ψάρι στη διάθεσή τους στον Κεράτιο και τον Βόσπορο και μπροστά μας έκαναν αεροπλανικά κόλπα καθώς συνόδευαν τα πλοιάρια που πηγαινοέρχονταν ασταμάτητα στα Πριγκηπονήσια. Πρόλαβα ακόμα και τα αλάνια στο Ταξίμι, που προσπαθούσαν να πουλήσουν στους περαστικούς τα πουλιά που έπιαναν με παγίδες με σκοπό ο αγοραστής, τηρώντας ένα παμπάλαιο έθιμο, να κάνει μια καλή πράξη απελευθερώνοντας αμέσως το ταλαιπωρημένο ζωντανό. Εικόνες που βρήκα πολλά χρόνια αργότερα στις εξαίσιες δραματικές περιγραφές που κάνει ο Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Φύγανε και τα πουλιά» (μετ. Παναγιώτης Αμπατζής, εκδ. Θεμέλιο, 1995).

«Την εποχή που ιδρύθηκε η Πόλη, μπορεί ο Άι-Στέφανος, το Σενλίκιοϊ, το Μακροχώρι, τα Φλόρια να ήταν ένας απέραντος βατότοπος, όπου κόνευαν, σαν μια βροχή από φώτα και χρώματα, εκατομμύρια πουλιά. Μπορεί ακόμη τα πουλιά αυτά να γεννήθηκαν σε μια βουνοπλαγιά ή και σε ένα δάσος… Μπορεί ακόμη…

Τα παιδιά των Βυζαντινών, των Οθωμανών, για να πιάσουν τα πουλιά αυτά, στήνανε κάθε λογής παγίδες, ξόβεργες. Από τότε τα πουλιά, φυλακισμένα μέσα στα κλουβιά, μπρος στις εκκλησίες, στις συναγωγές, στα τζαμιά, φτερούγιζαν περιμένοντας να τα λευτερώσουν. Αυτό είχε γίνει παράδοση στους ανθρώπους και τα πουλιά.

Με το πέρασμα του χρόνου, οι βάτοι λιγόστεψαν, το Σενλίκιοϊ, ο Άι-Στέφανος, το Αμπαρλί, η Συνοικία του Παράδεισου, ο Μενεξές, τα Φλόρια ξεράθηκαν. Στη θέση της όμορφης πεδιάδας που ήταν γεμάτη μενεξέδες, στήθηκαν ακαλαίσθητες πολυκατοικίες από μπετόν. Και για τα πουλιά απόμεινε μονάχα ένας περιορισμένος χώρος, ανάμεσα στο Μενεξέ και τα σπίτια των δημοσιογράφων… Κάθε χρόνο τα πουλιά έρχονται και μένουν στο χώρο αυτόν. Πέρσι, ο ιδιοκτήτης της περιοχής αυτής χώρισε ολόκληρη  την έκταση σε οικόπεδα και τα πούλησε σε νεόπλουτους προς τριακόσιες, πεντακόσιες λίρες το τετραγωνικό… Σαν τους τρελούς κάνουν για να τ’ αγοράσουν. Τα πεινασμένα αυτά θηρία της Πόλης είναι έτοιμα να βγάλουν ο ένας το μάτι του άλλου, να αλληλοσκοτωθούν. Κι όλα αυτά για ένα κομμάτι γης. Την ερχόμενη χρονιά, στη θέση που είναι τώρα τα βάτα θα υψωθούν κακόγουστες πολυκατοικίες από μπετόν και βίλες. Και θα φιγουράρουν άνθρωποι, που μοναδικός στόχος της ζωής τους είναι το χρήμα, άνθρωποι που έχουν χάσει την ανθρωπιά τους. Αυτοκίνητα θα περνούν με ταχύτητα εκατόν πενήντα, διακόσια χιλιόμετρα, σκοτώνοντας τους πεζούς. Τα πουλιά μπορεί από ένστικτο να ‘ρθουν, να πετάξουν για λίγο πάνω από τον πλάτανο που θα ‘χει στο μεταξύ κοπεί, να γυρίσουν στον γνώριμο ουρανό σαν κάτι να ψάχνουν, κάτι να θυμούνται, να φτερουγίσουν κατόπι πάνω από τις πολυκατοικίες, να μην βρουν πού να κονέψουν και να φύγουν.

-Σταμάτα Μαχμούτ, σταμάτα, φθάνει.

-Θα πρέπει για μια ακόμη φορά, να φροντίσουμε να μάθουμε τη μοίρα της Πόλης, το πεπρωμένο της. Για μια τελευταία φορά…» 

Συρρίκνωση

Στην Αθήνα, όσο πολλαπλασιάζονταν οι πολυκατοικίες και αφανίζονταν οι αμέτρητες μονοκατοικίες με τις αυλές και τους κήπους, λιγόστευαν και τα πουλιά και τα λουλούδια, που για να τα δεις, να τα ακούσεις και να αισθανθείς έντονα την παρουσία τους έπρεπε πια να πας στη Φωκίωνος Νέγρη, στο Πεδίο του Άρεως, στο Λυκαβηττό, στου Φιλοπάππου, στο Δάσος Χαϊδαρίου, ψηλά στην Καισαριανή ή στο Βασιλικό Κήπο που στη μεταπολίτευση αναβαπτίστηκε σε Εθνικό. Τα λιγοστά δέντρα στις μικρές πλατείες κρατούσαν κάποια πουλιά, όπως και τα δέντρα στους δρόμους, αλλά σίγουρα δεν σου δημιουργούσαν την αίσθηση ότι είσαι κοντά στη φύση. Τη φύση που γνώρισα με τους προσκόπους, όταν ακόμα το Πάρκο Τρίτση ήταν ο Πύργος Βασιλίσσης, το Αλεποχώρι ήταν έρημο, με κάποιες αγροικίες με μεγάλα μποστάνια και πηγάδια και πολλές συστάδες δέντρων ανάμεσα στα κτήματα και τη θάλασσα κι όταν ο Σχοινιάς (ή Σχινιάς) ήταν παρθένος χωρίς βίλες μέσα στα πεύκα και χωρίς αυτοκίνητα χωμένα παντού μέχρι την πελώρια αμμουδιά. Όπου πηγαίναμε στην Αττική συναντούσαμε πουλιά και φυτά πολλών διαφορετικών ειδών, ενώ το βράδυ χαζεύαμε τον ουρανό πηγμένο στην κυριολεξία στ’ αστέρια. Ακόμα και η σημερινή Πεύκη, Μαγκουφάνα τότε, όπως και η Αγία Παρασκευή, τα Βριλήσσια κ.λπ. ήταν τόποι εκδρομής με πολύ πράσινο και αμέτρητα πουλιά, τζιτζίκια, μέλισσες και αλεπούδες.

Είναι αυτονόητο ότι αυτή η Αθήνα, αυτή η Αττική, με τα δάση και τα δασάκια, με τη χλωρίδα και την πανίδα, με τα ρέματα και τα ρυάκια, δεν υπάρχει πια. Το μεγαλύτερό της μέρος καταστράφηκε και ό,τι απέμεινε εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Για τους εργολάβους και τους πολιτικούς τα δέντρα και τα πουλιά είναι άχρηστα και επιβλαβή για τα κέρδη και την ανάπτυξη, αλλά και για τον πολύ κόσμο είναι κατάλληλα μόνο για τα βουνά! Είναι εντυπωσιακό πόσο εύκολα εκατομμύρια άνθρωποι αποδέχτηκαν να ζουν σε τσιμεντουπόλεις συμβάλλοντας ενεργητικά ή παθητικά στην εξαφάνιση κάθε –πέρα από την ανθρώπινη- ζωής, κάθε ίχνους που θυμίζει φύση.

460 είδη

Γι’ αυτό, χάρηκα που διάβασα το άρθρο της Μερόπης Κοκκίνη στο περιοδικό Lifo για τα πουλιά στην Αθήνα, που βασίζεται στα στοιχεία που πήρε από τον «εκκεντρικό» Λευτέρη Σταύρακα που έχει γράψει και το βιβλίο «Τα πουλιά της Αττικής». Τα «δείγματα» που περιγράφει, αν και αποτελούν μικρογραφίες που υπενθυμίζουν το πελώριο οικοσύστημα που καταστράφηκε από απληστία, εξαναγκασμό και απαιδευσία, είναι αυτοτελώς θαυμάσια.

«Την παράσταση κλέβουν τα δύο είδη παπαγάλου που φωλιάζουν ελεύθερα, ο Πράσινος και ο Γκριζοπρόσωπος. Ο δεύτερος εμφανίζεται πολύ συχνά να ψάχνει τροφή στο γρασίδι, μαζί με καρακάξες αλλά και τσαλαπετεινούς. Στις πιο σκιερές θέσεις αναζητούν σκουλήκια και σαλιγκάρια οι κότσυφες και οι κοκκινολαίμηδες. Οι καλόγεροι και οι γαλαζοπαπαδίτσες πηδούν από κλαδί σε κλαδί, αναζητώντας έντομα, ενώ πού και πού ακούγεται το «γρατζουνιστό» τραγούδι της ωχροστριτσίδας. Σε κάποιο κλαδί μπορεί να κάθεται και ο σταχτομυγοχάφτης, περιμένοντας κάποιο ιπτάμενο έντομο να πλησιάσει για να εφορμήσει. Ψηλά στον ουρανό πετούν σταχτάρες και χελιδόνια, ενώ, όταν εμφανιστεί κάποιο ξεφτέρι ή πετρίτης, οι κίσσες ξεσηκώνουν τα άλλα πουλιά με τις φωνές τους. Οι δεκαοχτούρες και τα σπιτοσπούργιτα είναι συνήθως κοντά σε ανθρώπους, αναζητώντας ψίχουλα στο έδαφος. Η περιγραφή αυτή δεν έχει να κάνει με την παρατήρηση πουλιών σε κάποιο χωριό, βουνό ή δάσος της χώρας μας αλλά στον Εθνικό Κήπο, που βρίσκεται στο κέντρο της πόλης. […] 150 είδη πουλιών παρατηρούνται στο κέντρο. Στον Λυκαβηττό έχουν καταγραφεί γύρω στα 90, στον Εθνικό Κήπο γύρω στα 80, ενώ στον λόφο του Φιλοπάππου και της Ακρόπολης καταγράφονται πάνω από 100. Εντός του Λεκανοπεδίου έχουν καταγραφεί σχεδόν 250 διαφορετικά είδη, ενώ σε ολόκληρη την Αττική η καταγραφή αγγίζει τα 320. Αν σκεφτεί κανείς ότι στην Ελλάδα συνολικά έχουν καταγραφεί σχεδόν 460 είδη, ο αριθμός για την Αθήνα είναι εντυπωσιακός. Εννοείται ότι τα περισσότερα καταγράφονται σε ανοιχτούς χώρους πρασίνου (όπως τα άλση, οι κήποι και οι λόφοι της πόλης αλλά και τα Τουρκοβούνια), ενώ πολύ σημαντικές περιοχές είναι και τα πολύπαθα ρέματα της πόλης, τουλάχιστον όσα έχουν διατηρήσει τμήματα φυσικής κοίτης και δεν έχουν τσιμεντωθεί ή διευθετηθεί πλήρως με σαραζανέτια (αντιπλημμυρικά πλέγματα). Στα είδη του Λεκανοπεδίου περιλαμβάνονται και αυτά που καταγράφονται στο Πάρκο Περιβαλλοντικής Ευαισθητοποίησης «Αντώνης Τρίτσης», το οποίο είναι μια κατηγορία από μόνο του, καθώς αποτελεί μωσαϊκό βιοτόπων που περιλαμβάνει λίμνες αλλά και δασική και αγροτική έκταση.»

Δεν ξέρω πόσοι κάτοικοι αυτής της πόλης έχουν έγνοια για τα πουλιά και πόσοι τη μεταδίδουν στα παιδιά τους και, αν είναι δάσκαλοι, στους μαθητές τους. Η δική μας η μάνα, πάντως, μάζευε τα ψίχουλα από το τραπέζι για να ταΐσει τα περιστέρια, συντόνιζε το τραγούδι της με το καναρίνι της, τον «Τσίκι», και μας έμαθε να πιάνουμε τις αράχνες με ένα ποτήρι για να τις βγάζουμε έξω από το διαμέρισμα ακέραιες και ζωντανές. Κι αυτά ψυχή έχουνε, έλεγε, αριστοτελικά…

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!