100 χρόνια από τη γέννηση του Μενέλαου Λουντέμη. Του Δημήτρη Δαμασκηνού

Συμπληρώνονται φέτος 100 χρόνια από τη γέννηση του Μενέλαου Λουντέμη (1912-22 Ιανουαρίου 1977), κατά κόσμον Δημήτριου (Τάκη) Βαλασιάδη που, σύμφωνα με τον Βασίλη Βασιλικό, «θεωρείται ο πιο πολυδιαβασμένος Έλληνας έπειτα από τον Νίκο Καζαντζάκη». Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα Συννεφιάζει, Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος και το μπεστ-σέλερ Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα, διαβάστηκαν πολύ, κυρίως από τη νεολαία.
Ο συγγραφέας γεννήθηκε στο χωριό Αγία Κυριακή της Ανατολικής Θράκης το 1912¹. Ήταν το μοναδικό αγόρι από τα πέντε παιδιά του Γρηγόρη Μπαλάσογλου και της Δόμνας Τσουφλίδη.
Πρόσφυγας από τη Γιάλοβα μετά την τυχοδιωκτική μικρασιατική εκστρατεία, εγκαθίσταται με την οικογένειά του πρώτα στην Αίγινα, μετά στην Έδεσσα² και τελικά στο χωριό Εξαπλάτανος της Πέλλας, στο οποίο έζησε από το 1923 μέχρι το 1932 που έφυγε για την Κοζάνη.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά χρεοκόπησε κατά τη Μικρασιατική Καταστροφή και ο Λουντέμης αναγκάστηκε να εργαστεί σκληρά στην εφηβεία του. Στην Δ’ τάξη του -εξατάξιου τότε- Γυμνασίου «απεσύρθη» για πολιτικούς λόγους όπως σημειώνεται στον Γενικό Έλεγχο του σχολείου και αποβλήθηκε απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας. Οι πολιτικοί λόγοι ήταν η στράτευσή του με την Αριστερά και τη δράση του μέσα από τις γραμμές του Κ.Κ.Ε.
Στα 1933 ο Μενέλαος Λουντέμης εξορίζεται για τη δράση του σ’ έναν από τους χειρότερους τόπους εξορίας, στη Γαύδο. Ωστόσο, δεν κάμπτεται από τα εμπόδια.  Παρά το γεγονός ότι ήταν αδύναμος και ελαφρά κουτσός, είχε ωραίο πρόσωπο και μια προμηθεϊκή σπίθα στην ψυχή του, που τη φλόγιζε απύθμενη φιλοδοξία. Έλεγε και ξανάλεγε στους δικούς του: «Εγώ θα γίνω συγγραφέας, θα δοξαστώ στην Ελλάδα!».
Μέσα από μια οδύσσεια συνεχών μετακινήσεων, ακολουθώντας κάποιο περιφερόμενο «μπουλούκι» της εποχής, φτάνει από εκεί στο Βόλο, όπου γράφει τα περισσότερα διηγήματα της συλλογής Τα πλοία δεν άραξαν, για την οποία τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας δύο χρόνια αργότερα, δηλαδή το 1938³. Στην Κατοχή δεν έγραψε μόνο τις λυρικές νουβέλες Έκσταση και Γλυκοχάραμα, αλλά πήρε ενεργό μέρος στην  Εθνική Αντίσταση και διατέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων του ΕΑΜ.
Συντάσσει το εξαιρετικό ντοκουμέντο για τον μεγάλο Δεκέμβρη του ’44 γράφοντας χαρακτηριστικά: «…Και ξημέρωσε η 3 του Δεκέμβρη. Τρεις του Δεκέμβρη!.. Όποιος έζησε στις 3 του Δεκέμβρη, στις 4 μπορούσε να πεθάνει. Ο προορισμός του ανθρώπου, που είναι: να κάνει κάτι μεγάλο ή να ζήσει κάτι μεγάλο εκπληρώνεται. Γιατί ο λαός, ο αθηναϊκός λαός, κείνη τη μεγάλη μέρα αποκαλύφθηκε μπροστά στο ίδιο του το μεγαλείο»4.
Το 1946 κυκλοφορεί το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημά του Συννεφιάζει. Κατά τον Εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα. Το 1947 δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε, όμως, ποτέ. Στη συνέχεια εξορίζεται στην αρχή στο Μαυράτο Ικαρίας, έπειτα στη Μακρόνησο και τέλος στον Άι Στράτη. Δεν υπέγραψε ποτέ δήλωση.
«Κείνο το βράδυ σώπαιναν οι λύκοι γιατί ουρλιάζανε οι άνθρωποι», θα γράψει στο μυθιστόρημά του: Οδός Αβύσσου αριθμός Ο, περιγράφοντας όπως κανείς άλλος το κολαστήριο της Μακρονήσου, τα βασανιστήρια μα και τον αγώνα των εκτοπισμένων όχι μόνο για την επιβίωση αλλά και για την αποφυγή της τρέλας. Συνολικά παραμένει εκτοπισμένος για 11 χρόνια χωρίς να του έχει απαγγελθεί κάποια συγκεκριμένη κατηγορία.
Οι Βουρκωμένες μέρες -το βιβλίο για το οποίο ο Μενέλαος Λουντέμης δικάστηκε το 1958- διηγούνται ιστορίες ανθρωπιάς στο πιο απάνθρωπο πλαίσιο, το πλαίσιο της Κατοχής και του Εμφυλίου. Η συλλογή περιείχε πολύ τρυφερά διηγήματα με απαράμιλλη ποιητική γλώσσα. Το βιβλίο όμως κρίθηκε από τις Αρχές (διάβαζε Ασφάλεια) αντεθνικό και επαναστατικό.
Επιφανείς πνευματικές προσωπικότητες έσπευσαν να τον υπερασπιστούν στη δίκη του, υποστηρίζοντας ότι το βιβλίο του «είναι ένα εξαιρετικό έργο, γεμάτο αγάπη για τον άνθρωπο και πίστη στην πορεία του προς το μέλλον».
Όταν ο Λουντέμης κλήθηκε να απολογηθεί, έκανε μια αναδρομή στη ζωή του και περιέγραψε μαζί με το δράμα το δικό του το δράμα ενός ολόκληρου λαού. Όταν έφτασε να περιγράψει το δράμα του παιδιού του την εποχή που ο ίδιος βρισκόταν στη Μακρόνησο ο πρόεδρος παρατηρεί: «Απορώ … πώς δεν υπογράψατε μια δήλωση για να σώσετε από τη δοκιμασία εσάς και το παιδί σας…». Και ο Λουντέμης απάντησε: «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!».  Το αποτέλεσμα αυτής της δίκης, ωστόσο, ήταν η απαγόρευση της κυκλοφορίας των βιβλίων του Λουντέμη.
Μετά τη δίκη και την απαγόρευση κυκλοφορίας των βιβλίων του, το κλίμα είναι βαρύ. Παρ’ ότι η εκτόπισή του το 1958 λήγει, αναγκάζεται να πάρει το δρόμο της αυτοεξορίας.
Σε λίγο καιρό καταφεύγει στο Βουκουρέστι και χάνει την ελληνική ιθαγένεια μάλλον το 1962. Στη Ρουμανία θα παραμείνει περίπου 18 χρόνια συνεχίζοντας το συγγραφικό του έργο ώς και λίγο μετά τη μεταπολίτευση,  αλλά νοσταλγεί πάντα την πατρίδα, «ένα ελληνικό καφεδάκι…μιά ρετσίναν..», έγραφε σ’ ένα φίλο του.
Την περίοδο της αυτοεξορίας ο Λουντέμης πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια, φτάνοντας μέχρι την Κίνα και το Βιετνάμ. Από αυτά τα ταξίδια εμπνεύστηκε το θεατρικό έργο: Οι αρχιτέκτονες του τρόμου, στο οποίο καταγγέλλει τη βάρβαρη ιμπεριαλιστική επέμβαση των Αμερικανών και τον ηρωικό αγώνα του αδούλωτου λαού του Βιετνάμ. Το 1966 κυκλοφορεί και το οδοιπορικό του στην Κίνα και το Βιετνάμ με τον τίτλο Μπατ-Τάι, που όμως απαγόρευσε να κυκλοφορήσει στην Ελλάδα η δικτατορία της 21ης Απριλίου, όπως άλλωστε και το μυθιστόρημά του: Αυτοί που φέρανε την καταχνιά5.
Μετά την μεταπολίτευση ο Μενέλαος Λουντέμης ανακτά την ελληνική ιθαγένεια και επιστρέφει στην Ελλάδα το 1976.
Δεν πρόλαβε να χαρεί για την επάνοδό του και στις 22 Ιανουαρίου 1977 πεθαίνει, ενώ οδηγούσε, από καρδιακή προσβολή και η σορός του εκτίθεται σε λαϊκό προσκύνημα. Ενταφιάζεται στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.
Συγκεφαλαιωτικά για το βαθύτατα αυτόν πολιτικοποιημένο πνευματικό άνθρωπο αξίζει να αναφερθεί πως ανήκει στους έλληνες λογοτέχνες του μεσοπολέμου που στράφηκαν προς τον κοινωνικό ρεαλισμό. Όπως ο ίδιος υποστήριζε, δεν τον ενδιέφερε η Τέχνη, αλλά η καταγραφή της πραγματικότητας και η κατάδειξη της κοινωνικής ανισότητας… «Βάλε μια δύση κι ένα βαρκάκι να λιώνει μέσα. Ομορφιά! Μα, αν δεν υπάρχει μάτι να το δει, είναι ομορφιά»6;
Η ιδιοτυπία του έργου του έγκειται στον «ερασιτεχνικό» τρόπο γραφής, τον οποίο υπηρέτησε εν πλήρει συνειδήσει. «Οι απλοϊκοί περιπλανώμενοι του Χάμσουν, οι αγρότες του Γκόρκι και του Παναϊτ Ιστράτι, το πνεύμα οργής και καταγγελίας του Μπαρμπίς, οι ναυτεργάτες του Τζόζεφ Κόνρατ μπορούν σίγουρα να χρησιμεύσουν ως οδηγοί μας για την ανίχνευση σχετικών επιδράσεων. Δεν θα πρέπει, εντούτοις, να περιορίσουμε την εμβέλεια του Λουντέμη σε αυτές. Οι φτωχοί και οι κατατρεγμένοι δεν είναι προϊόντα εγκεφαλικής μεταγραφής αλλά άνθρωποι αληθινοί, προβεβλημένοι στο πλαίσιο μιας σκληρής εποχής – και, μάλιστα, χωρίς φτιασίδια ή υπερβολές: με μετρημένο ήθος και από τη δέουσα απόσταση»7.
Το έργο του αποτυπώνει ρεαλιστικά τα πρόσωπα και τα τοπία, προκαλεί έντονα συναισθήματα και περιέχει πλήθος από ηθογραφικά και συμβολικά στοιχεία. Η «πένα» του έχει αμεσότητα και λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό.
Βιβλία του μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, κυρίως στις πρώην ανατολικές χώρες, όπως η Πολωνία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία κ.ά. Επίσης κάποια απ’ αυτά μεταφράστηκαν στα κινεζικά και τα βιετναμέζικα. Στην Ευρώπη δημοσιεύθηκαν αρκετά αποσπάσματα από το έργο του, κυρίως σε καλλιτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Tο μυθιστόρημά του Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα έχει μεταφραστεί και στα γερμανικά.
Κάποια ποιήματά του μελοποιήθηκαν, με γνωστότερα το Ερωτικό κάλεσμα από τους αδερφούς Κατσιμίχα και το Οι κερασιές θ’ ανθίσουνε και φέτος που ερμηνεύει σε πρώτη εκτέλεση ο Αντώνης Καλογιάννης και έπειτα η ανεπανάληπτη Ελένη Βιτάλη σε μουσική του Σπύρου Σαμοΐλη στο δίσκο Κραυγή στα πέρατα.

* Ο Δημήτρης Δαμασκηνός είναι εκπαιδευτικός.

 

(1) Σύμφωνα με τον Δήμο Εξαπλατάνου, φέρεται γεννημένος το 1911. Άλλες πηγές τον εμφανίζουν γεννημένο το 1906 ή το 1907.  
(2) Το Κρατικό Οικοτροφείο Εδέσσης τον περιέθαλψε σε ηλικία έντεκα χρονών.
(3) Ένα ακόμη βραβείο με το οποίο τιμήθηκε ο Μενέλαος Λουντέμης ήταν και με τη Χρυσή Δάφνη Πανευρώπης στο Παρίσι το 1951. Προς τιμήν του, στο Βουκουρέστι, δόθηκε το όνομα του σε δημόσιο κτίριο (Λουντέμειο Μέγαρο).
(4) Μενέλαος Λουντέμης: Ο Μεγάλος Δεκέμβρης, Εκδόσεις Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα 1945, σελ. 40.
(5) Αγγελική Σωτήρη, Περί λογοκρισίας, Με αφορμή την 35η επέτειο της 21ης Απριλίου, εφημ. Ριζοσπάστης, Κυριακή 21 Απρίλη 2002, σελ. 10.
(6) Βλ. Σοφία Αδαμίδου, Μενέλαος Λουντέμης, …ο βόγκος του «ακούμπησε στο στήθος μας». 35 χρόνια από το θάνατο του αγωνιστή λογοτέχνη, εφημ. Ριζοσπάστης, Ένθετη έκδοση: 7 μέρες μαζί, Κυριακή 5 Φλεβάρη 2012, σελ. 3.
(7) Χατζηβασιλείου Βαγγέλης, Μενέλαος Λουντέμης, Η μεσοπολεμική πεζογραφία Από τον Α’ ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1939) Ε’, σελ. 237, Αθήνα, Σοκόλης, 1992.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!