Τα όσα διαδραματίζονται τις τελευταίες μέρες, με αφορμή τη συγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, συνιστούν μια πολύ καλή συμπύκνωση των όρων με τους οποίους διεξάγεται το πολιτικό παιχνίδι στη χώρα τους τελευταίους μήνες.

Υπενθυμίζεται ότι η απόφαση του ΣτΕ που έκρινε αντισυνταγματικό το νόμο Παπά, σήμαινε μια σημαντική πολιτική ήττα που οδήγησε την κυβέρνηση σε θεαματική αναδίπλωση με την ακύρωση, επί της ουσίας, έστω και προσωρινά, της νομοθετικής ρύθμισης για τις τηλεοπτικές άδειες. Παράλληλα, πρότεινε για τη θέση του προέδρου του Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου τον Β. Πολύδωρα, γνωστό για τη γραφικότητα των δηλώσεών και την αυταρχικότητα που είχε επιδείξει ως υπουργός Δικαιοσύνης στην καταστολή των φοιτητικών κινητοποιήσεων την περίοδο 2006-2007. Όταν διαπίστωσε ότι το κόλπο απορρίπτεται από την αντιπολίτευση προχώρησε σε νέα οπισθοχώρηση  προτείνοντας, αυτή τη φορά, τον Ροδόλφο Μορώνη, τον ίδιο που είχε διορίσει ο Α. Σαμαράς ως αναπληρωτή Διευθύνοντα Σύμβουλο της ΝΕΡΙΤ μετά το «μαύρο» στην ΕΡΤ.

Η κυβέρνηση προσπάθησε έτσι να «στριμώξει» τη Ν.Δ, να της χρεώσει το αδιέξοδο και παράλληλα να κάνει άνοιγμα προς ΠΑΣΟΚ και Ποτάμι, δηλώνοντας έτοιμη να αποδεχθεί όποια πρόταση της αντιπολίτευσης, για να κλείσει το θέμα. Και πράγματι η αρχική στήριξη της αντιπολίτευσης (Δημοκρατικής Συμπαράταξης – Ποτάμι) έδινε σημαντική ανάσα στα κυβερνητικά σχέδια, επιβεβαιώνοντας ότι τα  κεντροαριστερά ανοίγματα έφερναν κάποια αποτελέσματα. Οι εξελίξεις αυτές  αποθράσυναν τον αρμόδιο υπουργό Ν. Παππά που προχώρησε σε νέους λεονταρισμούς παίρνοντας πίσω τη δέσμευση Βούτση περί ακύρωσης του νόμου  και επιμένοντας στην αναστολή. Έτσι δημιουργήθηκε νέα εμπλοκή, η άρση της οποίας φαίνεται ότι θα επιχειρηθεί με νέες διαβουλεύσεις ή και μέσω του ανασχηματισμού.

 

Επικοινωνιακές φαντασμαγορίες σε δευτερεύοντα ζητήματα

Σε μια χώρα που βουλιάζει ολοένα και περισσότερο στη δίνη της οικονομικής και γεωπολιτικής κρίσης, σε μια χώρα-αποικία όπου όλες οι εξουσίες έχουν αποσπαστεί από το πολιτικό σύστημα και έχουν μεταβιβαστεί στους δανειστές, το μόνο που μένει στο εγχώριο πολιτικό προσωπικό είναι να στήνει επικοινωνιακές φαντασμαγορίες γύρω από δευτερεύοντα ζητήματα. Απογυμνώνεται, έτσι, η πολιτική διαμεσολάβηση από κάθε ουσιαστικό περιεχόμενο και απομακρύνεται από τα πραγματικά προβλήματα του κόσμου. Η πολιτική πράξη, πλέον, αποσκοπεί στον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης και στη δημιουργία ψευδεπίγραφων σημείων τριβής, προκειμένου να δημιουργείται η αίσθηση της διαφορετικότητας μεταξύ των κομμάτων μπας και καλυφθεί κάπως το γεγονός ότι όλοι συμφωνούν με το βασικό μείγμα πολιτικής που εφαρμόζεται.

 

Μια ευχάριστη κεντροαριστερή ατμόσφαιρα

Την ίδια στιγμή, βέβαια, είναι σαφές ότι όταν το παιχνίδι ξεφεύγει, πάντα οι παίκτες βρίσκουν τον τρόπο να επαναφέρουν το σύστημα σε κατάσταση ισορροπίας βάζοντας στην άκρη τις βαριές κουβέντες και τις «ανυποχώρητες θέσεις». Έτσι, ακριβώς, συνέβη και τώρα με την ανάσα που προσέφεραν Δημοκρατική Συμπαράταξη και Ποτάμι στον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η ευχάριστη κεντροαριστερή ατμόσφαιρα των τελευταίων ημερών δείχνει ότι οι κινήσεις που συντελούνται όλο αυτό το διάστημα με πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ και οι επαφές του με σημαίνοντα στελέχη του πασοκικού χώρου πιάνουν τόπο.

Τέλος, για μια ακόμη φορά επιβεβαιώνεται ότι η παρούσα κυβέρνηση το μόνο που κάνει είναι να διαχειρίζεται τα πολιτικά ζητήματα χωρίς αρχές και με μοναδικό γνώμονα την πολιτική της επιβίωση. Για τον ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα χυδαίο και υπόγειο παιχνίδι συσχετισμών στη βάση κόλπων και τακτικισμών. Έτσι, παρά τους λεονταρισμούς της κυβέρνησης περί ανυποχώρητου αγώνα ενάντια στη διαπλοκή, είναι διατεθειμένη να συνεργαστεί με τις πιο διεφθαρμένες (Μαρινάκης, Μελισανίδης, Μπόμπολας κ.λπ.) ή και πιο γραφικές πτυχές της (Β. Πολύδωρας) προκειμένου να εξασφαλίσει την παραμονή της στην εξουσία. Η φαυλότητα στο τιμόνι.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!