Συνηγορία για το ανοιχτό σχολείο
Της Μαρίας Θ. Μάρκου
«Θα ’θελα να υπάρχουν τόποι σταθεροί, ακίνητοι, απαραβίαστοι, ανέγγιχτοι και σχεδόν απρόσβλητοι, αμετάτρεπτοι, ριζωμένοι. Τόποι που θα ήταν αναφορές, σημεία αναχώρησης, πηγές…
…Τέτοιοι τόποι δεν υπάρχουν κι είναι επειδή δεν υπάρχουν που ο χώρος γίνεται ζήτημα, που παύει να είναι προφανής, παύει να ’ναι ενσωματωμένος, παύει να ’ναι οικείος. Ο χώρος είναι αμφιβολία. Πρέπει χωρίς σταματημό να τον σημαδεύω, να τον σχεδιάζω. Δεν είναι ποτέ για μένα, ποτέ δεν μου δόθηκε, πρέπει να τον κατακτήσω»…
Ο Perec μας δίνει έναν κατάλογο των «ειδών του χώρου» μέσα από τα οποία μας απευθύνεται η πόλη(1) – το «έργο» και η τύψη του πολιτισμού μας, η γενέτειρα του αιτήματος για χειραφέτηση και ο τόπος της ματαίωσής του, το διαρκές στοίχημα της ζωής που μοιραζόμαστε. Γράφει ένα δοξαστικό για τα θραύσματα χώρου που δίνουν νόημα στην καθημερινότητα και, ταυτόχρονα, μια ελεγεία για το χώρο της επιθυμίας και του δικαιώματος, που δεν παύει να μας αφαιρείται. Δείχνοντας το ανικανοποίητο της ανάγκης μας να οικειοποιηθούμε το χώρο, κάνει να συνηχεί μέσα μας το πένθος όλων των αποχαιρετισμών που μας εποικούν, πένθος για ένα κόσμο που αλλάζει, σαρώνοντας τα σημάδια που βάζουμε για να τον περπατήσουμε.
Η οικειοποίηση του χώρου είναι ένα έργο τόσο κρίσιμο για τη συγκρότηση της ταυτότητάς μας, που δεν μπορούμε παρά να το αναθέσουμε στα παιδιά. Είναι έργο σωματικό. Με τις αισθήσεις και με την κίνηση μαθαίνουμε τι είναι απόσταση, τι είναι θέση, τι είναι απουσία, τι είναι μεγάλο και τι μικρό, από πού έρχεται ο αέρας, τι μας εμποδίζει να δούμε, που αντανακλά ο ήχος και αν κάποιος βάζει το κλειδί στην πόρτα του διπλανού διαμερίσματος. Φανταστείτε πόσο μεθυστική και πόσο τρομαχτική είναι αυτή η εμπειρία για ένα παιδί που δεν παύει ν’ αλλάζει και που, μαζί του, αλλάζει το μέγεθος του κόσμου και οι σχετικές θέσεις των πραγμάτων… Αλλά το παιδί, με την ικανότητα του παιχνιδιού, ανακαλύπτει πάντα ένα υπεσχημένο χώρο ή, αλλιώς, ένα μικρό κομμάτι γλυκό που γράφει «φάγε με» και μια πόρτα που, εντέλει, θα το χωρέσει. Κι από πίσω ένα λαγό που είναι, όπως και το παιδί, πάντα αργοπορημένος για το γεύμα.
Η οικειοποίηση του χώρου είναι ένα έργο αρχειοθέτησης. Συμβαίνει μέσα από λεπτομέρειες που αργότερα θα μάθουμε να συνθέτουμε, από φευγαλέες εικόνες που αργότερα θ’ αποκτήσουν συνέχεια, από παράξενα αντικείμενα που αργότερα θα μάθουμε τι χρησιμεύουν, όπως κάνουν τα παιδιά στις συλλογές τους με τα αυτοκόλλητα που κάποτε θα τις εγκαταλείψουν χωρίς θλίψη, αφήνοντας μερικά πλαίσια κενά. Ή όπως σ’ εκείνα τα κουτιά όπου φυλάνε θησαυρούς από βοτσαλάκια, βίδες, ξερά λουλούδια, κουμπιά και μινιατούρες. Ή ακόμα στις γραμμές από ψίχουλα μέσα στο σκοτεινό δάσος, που θα τα φάνε τα πουλιά ενώ τα παιδιά θα συλλαβίζουν τη λέξη «προσανατολισμός».
***
Η οικειοποίηση του χώρου είναι ένα έργο νοηματοδότησης. Αναγνωρίζοντας τις θέσεις των πραγμάτων, πρέπει να μάθουμε γιατί είναι εκεί για μας, ποιος τα τοποθέτησε και σε ποιο σχέδιο. Πρέπει να τους δώσουμε ονόματα για να μας μιλήσουν, όπως μας μίλησε η μάνα μας την ώρα του απογαλακτισμού. Στον Perec ανακαλύπτουμε ότι ο χώρος, το βασίλειο των πραγμάτων, είναι πάντα χώρος επιστροφής σε κάτι δικό μας με αρχέγονο τρόπο: Στην επιθυμία.
Με ψυχαναλυτικούς όρους, το εγώ είναι ένα μωσαϊκό από διαδοχικά πένθη και από κατασκευές υποκατάστατων αντικειμένων στην προσπάθεια για την εκπλήρωση της επιθυμίας, την προσπάθεια ν’ αρθρώσεις το ανείπωτο, που αφήνει ως ίζημα τις ασυνείδητες ταυτίσεις με τις αμέτρητες όψεις του αντικειμένου που δεν μπορούμε να κατέχουμε. Ο χώρος είναι το αρχείο αυτών των ταυτίσεων. Είναι κατοικημένος από κάποιον που λείπει αλλά εξακολουθεί να μας μιλάει. Δεν υπάρχει χώρος που δεν είναι στοιχειωμένος.
Με ψυχολογικούς όρους, η ταυτότητα υπακούει, πρώτα απ’ όλα, σε μια επιθυμία συνέχειας του υποκειμένου μέσα στο χρόνο. Αυτή τη συνέχεια διασφαλίζει το ανήκειν σε μια κοινότητα ή η προσήλωση σ’ ένα χώρο. Παράλληλα, η ταυτότητα υπακούει και σε μια επιθυμία διαφοροποίησης ή πολλαπλασιασμού των εντάξεων. Μ’ αυτό σχετίζεται η βλάσφημη και παιγνιώδης χρήση του χώρου από τα παιδιά, η αγάπη και ο φόβος τους για την εξερεύνηση και το ταξίδι.
Η παιδαγωγική έχει από τα χρόνια του ’20 προβληματοποιήσει την οικειοποίηση του χώρου με την παραπάνω έννοια της ερμηνείας και της εσωτερίκευσής του ως στοιχείο συγκρότησης της υποκειμενικότητας. Από τα χρόνια του ’70, όμως, εξοικειώθηκε και με τη διάσταση που έδωσε στην έννοια ο Henri Lefebvre, μιλώντας για τη «συλλογική οικειοποίηση του χώρου», η οποία επεκτείνει το «κατοικείν» στην πόλη ως συνθήκη του πολίτη. Το δικαίωμα στην πόλη(2) είναι για το Lefebvre το δικαίωμα στην επανοικειοποίηση αυτής της συνθήκης που βρίσκεται σε κίνδυνο, καθώς το αστικό εκρήγνυται σε πλανητικό επίπεδο και μετασχηματίζεται σε διάταξη ελέγχου που διαπερνά όλες τις πτυχές της σύγχρονης κοινωνίας και, ιδίως, το πεδίο των αναπαραστάσεων, αλλοτριώνοντας την καθημερινή ζωή, διαλύοντας τον ανθρώπινο ψυχισμό και τους κοινωνικούς δεσμούς. Η ενάσκηση αυτού του δικαιώματος επαγγέλλεται ένα νέο ορίζοντα διεκδίκησης μη εξουσιαστικών και μη εμπορευματικών σχέσεων.
***
Σήμερα ξέρουμε ότι τα πιο αθώα θύματα των αλλαγών που έκαναν την πόλη τόπο αποξένωσης, είναι τα παιδιά. Στερημένα από τόπους για κίνηση, για εξερεύνηση, για παιχνίδι, αποκλεισμένα σε κλειστούς, άσηπτους χώρους, σε ασφυκτικά προγραμματισμένους χρόνους, απομονωμένα, θεατές μιας ζωής σε αναστολή. Αυτό είναι που κάνει δραματικά αναγκαίο το να αναγνωρίσουμε στα παιδιά δικαιώματα και, κυρίως, το δικό τους δικαίωμα στην πόλη.
Το τελευταίο άρθρο του Χαράλαμπου Μπαλτά(3) υπεραμύνεται αυτού του δικαιώματος, ως αντικείμενο μιας παράδοσης έρευνας στην παιδαγωγική που παραμένει ζωντανή. Μιλάει για το «σχολείο έξω από το σχολείο», ως πρόγραμμα που ανταποκρίνεται σ’ ένα αίτημα ευθέως ριζοσπαστικό, για επινόηση όρων παραγωγής της υποκειμενικότητας έξω από το μονόδρομο της ενδοβολής του αυταρχισμού. Η πρόταση που ο ίδιος επεξεργάζεται ακούραστα εδώ και χρόνια στα στενά περιθώρια του εκπαιδευτικού συστήματος αφορά ένα πρόγραμμα απο-σχολειοποίησης που συνδέει τη χωρική με την κοινωνική εμπειρία των παιδιών και αντλεί στοιχεία για την ερμηνεία της από τη λογοτεχνία.
Έχοντας την ευκαιρία να παρακολουθήσω αυτό το πείραμα, διαπίστωσα ότι ο Μπαλτάς δεν είναι μόνος. Τα τελευταία χρόνια, πολλαπλασιάζονται σε διαφορετικές κατευθύνσεις και κλίμακες οι προσπάθειες που έχουν, όπως η δική του, στο κέντρο τους την προσπάθεια του παιδιού να οικειοποιηθεί το χώρο ακούγοντας με ποια λόγια η πόλη του διηγείται την ανθρώπινη περιπέτεια και το καλεί να κατοικήσει τον κόσμο. Γίνονται ολοένα και περισσότεροι οι εκπαιδευτικοί που υπερασπίζονται έμπρακτα το ανοιχτό σχολείο, ξέροντας ότι το σχολείο που μένει κλειστό προς το αστικό σύμπαν είναι φτωχό και επιφυλακτικό, ευάλωτο στα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις, δεν μπορεί παρά να προσφέρει στα παιδιά ένα κόσμο ανέγγιχτο, που θα ‘ναι πάντα των άλλων, ποτέ δικός τους, ένα κόσμο φασματικό σε μέλλοντα διαρκείας. Κι αυτό σημαίνει ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που επαγγέλλεται η αριστερά έχει ήδη αρχίσει μέσα στην καθημερινότητα του σχολείου και, κυρίως, στις χαμηλές βαθμίδες όπου παίζεται το «σε ποια παιδιά θ’ αφήσουμε τον κόσμο μας»(4). Από εκεί μπορεί και πρέπει να συνεχίσει.
(1) Georges Perec, Espèces d’ espace, Galilée, 2000 (Πρώτη έκδοση:1974)
(2) Henri Lefebvre, Le Droit à la Ville, Anthropos,1968
(3) Χ. Μπαλτάς, Από την τάξη στην αυλή και στην κοινότητα: Η παιδαγωγική της αυλής και η έξοδος από το σχολείο, Εφημερίδα Αυγή, 5/4/2015, Ένθετο Παιδεία και Κοινωνία, Τ.96, σ.5-6
(4) Ζαν Κλοντ Μισεά, Η εκπαίδευση της αμάθειας και οι σύγχρονες συνθήκες της, Βιβλιόραμα, 2002, Μετάφραση: Άγγελος Ελεφάντης