Γεμάτη από αξιόλογα αφιερώματα η 33η ονλάιν φετινή διοργάνωση του Πανοράματος έδωσε την ευκαιρία στους πιστούς κινηματογραφόφιλους να δουν και σπάνιες ταινίες.
Στο Διαγωνιστικό, πολύ ιδιαίτερη ήταν η ταινία «Ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο», του Χιλάλ Μπαϊντάροβ, από το Αζερμπαϊτζάν.
Ένα απρόσμενο φονικό, επειδή βρέθηκε τη λάθος στιγμή στο λάθος μέρος, μετέτρεψε τον αδιάφορο νεαρό Νταβούτ σε έναν καταραμένο προφήτη. Κυνηγημένος από αδίστακτους γκάνγκστερ, ο Νταβούτ καταφεύγει με τη βέσπα του στην επαρχία, σε ένα μακάβριο οδοιπορικό, όπου διαπιστώνει πως η παρουσία του επιδρά καταλυτικά στις κακοποιημένες γυναίκες που συναντά: μια γυναίκα ταπεινωμένη και ξυλοδαρμένη από τον άντρα της, ένα κορίτσι χαρακτηρισμένο ως «λυσσασμένο», για χρόνια εγκαταλελειμμένο σε μια στάνη, μια έφηβη νύφη, κυνηγημένη από την ίδια την οικογένειά της, που την ανάγκασε να παντρευτεί κάποιον που δεν αγαπούσε. Στο κατόπι του διωκόμενου Νταβούτ, οι γκάνγκστερ φιλοσοφούν με βαθυστόχαστες ατάκες του τύπου «η υπομονή είναι η μέθοδος του θεού», με τον πρωταγωνιστή να αγγίζει ασυνείδητα αυτογνωσία και πνευματική υπόσταση, ενώ σπέρνει θάνατο, οδεύοντας προς τον ίδιο το θάνατό του, παραπέμποντας στον «Νεκρό» (1995), του Τζιμ Τζάρμους.
Με μια ταινία περιπλάνησης στην επαρχία και στα απογυμνωμένα ορεινά τοπία του Αζερμπαϊτζάν, που αποκτά ποιητική διάσταση, με εμβόλιμες συμβολικές εικόνες-οράματα θρησκευτικών υπαινιγμών, ο σκηνοθέτης επιχειρεί να στιγματίσει τη βία απέναντι στις γυναίκες, κόντρα στις πατριαρχικές και ισλαμιστικές παραδόσεις της χώρας του. Σε ένα λιβάδι, πλάι σε ένα λευκό άτι, ο πρωταγωνιστής πλησιάζει μια μαυροντυμένη γυναίκα με ένα αγοράκι στην αγκαλιά, με γυρισμένη την πλάτη στο φακό, εικόνα ταρκοφσκικής έμπνευσης, με εκτός κάδρου ανάγνωση στωικών στίχων -σαν αποσπάσματα από Κοράνι- πότε από αντρική, πότε από γυναικεία φωνή. Η εξαιρετική φωτογραφία σκληρών κοντράστ μετατρέπει την ταινία σχεδόν σε ασπρόμαυρη, αναδεικνύοντας μαυροντυμένες φιγούρες, με φόντο πότε χιονισμένες πλαγιές ή αστραφτερή από τον ήλιο θάλασσα, πότε οπτασίες που αχνοφαίνονται στο ομιχλώδες χειμωνιάτικο τοπίο. Στη μυστηριακή ατμόσφαιρα συμβάλλει η θλιμμένη μονότονη μουσική με ούτι.
Στα πλαίσια του αφιερώματος «1821», η ασπρόμαυρη μεξικάνικη ταινία «Ακατάβλητο Μεξικό» (1972), του Πολ Λεντούκ, αναφέρεται στον θρυλικό Αμερικάνο κομμουνιστή συγγραφέα, δημοσιογράφο και πολιτικό ακτιβιστή Τζον Ριντ (1887-1920), από τους πρώτους δημοσιογράφους της Δύσης που κάλυψε την Οκτωβριανή Επανάσταση, καταγράφοντας τις συγκλονιστικές εμπειρίες του στο κλασικό βιβλίο «Δέκα μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο», ενώ υπήρξε από τους ιδρυτές του Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος των ΗΠΑ. Εδώ, τον βλέπουμε στα πρώτα του βήματα, να καλύπτει τα γεγονότα στο επαναστατημένο Μεξικό του 1913, ανάμεσά τους τη νίκη του Πάντσο Βίγια κατά του κυβερνητικού στρατού στο Τορεόν. Όπως αναφέρεται σε εκτός κάδρου αφήγηση στην αρχή, η μόνη ως τότε δημοσιογραφική εμπειρία του ήταν μια απεργία εργατών στο Πάτερσον του Νιου Τζέρσεϊ, που πνίγηκε βίαια, όπου τον συνέλαβαν. Αναζητώντας να γνωρίσει από κοντά τους επαναστάτες, ο Ριντ φτάνει στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, όπου βλέπει την πομπή ξυπόλυτων κουρελήδων και πεινασμένων Μεξικανών προσφύγων. Περιδιαβαίνοντας με ξεχαρβαλωμένο κάρο την επαρχία, γίνεται μάρτυρας της φτώχειας και εξαθλίωσης που μαστίζει τον μεξικάνικο λαό. Σε φτωχικές φάρμες ανακαλύπτει αγνούς και ταπεινούς αγρότες που πήραν τα όπλα για να υπερασπιστούν γη, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη, αναδεικνυόμενοι σε αντρειωμένους επαναστάτες, αποφασισμένους να τσακίσουν τα πολυάριθμα στρατεύματα του τυραννικού Πορφύριο Ντίας. Ξεχωρίζουν εικόνες με τους στρατηγούς να κάνουν συνέλευση πίσω από αλευρωμένους πάγκους γεμάτους καρβέλια και τρένα γεμάτα από επαναστάτες, σκαρφαλωμένους στην οροφή, πλάι σε φτωχούς χωρικούς που μοιράζονται πρόθυμα τη λιγοστή τροφή τους. Αναδεικνύοντας το λαϊκό στοιχείο, δίχως διάθεση εξωραϊσμού, ο Ριντ τρώει, συζητά και πίνει με τους επαναστάτες, ενώ απαθανατίζει με τη φωτογραφική μηχανή του στιγμιότυπα από τα γλέντια μετά τη μάχη, μεταφέροντας σε χιλιάδες αναγνώστες το δίκιο του αγώνα τους. Πλάι στο όνομα του Λεντούκ φιγουράρουν πολλά ονόματα σκηνοθετών, μαρτυρώντας πως πρόκειται για μια συλλογική πολιτική ταινία, που βραβεύτηκε για την εξαιρετική διεύθυνση φωτογραφίας του Αλέξη Γρίβα.
Στο ίδιο αφιέρωμα προβλήθηκε και η αριστουργηματική ταινία «Κόκκινος Ψαλμός» (1972), του Μίκλος Γιάντσο. Μεταξύ υπαίθριας γιορτής και θεατρικής παράστασης, ο σπουδαίος Ούγγρος σκηνοθέτης αποδίδει τους αγροτικούς αγώνες και τις βίαιες συγκρούσεις του τέλους του 19ου αιώνα στη χώρα του, μέσα από 27 πολύ μελετημένα μονοπλάνα, επιχειρώντας να αποδώσει συμβολικά την ιστορική επαναστατική διαδικασία, μέσα από το χορό και το τραγούδι, επιλέγοντας την αδιάκοπη ενιαία κίνηση του μονοπλάνου, σε μια απόλυτα συγχρονισμένη χορογραφική κίνηση των ηθοποιών στο χώρο.
Έξω στα χωράφια, υπό τους ήχους της Μασσαλιώτιδας συνοδεία οργανέτου, αγρότες ακούν ευλαβικά έναν εγγράμματο καθοδηγητή που διαβάζει δυνατά απόσπασμα από την πολιτική ανάλυση του Φρίντριχ Ένγκελς, για τη νέα καπιταλιστική κατάσταση, που «φέρνει δεινά στις μάζες, αλλά δημιουργεί και τις συνθήκες που θα καταστήσουν δυνατή τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία…». Στα πλαίσια αυτού του πολιτικού μανιφέστου, η δυναμική του πλήθους των αγροτών που τολμάει να συγκρουστεί με τους οπλισμένους έφιππους στρατιώτες καταγράφεται μέσα από χορογραφικές κινήσεις μιας κάμερας, που δίχως φούρια σαρώνει το χώρο, καλύπτοντας τις παράλληλες κινήσεις των όμορφων νεαρών αγροτών, καθώς περιδιαβαίνουν, χορεύουν, τραγουδούν. Στρατιώτες με μπλε στολές τους περικυκλώνουν και ενίοτε αυτομολούν και γίνονται ένα με τον λαό, πίνοντας και χορεύοντας μαζί του, άλλοτε όμως, όπως στο συγκλονιστικό μακρινό πλάνο στο τέλος, διαχωρίζουν τη θέση τους και ως συντεταγμένος στρατός τους πυροβολούν. Η βία της σύγκρουσης γίνεται αναπόφευκτη, ειδικά όταν ο κλήρος συντάσσεται με τον ταξικό εχθρό, με τους αγρότες να χορεύουν κυκλικά γύρω από μια φλεγόμενη εκκλησία, σε γιορτινές σκηνές με ασταμάτητες καμπανοκρουσίες. Μέσα από τελετουργικές κινήσεις, η κάμερα καταγράφει με τράβελινγκ σε πρώτο πλάνο τη σοδειά των αγροτών, μια γυναίκα σηκώνει δυο ποτήρια με κρασί, μια άλλη βαστά στον κόρφο της ένα περιστέρι, ανταλλάσσουν αγωνιστικά συνθήματα, όπως «δικαιώματα για το λαό» και «η γη ανήκει σε όσους την καλλιεργούν» και σε μορφή θρησκευτικής προσευχής ορκίζονται να υπερασπιστούν τη γη του Μολδάβα και την επανάσταση με τη ζωή τους. Μπρος στα προτεταμένα όπλα με τις ξιφολόγχες, οι αγρότες απαντούν με κυκλικούς χορούς και επαναστατικά τραγούδια με μια φωνή. Ενίοτε περιδιαβαίνουν ανάμεσά τους μουσικοί, ένας κιθαρίστας τραγουδάει μια αγγλόφωνη αγωνιστική μπαλάντα διαμαρτυρίας για κάποιον αγωνιστή εθελοντή του συνδικάτου, ενώ ένας βιολιστής τους ξεσηκώνει σε παραδοσιακούς χορούς γύρω από φωτιές στην ύπαιθρο καθώς βραδιάζει.
Με ελάχιστες εστιάσεις σε ξεχωριστά πορτραίτα μεμονωμένων αγροτών, κυρίως για μετάβαση από το κάθε μονοπλάνο, η εξεγερμένη αγροτιά καταγράφεται ως μια συλλογική οντότητα, όπου επιλέγεται το μονοπλάνο, για να μεταφέρει μια εποχή που οι μάζες αποτέλεσαν το καταλυτικό ιστορικό υποκείμενο. Κινηματογραφείται η ασταμάτητη κυκλωτική δυναμική ενός πλήθους που άλλοτε συγκεντρώνεται οργισμένο, άλλοτε διασκορπίζεται κυνηγημένο, μεταφέροντας με συμβολική διάσταση τις επαναστατικές συγκρούσεις που εκφράζονται μέσα από το χορό και το τραγούδι. Βγάζοντας στο προσκήνιο τη λαϊκή παράδοση και τον κόσμο της υπαίθρου, ένα εθνογραφικό στοιχείο της εποχής του σινεμά του ’70 που συναντάμε αντίστοιχα και στον Παρατζάνοφ, αυτή η ταινία-ορόσημο μιας εποχής αποτέλεσε τεράστια επιρροή για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, στο «Θίασο» (1975), στη σκηνή της πολιτικής αντιπαράθεσης στην ταβέρνα.
* Η Ιφιγένεια Καλαντζή είναι θεωρητικός-κριτικός κινηματογράφου, [email protected]