της Αφροδίτης Κατσαδούρη

Η θρηνωδία της ελληνικής πραγματικότητας εψάλει εν κρυπτώ στα εκκλησάκια του Αυγούστου, ένα κοκτέιλ από κονιάκ, σόδα –με ειδικότητα στο ξεφούσκωμα ονείρων– και ένα πανάκριβο αλμυρής ματαίωσης της ευτυχίας λικέρ, που ήταν κάποτε ενήλικος αυτοσκοπός, σερβίρεται απ’ τις Κυκλάδες ως τα μπαρ της Καλλιδρομίου, η ασύδοτη επιστολογραφία ανεξόφλητων λογαριασμών κοντεύει να σπάσει την πόρτα, που, τελικά, δεν είναι ασφαλείας, οι τουρίστες μαζί με τα σουξέ των τζιτζικιών κοντεύουν να μας εκθρονίσουν κι απ’ τα πατρικά την ώρα που από τις γειτονικές τηλεοράσεις ακούγεται ένας μεθυσμένος ιεροφάντης να μας διατάζει να μείνουμε σπίτι, ο μεταμοντέρνος κουμπαράς των τιπς βοά υπερήφανα πως έχουμε ανάγκη από ψυχολόγους, πώς το έγραψε ο Λεοντάρης / είμαστε μεσοπόλεμος, σου λέω/ ανίατα μεσοπόλεμος/ ας πάμε λοιπόν κι απόψε, ας πάμε πάλι κάπου να χορέψουμε ή να σκοτωθούμε, ο ανεμιστήρας δεν έχει άλλη αντοχή, μοιάζει με κάποιον από εμάς που εγκλωβίστηκε στη γη και δεν μπορεί πια να πετάξει, / κλειστό και το μαγαζί της αγάπης /, ποιος έχει πια αντοχή ν’ αγαπήσει, ο Γκόρπας δεν ήταν ποιητής ήταν μέγιστος και σπουδαίος παθολόγος, οι φίλοι στο εξωτερικό δεν απαντάνε στα τηλέφωνα – όχι επειδή η κλήση είναι ακριβή, αλλά, γιατί η επαφή με μια χώρα που σαπίζει κοστίζει, εσύ έγινες αναμνηστικός μαγνήτης της μοναδικής μου χρυσής εποχής κι η Αθήνα η λιγότερη βιώσιμη πόλη στη χαρμολύπη της δυτικής Ευρώπης.

Είναι, βέβαια, πώς συνεξετάζει κανείς τις περιστάσεις. Κάποτε θα καρπίσει η πιθανότητα του «γκρι», θα την κρατάει στο ράμφος του ένα πουλί την ώρα που η απολυτότητα του «άσπρου» ή/και του «μαύρου» θα καυχιέται πως σε έχει κάνει θιασώτη. Το γκρι ή το ωκεάνιο μπλε, ή τέλος πάντων, οτιδήποτε (προ)έρχεται από τα βάθη έτοιμο να συγκρουστεί και να διακηρύξει την εναλλακτική του θέση αξίζει μια ευκαιρία ν’ αποδείξει πόσο καλά έχει προπονηθεί, κυρίως, γιατί, κάπως έτσι, τα στεκάμενα νερά βάζουν νερά στις καλά στεκάμενες διαπιστώσεις. Κι εκεί, στον φλέρτι παφλασμό σου με τα σκούρα μπλε ή τα απαλά γκρι, όταν θα βυθίζεσαι σκεφτική στον ωκεανό της τωρινής σου λύπης συλλογιζόμενη αν τα γλαροπούλια της ματιάς σου απολαμβάνουν να πετούν τόσο ψηλά ή μόνο αυτό ξέρουν να κάνουν, θα πασχίζεις με μολύβι και χαρτί, ξυστά από τις γραμμές των οριζόντων, να βρεις τη γ’ λύση.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!