Πάνω στο μπουφέ βρήκα αραδιασμένα καμιά εικοσαριά πακετάκια, μικρά μικρούλικα, άντε δυο φορές το μέγεθος ενός σπιρτόκουτου, με χριστουγεννιάτικο περιτύλιγμα και χρωματιστή κορδελίτσα, διαφορετικό χρώμα για το καθένα, μην τυχόν και τα μπερδέψει στη μοιρασιά.
«Καλέ, δεν έχετε εδώ κανένα κάθισμα για τις γριές;», ήταν η μόνιμη επωδός κάθε φορά που έμπαινε σε κάποιο μαγαζί πάνω στον μεγάλο εμπορικό δρόμο της μικρής της πόλης, αμέσως μετά το «γεια σας κούκλες μου!». Κοτσονάτη για τα χρόνια της, κάθε πρωί σχεδόν, αφού τέλειωνε το μαγείρεμα και το υποτυπώδες συγύρισμα –ποιος να της χαλάσει τι; μόνη της έμενε εδώ και τριάντα χρόνια– έπαιρνε το δρόμο για το κέντρο της πόλης, πάντα με τα πόδια. Δυο, πάνω-κάτω, τα χιλιόμετρα ως τα πρώτα μαγαζιά, κι άλλα δυο το λιγότερο, για να φέρει το γύρο της αγοράς, αλλά η επιστροφή τα τελευταία χρόνια, γινόταν πάντα με το λεωφορείο. Τα πόδια γερά, μα ήταν η πλάτη που την πέθαινε στον πόνο, σαν τσιγκέλι είχαν γίνει οι σπόνδυλοι από τα χρόνια και τα βάρη που έσυρε, κι αν δεν ήταν αυτός ο πόνος που τη φρέναρε, θα έπαιρνε ποδαρόδρομο και την ατέλειωτη ανηφόρα της επιστροφής, κι ας ήταν σχεδόν πάντα φορτωμένη με σακούλες. Τρόφιμα οι πιο πολλές, μα και μικροπράγματα και ψιλολοΐδια, μικρά, ευτελή λάφυρα, ίσα-ίσα να δικαιολογούν την καθημερινή εξόρμηση στην αγορά.
Κάποια μαγαζιά έκλειναν, άλλα καινούργια άνοιγαν, οι ιδιοκτήτες άλλαζαν, άλλοι έρχονταν στη θέση τους, το εμπόρευμα άλλαζε, μα αυτά δεν ήταν λόγος να την κρατούνε μέσα. Κάποιοι γέροι, που έζησαν ολάκερη ζωή σε ένα μόνο μέρος, μην αντέχοντας αυτές τις αλλαγές, μην έχοντας τα κότσια να παρακολουθούν το σκηνικό της πόλης που άλλαζε, και τους καινούργιους ανθρώπους που την έντυναν, κλείνονταν στον εαυτό τους, παραιτούνταν και μαράζωναν. Όχι όμως αυτή. Δεν έβλεπε αυτούς κι αυτά που έφευγαν. Παρά μόνον αυτά που έρχονταν. Την πόλη την ένιωθε πάντα γεμάτη, πάντα ζωντανή, πάντα έτοιμη να μιλήσει και να διηγηθεί. Ο κόσμος, η κίνηση, η φασαρία την ξανάνιωναν, της έδειχναν τη ζωή που έτρεχε ακάθεκτη, κι ας μην μπορούσε η ίδια πια να τρέξει. Μπορούσε, όμως, να την παρακολουθεί από την άκρη, από το πεζοδρόμιο, κι όχι από τη λεωφόρο που ήταν πιασμένη απ’ τους νεότερους, και προπαντός όχι από το σπίτι που θα ήταν και η καταδίκη της, με μικρές ασυνέχειες, με συχνές στάσεις, με κοντανασαίματα, με πόνους στην πλάτη και τη μέση, αλλά ενάντια σ’ όλα αυτά τα βαρίδια της ηλικίας παρέμενε παρούσα στο γίγνεσθαι απαιτώντας όλο και μεγαλύτερο μερτικό.
Της αρκούσε που η πόλη ανέπνεε. Και που μπορούσε ακόμα η πόλη να μεταγγίζει την ανάσα της στην ανάσα τη δική της και ο παλμός της να συγχρονίζεται και να ενισχύει και τον δικό της παλμό. Αν η πόλη μοιάζει σε άλλους με βαμπίρ που τους στεγνώνει το αίμα και τους στέλνει, σ’ αυτή έμοιαζε με μάνα που χαρίζει ζωή.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς έριξε τα πακετάκια στην τσάντα για τα ψώνια και πήρε πάλι το δρόμο για την πόλη και τα μαγαζιά. Χρονιάρα μέρα, δεν υπήρχε περίπτωση να μη φιλέψει μ’ ένα δωράκι τις «κούκλες» της, που όλη τη χρονιά με προθυμία τής έβγαζαν το πιο μαλακό κάθισμα του μαγαζιού για να ισιώσει λίγο τη πλάτη, να πάρει μια ανάσα, να πει μια κουβέντα χαλαρή.
Εγώ, όμως, που την ξέρω καλά, θα πρόσθετα ότι με το δωράκι αυτό δεν εξοφλούσε μόνο τη φιλοξενία της χρονιάς που είχε περάσει, αλλά το έβαζε σαν υποθήκη και για το κάθισμα της χρονιάς που ερχόταν, μια και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι η πόλη κι αυτή τη χρονιά θα τής έκανε τη χάρη να τη νταντεύει και να την κρατάει ζωντανή.
Κάποια μαγαζιά έκλειναν, άλλα καινούργια άνοιγαν, οι ιδιοκτήτες άλλαζαν, άλλοι έρχονταν στη θέση τους, το εμπόρευμα άλλαζε, μα αυτά δεν ήταν λόγος να την κρατούνε μέσα. Κάποιοι γέροι, που έζησαν ολάκερη ζωή σε ένα μόνο μέρος, μην αντέχοντας αυτές τις αλλαγές, μην έχοντας τα κότσια να παρακολουθούν το σκηνικό της πόλης που άλλαζε, και τους καινούργιους ανθρώπους που την έντυναν, κλείνονταν στον εαυτό τους, παραιτούνταν και μαράζωναν. Όχι όμως αυτή. Δεν έβλεπε αυτούς κι αυτά που έφευγαν. Παρά μόνον αυτά που έρχονταν. Την πόλη την ένιωθε πάντα γεμάτη, πάντα ζωντανή, πάντα έτοιμη να μιλήσει και να διηγηθεί. Ο κόσμος, η κίνηση, η φασαρία την ξανάνιωναν, της έδειχναν τη ζωή που έτρεχε ακάθεκτη, κι ας μην μπορούσε η ίδια πια να τρέξει. Μπορούσε, όμως, να την παρακολουθεί από την άκρη, από το πεζοδρόμιο, κι όχι από τη λεωφόρο που ήταν πιασμένη απ’ τους νεότερους, και προπαντός όχι από το σπίτι που θα ήταν και η καταδίκη της, με μικρές ασυνέχειες, με συχνές στάσεις, με κοντανασαίματα, με πόνους στην πλάτη και τη μέση, αλλά ενάντια σ’ όλα αυτά τα βαρίδια της ηλικίας παρέμενε παρούσα στο γίγνεσθαι απαιτώντας όλο και μεγαλύτερο μερτικό.
Της αρκούσε που η πόλη ανέπνεε. Και που μπορούσε ακόμα η πόλη να μεταγγίζει την ανάσα της στην ανάσα τη δική της και ο παλμός της να συγχρονίζεται και να ενισχύει και τον δικό της παλμό. Αν η πόλη μοιάζει σε άλλους με βαμπίρ που τους στεγνώνει το αίμα και τους στέλνει, σ’ αυτή έμοιαζε με μάνα που χαρίζει ζωή.
Παραμονή Πρωτοχρονιάς έριξε τα πακετάκια στην τσάντα για τα ψώνια και πήρε πάλι το δρόμο για την πόλη και τα μαγαζιά. Χρονιάρα μέρα, δεν υπήρχε περίπτωση να μη φιλέψει μ’ ένα δωράκι τις «κούκλες» της, που όλη τη χρονιά με προθυμία τής έβγαζαν το πιο μαλακό κάθισμα του μαγαζιού για να ισιώσει λίγο τη πλάτη, να πάρει μια ανάσα, να πει μια κουβέντα χαλαρή.
Εγώ, όμως, που την ξέρω καλά, θα πρόσθετα ότι με το δωράκι αυτό δεν εξοφλούσε μόνο τη φιλοξενία της χρονιάς που είχε περάσει, αλλά το έβαζε σαν υποθήκη και για το κάθισμα της χρονιάς που ερχόταν, μια και δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία ότι η πόλη κι αυτή τη χρονιά θα τής έκανε τη χάρη να τη νταντεύει και να την κρατάει ζωντανή.
Σχόλια