Ένα ενδιαφέρον δεδομένο καταγράφεται στη νέα δημοσκόπηση της MRB. Η Νέα Δημοκρατία συγκεντρώνει 28% στην πρόθεση ψήφου (31,5% στην αναγωγή), ενώ η συνολική αποδοχή της κυβέρνησης κυμαίνεται γύρω από το ίδιο όριο σε κάθε επί μέρους ερώτημα. Ένα 30% φαίνεται να είναι το «ταβάνι» μιας εξουσίας που διατηρεί την επιφάνειά της, αλλά έχει χάσει το κοινωνικό της βάθος. Δεν είναι απλά ένα ποσοστό, αλλά ένα καθεστώς του 30%.
Η φθορά είναι διάχυτη και οριζόντια. Σχεδόν 7 στους 10 πολίτες θεωρούν ότι «τα πράγματα πάνε σε λάθος κατεύθυνση», ενώ μόλις το ένα τρίτο πιστεύει ότι η κυβέρνηση χειρίζεται τα μεγάλα γεγονότα με επάρκεια. Το ίδιο μοτίβο εμφανίζεται στα επιμέρους ζητήματα: Στο έγκλημα των Τεμπών, μόνο το 29% θεωρεί ότι θα αποδοθεί δικαιοσύνη∙ στις αποκαλύψεις για τις απαγορεύσεις συγκεντρώσεων στο Σύνταγμα, περίπου το 30% «εγκρίνει»∙ το ίδιο και στη «στρατηγική συμμαχία με το Ισραήλ», ενώ στο ζήτημα των εργασιακών ή της ακρίβειας, η αποδοχή των κυβερνητικών επιλογών πέφτει ακόμη χαμηλότερα.
Το 30% αυτό δεν είναι απλώς ένα εκλογικό ποσοστό· είναι η ζώνη πολιτικής ασφάλειας μέσα στην οποία κινείται το καθεστώς. Μια κρίσιμη μάζα που διαμορφώνεται από φόβο, συνήθεια, προσδοκία σταθερότητας, εκτεταμένα πελατειακά δίκτυα και ‒σε μικρότερο βαθμό‒ ιδεολογική ταύτιση. Είναι αρκετή για να συντηρεί κυβερνήσεις, να νομιμοποιεί τον τραμπικής κοπής αυταρχισμό, να αναπαράγει ένα αφήγημα «κανονικότητας». Αλλά δεν αρκεί για να εμπνεύσει, να συγκροτήσει όραμα, να ενώσει. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη και το καθεστώς που εκπροσωπεί, μοιάζει να ενδιαφέρεται αποκλειστικά για αυτό το 30%, γνωρίζοντας πως έχει χάσει κάθε δυνατότητα επικοινωνίας με το υπόλοιπο 70%, που μοιάζει πλέον (ειδικά με την εμπειρία των Τεμπών) με μεγάλο κοινωνικό, πολιτικό αλλά και ηθικό ρήγμα.
Υπάρχει όμως και ένα άλλο 30% ολοένα και αυξανόμενο. Αναφερόμαστε σε εκείνους που δηλώνουν «κανένας», «αναποφάσιστος», «δεν ψηφίζω». Η αδιευκρίνιστη ψήφος φτάνει πια το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος (ή μάλλον όσων απαντάνε στις έρευνες, γιατί υπάρχει και μια ακόμη πιο ευρεία γκρίζα αντισυστημική ζώνη που δεν καταγράφεται). Δεν πρόκειται για αδιαφορία. Είναι η πολιτική στάση όσων δεν βλέπουν καμία δύναμη να τους εκφράζει, κανένα κόμμα να μιλά τη γλώσσα τους. Αυτή η σιωπή δεν είναι κενό αλλά εκκρεμότητα.
Στην Ελλάδα του 2025, δύο τριαντάρια συνυπάρχουν: το 30% που κυβερνά και το 30% που δεν εκπροσωπείται. Αν το πρώτο είναι το σύμπτωμα της φθοράς, το δεύτερο είναι ίσως το προανάκρουσμα μιας νέας πολιτικής, που παραμένει αντιφατική και αδιαμόρφωτη, χωρίς φωνή, έκφραση και πρόσωπο. Γιατί καθεστώς του 30% μπορεί να κρατήσει για λίγο ακόμη· αλλά κοινωνία του 30% δεν μπορεί να υπάρξει για πολύ.
Δ. Γκ.