του Γιώργου Κυριακού
Τον Αύγουστο τα προβλήματα της Σερβίας, όπως και η βουλγαροσκοπιανή διαμάχη, ήταν στο κέντρο της βαλκανικής επικαιρότητας.
Η σερβική κυβέρνηση συνεχίζει να αντιμετωπίζει ένα κύμα διαμαρτυριών που, «βοηθούντος» του σφοδρού δυστυχήματος (με εγκληματικές αιτίες) στον σιδηροδρομικό σταθμό του Νόβι Σαντ, έχουν αποκτήσει πολιτικές διαστάσεις. Οι διαμαρτυρίες, που επιδιώκουν την πτώση της κυβέρνησης και έχουν τη στήριξη της φιλοδυτικής αντιπολίτευσης, πραγματοποιούνται σε μια περίοδο που η Σερβία αντιμετωπίζει τις δυτικές πιέσεις για να επιβάλει κυρώσεις στη Ρωσία (από την οποία τροφοδοτείται με φτηνό φυσικό αέριο) και να αναγνωρίσει το Κόσοβο. Στην κατεύθυνση αυτή άλλωστε εντείνονται και οι πιέσεις προς τους Κοσοβάρους προκειμένου να εφαρμόσουν την ευρωπαϊκή συμφωνία του 2013 για την ίδρυση της Ένωσης Σερβικών Δήμων. Οι πιέσεις όμως προς τον «αυταρχικό» Βούτσιτς ασκούνται και σε τοπικό επίπεδο από τη στρατιωτική συμμαχία Κροατίας, Κοσόβου και Αλβανίας, συνδυασμού που υπενθυμίζει την πλευρά του Άξονα στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η συνάντηση όμως του Βούτσιτς με τον Πούτιν στη σύνοδο του Πεκίνου, η οποία προετοιμάζει «μια νέα παγκόσμια τάξη», δείχνει ότι μάλλον θα υπάρχει συνέχεια.
Ταυτόχρονα στη Βοσνία στοχοποιείται η επιδίωξη του Ντόντικ, ηγέτη των Σερβοβοσνίων, να ακολουθήσει μια ανεξάρτητη πολιτική – η οποία εμποδίζεται από τα βέτο του γνωστού Γερμανού γκαουλάιτερ Σμιτ. Αυτός τηρεί κατά το δοκούν το αποικιακό σύστημα της συμφωνίας του Ντέιτον. Συνεργοί σε αυτήν την μεθόδευση είναι οι έτεροι της Συνομοσπονδίας του υποκρατιδίου, που ελέγχουν τις δικαστικές αποφάσεις. Έτσι, αντίθετα με την απόφαση της αποπομπής του Ντόντικ από το ομοσπονδιακό δικαστήριο με κατηγορίες για άρνηση υπακοής στις αποφάσεις του Σμιτ, οι Σερβοβόσνιοι κήρυξαν δημοψήφισμα για την τύχη του ηγέτη τους στις 25 Οκτωβρίου. Αυτό βέβαια δεν άρεσε στη Δύση, και ειδικά στην Ε.Ε. Φαίνεται ότι και στην περίπτωση αυτή ο σερβικός λαός απέχει από τις δυτικές προδιαγραφές της σωστής πλευράς.
Από την άλλη, ο πόλεμος για τη «μακεδονική» γλώσσα –την οποία οι Βούλγαροι θεωρούν βουλγαρική διάλεκτο– ολοένα και εντείνεται. Πλέον ακούγονται και ισχυρές φωνές για την ακύρωση της συμφωνίας που υπέγραψαν τα Σκόπια με τη Βουλγαρία το 2022, μετά από πιέσεις της μακρονικής προεδρίας για την ένταξη των Βουλγάρων στο Σύνταγμα. Το Συνταγματικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσης. Την ίδια ώρα όμως τα πράγματα δεν πάνε καλά με τους Αλβανούς των Σκοπίων οι οποίοι, παρά τις «μεγάλες» διαφορές προσανατολισμού, επιδιώκουν ένα διεθνικό κι όχι ενιαίο κράτος. Σε αυτή την κατεύθυνση στοχεύει η κοσοβάρικη ηγεσία –η μόνη που συντηρεί επίσημα την πρόθεση για πολιτική ένωση όλων των Αλβανών– αν και ο ηγέτης της μητέρας Αλβανίας, χωρίς να το αποδέχεται, τουλάχιστον δεν φαίνεται να το επικρίνει.
***
Τέλος, η μετάσταση του πολέμου στην Ουκρανία, που τέμνει ως παρανομαστής τις λεπτές αποχρώσεις του βαλκανικού μας ηφαιστείου (5% για το ΝΑΤΟ και προετοιμασία του νέου άξονα για την ενίσχυση του Ουκρανού κλόουν), καλά κρατεί – με τις σωστές πλευρές στα Βαλκάνια να εξοπλίζονται, ενώ ταυτόχρονα έχουν πέσει στον πυρετό της μπαρούτης και στις νέες ενεργειακές (και πανάκριβες) λύσεις. Η Βουλγαρία, με μια κυβέρνηση σε τεντωμένο σκοινί, όπως και η μεταπραξικοπηματική Ρουμανία, ετοιμάζουν πυρομαχικά ξύνοντας την προβιά τους στην γκλίτσα του τσομπάνη. Όμως και η Αλβανία δεν φαίνεται να πηγαίνει πίσω, αφού ανοίγει το ένα εργοστάσιο όπλων μετά το άλλο. Ο φανατικός αντιρωσισμός δεν ερμηνεύεται με ιδεολογίες, αλλά κυρίως με χρήματα και θέσεις εξουσίας για τις ελίτ, οι οποίες παίρνουν μέτρα που εντείνουν τη φτώχεια των λαών. Η Βαλκανική Κοινότητα των Λαών, μη βρίσκοντας τον πολιτικό βηματισμό της, περνάει τις πιο δύσκολες ώρες της – με τη μετανάστευση να χτυπάει κόκκινο και τις ελίτ να καλοπερνούν, επενδύοντας στον πόλεμο και στα ενεργειακά έργα της «σωστής πλευράς»…