Η Αριστερά ξέρει να αντιστέκεται, μπορεί και να οικοδομεί; Του Γιάννη Τσούτσια
Μερικές φορές οι περίπλοκες σκέψεις περισσεύουν. Στην κατάσταση που έχει περιέλθει η οικονομία και η χώρα δεν υπάρχει πιθανότητα διεξόδου χωρίς την ενεργό συμμετοχή -και σε ορισμένες περιπτώσεις, την ανοχή- της κοινωνίας. Αυτό πολλοί το αναγνωρίζουν. Αλλά πέρα από τις διαπιστώσεις, ποια πολιτική εξασφαλίζει την αναγκαία συγκατάβαση;
Σίγουρα δεν μπορεί να εμπνεύσει ένα απαξιωμένο πολιτικό σύστημα και μια κυβέρνηση που συνεχίζει να λειτουργεί εχθρικά προς την κοινωνία. Και ούτε μια Αριστερά, που είτε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, σε ό,τι αφορά τα πραγματικά ζητούμενα, είτε επενδύει στην πόλωση και τη θεωρία του «ώριμου φρούτου», σε μια στρατηγική δηλαδή που δεν περιλαμβάνει και δεν πυροδοτεί τη λαϊκή παρουσία. Έτσι, μεγάλα τμήματα του λαού βρίσκονται πάλι απογοητευμένα ή οργισμένα χωρίς εκπροσώπηση και προοπτική. Τι μένει; Οι πολιτικές επιβολής της τρόικας, εγχώριας και ξένης, τα παραπλανητικά ημίμετρα, οι τακτικές και τα επικοινωνιακά, οι απάτες και οι διαψεύσεις, οι αυθαιρεσίες, ο καταναγκασμός και οι χειρισμοί. Με αυτά, όμως, δεν βγαίνει το πράγμα. Αντίθετα, βαλτώνει ολοένα και περισσότερο, ώσπου να εμφανιστεί η επόμενη, μεγαλύτερη, επιδείνωση.
Με άλλα λόγια, αυτό που σήμερα λείπει είναι η αναζωογονητική παρουσία του κινήματος, αυτού που ανδρώθηκε απέναντι στο Μνημόνιο και άλλαξε τους πολιτικούς συσχετισμούς στις εκλογές. Ένα κίνημα, που ίσως στα όρια του τρέχοντος πολιτικού κύκλου παραμένει βουβό, χωρίς προσανατολισμό και εν συγχύσει, ωστόσο θα κληθεί να στηρίξει πολιτικές κατευθύνσεις, που κι αν ακόμη δεν έχουν διατυπωθεί, δεν έχουν προκαταβολικά καμία τύχη χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κλειδί της ανακατεύθυνσης των πραγμάτων και της αλλαγής του πολιτικού κλίματος παραμένει μια πολιτική που θα προσβλέπει στην κοινωνία, ως τον κρίσιμο παράγοντα που θα προωθήσει τις εξελίξεις. Κι αυτή είναι μια πολιτική υποχρέωση απέναντι στην οποία η Αριστερά καλείται να ανταποκριθεί.
Ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι ανυπέρβλητα, όπως με μια πρώτη ματιά μοιάζουν. Δεν χρειάζεται να αναζητηθεί η υπέρβαση (ούτε και θα μπορούσε) σε μεγαλεπήβολους στόχους και ορισμούς. Η κοινωνία παραμένει απλόχερη και δεκτική. Αποδέχεται τους μαιάνδρους και μοιάζει διατεθειμένη να αφήσει τους ευθύγραμμους δρόμους για να ακολουθήσει τεθλασμένες πορείες. Διότι, όπως και να έχει, δεν υπάρχει μια διαμορφωμένη στρατηγική με βήματα προκαθορισμένα. Το ίδιο το μέλλον δεν είναι προδιαγεγραμμένο ως γραμμή εξέλιξης, αλλά ανοιχτό, ως διαδικασία. Γι’ αυτό το σύστημα μοιάζει να επιτρέπει αρκετούς βαθμούς ελευθερίας, υπό την έννοια της δυνατότητας εναλλακτικών δρόμων προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό ακριβώς είναι που δίνει στην Αριστερά τη δυνατότητα να ξεκινήσει από διαφορετικά κομβικά σημεία, να τα αναδείξει και διά μέσου αυτών να επιχειρήσει να διαμορφώσει την ενεργητική της παρουσία, να βρει την τύχη και το δρόμο της. Σημεία έστω ελάσσονα με μια πρώτη ματιά, δευτερεύοντες αρμοί, ακόμη και ζητήματα αυτοκεντρικά, όπως το θέμα της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού υποκειμένου, μπορούν να ανοίξουν δρόμους, να αναδείξουν με τον τρόπο τους το ζήτημα της εκπροσώπησης και να κινητοποιήσουν πολιτικές διαδικασίες. Μια τέτοια υποκειμενική προσπάθεια, έστω περί τον εαυτό της, θα αποτελούσε μια διαδικασία εκκίνησης σε προαγωγική κατεύθυνση και τελικά συνεισφορά, εν αντιθέσει με τη σημερινή κατάσταση φθοράς και αναμονής μιας πολιτικής που αναπαράγεται με ανακοινώσεις.
Αυτό που σήμερα χρεοκοπεί είναι οι οπτικές που αντιμετωπίζουν κάθε ζήτημα χειριστικά. Που οδηγούν στο να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ως μια άσκηση περί του ποιος θα εμφανίσει την «εξυπνότερη» λύση. Για πολλοστή φορά τείνει έτσι να επιβεβαιωθεί, πως η Αριστερά, είναι μεν ικανή ως πολιτικός συσχετισμός αντίστασης, αλλά δυσκολεύεται ως δύναμη οικοδόμησης. Αναπνέει μακριά από τέτοιου τύπου ερωτήματα. Δεν τα θέτει και δεν τα προσεγγίζει στις θεμελιώδεις διαστάσεις τους. Αν τα έθετε, ίσως π.χ. κατανοούσε ότι η διέξοδος είναι συνολικότερο ζήτημα, μια διαδικασία πανεθνική, στην οποία και εκείνη καλείται να συμβάλει. Και θα μπορούσε να συνδεθεί μονιμότερα και βαθύτερα με τις προσδοκίες του λαϊκού κινήματος, προσβλέποντας με εμπιστοσύνη σ’ αυτό, αντί να διαφυλάσσει το ρόλο της πρωτοπορίας για τον εαυτό της.
Τα πράγματα, όμως, δεν θα μείνουν για πάντα έτσι. Αν η δυναμική φύγει από την Αριστερά, τότε όλοι θα εξαναγκαστούν να προσεγγίσουν βαθύτερα το πρόβλημα της διεξόδου υπό δυσμενέστερες προϋποθέσεις. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα φθάσουμε εκεί. Και ότι η Αριστερά θα κάνει το επόμενο βήμα για λογαριασμό όλων.
Σίγουρα δεν μπορεί να εμπνεύσει ένα απαξιωμένο πολιτικό σύστημα και μια κυβέρνηση που συνεχίζει να λειτουργεί εχθρικά προς την κοινωνία. Και ούτε μια Αριστερά, που είτε βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, σε ό,τι αφορά τα πραγματικά ζητούμενα, είτε επενδύει στην πόλωση και τη θεωρία του «ώριμου φρούτου», σε μια στρατηγική δηλαδή που δεν περιλαμβάνει και δεν πυροδοτεί τη λαϊκή παρουσία. Έτσι, μεγάλα τμήματα του λαού βρίσκονται πάλι απογοητευμένα ή οργισμένα χωρίς εκπροσώπηση και προοπτική. Τι μένει; Οι πολιτικές επιβολής της τρόικας, εγχώριας και ξένης, τα παραπλανητικά ημίμετρα, οι τακτικές και τα επικοινωνιακά, οι απάτες και οι διαψεύσεις, οι αυθαιρεσίες, ο καταναγκασμός και οι χειρισμοί. Με αυτά, όμως, δεν βγαίνει το πράγμα. Αντίθετα, βαλτώνει ολοένα και περισσότερο, ώσπου να εμφανιστεί η επόμενη, μεγαλύτερη, επιδείνωση.
Με άλλα λόγια, αυτό που σήμερα λείπει είναι η αναζωογονητική παρουσία του κινήματος, αυτού που ανδρώθηκε απέναντι στο Μνημόνιο και άλλαξε τους πολιτικούς συσχετισμούς στις εκλογές. Ένα κίνημα, που ίσως στα όρια του τρέχοντος πολιτικού κύκλου παραμένει βουβό, χωρίς προσανατολισμό και εν συγχύσει, ωστόσο θα κληθεί να στηρίξει πολιτικές κατευθύνσεις, που κι αν ακόμη δεν έχουν διατυπωθεί, δεν έχουν προκαταβολικά καμία τύχη χωρίς τη συγκατάθεσή του. Κλειδί της ανακατεύθυνσης των πραγμάτων και της αλλαγής του πολιτικού κλίματος παραμένει μια πολιτική που θα προσβλέπει στην κοινωνία, ως τον κρίσιμο παράγοντα που θα προωθήσει τις εξελίξεις. Κι αυτή είναι μια πολιτική υποχρέωση απέναντι στην οποία η Αριστερά καλείται να ανταποκριθεί.
Ευτυχώς, τα πράγματα δεν είναι ανυπέρβλητα, όπως με μια πρώτη ματιά μοιάζουν. Δεν χρειάζεται να αναζητηθεί η υπέρβαση (ούτε και θα μπορούσε) σε μεγαλεπήβολους στόχους και ορισμούς. Η κοινωνία παραμένει απλόχερη και δεκτική. Αποδέχεται τους μαιάνδρους και μοιάζει διατεθειμένη να αφήσει τους ευθύγραμμους δρόμους για να ακολουθήσει τεθλασμένες πορείες. Διότι, όπως και να έχει, δεν υπάρχει μια διαμορφωμένη στρατηγική με βήματα προκαθορισμένα. Το ίδιο το μέλλον δεν είναι προδιαγεγραμμένο ως γραμμή εξέλιξης, αλλά ανοιχτό, ως διαδικασία. Γι’ αυτό το σύστημα μοιάζει να επιτρέπει αρκετούς βαθμούς ελευθερίας, υπό την έννοια της δυνατότητας εναλλακτικών δρόμων προς την ίδια κατεύθυνση. Αυτό ακριβώς είναι που δίνει στην Αριστερά τη δυνατότητα να ξεκινήσει από διαφορετικά κομβικά σημεία, να τα αναδείξει και διά μέσου αυτών να επιχειρήσει να διαμορφώσει την ενεργητική της παρουσία, να βρει την τύχη και το δρόμο της. Σημεία έστω ελάσσονα με μια πρώτη ματιά, δευτερεύοντες αρμοί, ακόμη και ζητήματα αυτοκεντρικά, όπως το θέμα της ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ ως πολιτικού υποκειμένου, μπορούν να ανοίξουν δρόμους, να αναδείξουν με τον τρόπο τους το ζήτημα της εκπροσώπησης και να κινητοποιήσουν πολιτικές διαδικασίες. Μια τέτοια υποκειμενική προσπάθεια, έστω περί τον εαυτό της, θα αποτελούσε μια διαδικασία εκκίνησης σε προαγωγική κατεύθυνση και τελικά συνεισφορά, εν αντιθέσει με τη σημερινή κατάσταση φθοράς και αναμονής μιας πολιτικής που αναπαράγεται με ανακοινώσεις.
Αυτό που σήμερα χρεοκοπεί είναι οι οπτικές που αντιμετωπίζουν κάθε ζήτημα χειριστικά. Που οδηγούν στο να αντιμετωπίζονται τα προβλήματα ως μια άσκηση περί του ποιος θα εμφανίσει την «εξυπνότερη» λύση. Για πολλοστή φορά τείνει έτσι να επιβεβαιωθεί, πως η Αριστερά, είναι μεν ικανή ως πολιτικός συσχετισμός αντίστασης, αλλά δυσκολεύεται ως δύναμη οικοδόμησης. Αναπνέει μακριά από τέτοιου τύπου ερωτήματα. Δεν τα θέτει και δεν τα προσεγγίζει στις θεμελιώδεις διαστάσεις τους. Αν τα έθετε, ίσως π.χ. κατανοούσε ότι η διέξοδος είναι συνολικότερο ζήτημα, μια διαδικασία πανεθνική, στην οποία και εκείνη καλείται να συμβάλει. Και θα μπορούσε να συνδεθεί μονιμότερα και βαθύτερα με τις προσδοκίες του λαϊκού κινήματος, προσβλέποντας με εμπιστοσύνη σ’ αυτό, αντί να διαφυλάσσει το ρόλο της πρωτοπορίας για τον εαυτό της.
Τα πράγματα, όμως, δεν θα μείνουν για πάντα έτσι. Αν η δυναμική φύγει από την Αριστερά, τότε όλοι θα εξαναγκαστούν να προσεγγίσουν βαθύτερα το πρόβλημα της διεξόδου υπό δυσμενέστερες προϋποθέσεις. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα φθάσουμε εκεί. Και ότι η Αριστερά θα κάνει το επόμενο βήμα για λογαριασμό όλων.
Σχόλια