Κοιτώντας με το ένα μάτι τους πολίτες και κλείνοντας το άλλο στο πολιτικό σύστημα

του Βασίλη Ξυδιά

 

– Εσείς παρακαλώ τι θέλετε; Σας έχουμε ετοιμάσει ένα νέο σύνταγμα με λαϊκή συμμετοχή! Kι εσείς οι άλλοι, προς Θεού, μην ανησυχείτε! Η συμμετοχή των πολιτών θα είναι για τα προκαταρκτικά. Στην κυρίως πράξη θα συμμετέχουν μόνο τα κόμματα.

– Λέμε να καθιερώσουμε και δημοψηφίσματα με λαϊκή πρωτοβουλία! Ούτε γι’ αυτά όμως υπάρχει λόγος ανησυχίας. Θα απαιτούνται τόσες υπογραφές, ώστε να είναι βέβαιο πως δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ.

– Και εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας δεν θα μπορεί πλέον να γίνει, παρά μόνο μετά από δημοψήφισμα. Αλλά ούτε αυτό θα χρειαστεί, αφού δεν έχει μείνει τίποτε άλλο να εκχωρήσουμε!

– Και απλή αναλογική θα έχουμε για τους ζητούντες δικαιοσύνη, και εποικοδομητική πρόταση δυσπιστίας για όσους απαιτούν σταθερότητα.

– Και έτσι και αλλιώς· και πολύ μεταμοντέρνα, και εντελώς κλασικά. – Ώστε και εμείς να είμαστε πολύ ριζοσπάστες, αλλά και τίποτα να μη συμβεί. – Μια «Νέα Μεταπολίτευση» αλά ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτή θα μπορούσε να είναι με δυο λόγια η περίληψη όσων εξήγγειλε τις προάλλες ο πρωθυπουργός στο πίσω προαύλιο της Βουλής.

 

Συμμετοχή (για τα μάτια) του κόσμου

Το ότι όλα αυτά έχουν σχεδιαστεί έτσι ώστε τελικά να μη γίνει απολύτως τίποτα, είναι φανερό από το «κλειδί» της όλης διαδικασίας, που βρίσκεται στο άρθρο 110 του Συντάγματος. Σύμφωνα με αυτό, για να αναθεωρηθεί μια οποιαδήποτε διάταξη, θα πρέπει είτε στην αρχική Βουλή, όπου αποφασίζεται η αναθεώρηση, είτε στην επόμενη, που την πραγματοποιεί, να υπάρξει μια πλειοψηφία άνω των 180 βουλευτών. Που σημαίνει ότι τίποτα δεν πρόκειται να συμβεί αν σε κάποια από τις δύο αυτές στιγμές δεν συμφωνήσουν οι βασικοί παίκτες· στην περίπτωσή μας ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία.

Αν κάποιος επεδίωκε πραγματικά μια δημοκρατική συνταγματική ρήξη με το πολιτικό σύστημα, αυτό μόνο με έναν τρόπο μπορούσε και μπορεί να γίνει. Με μια θεσμική ανατροπή ανάλογη του πολιτειακού δημοψηφίσματος που διοργάνωσε ο Κων/νος Καραμανλής το 1974· ή τέλος πάντων με μια ανάλογης ισχύος αποφασιστική-δεσμευτική συντακτική διαδικασία, πέρα απ’ όσα προβλέπει σήμερα το άρθρο 110.

Μ’ αυτό το δεδομένο οι τωρινές κυβερνητικές εξαγγελίες περί δημόσιας διαβούλευσης «με τη συμμετοχή επιστημονικών και κοινωνικών φορέων, κινήσεων πολιτών και μεμονωμένων ατόμων» είναι μια προσπάθεια αναθέρμανσης των κεντροαριστερών συμμετοχικών ιδεών περασμένων δεκαετιών (Μπλερ κ.λπ.). Εξ ου και η πρόσφατη συμφωνία του Αλ. Τσίπρα με τον πάντα-έτοιμο-για-ένα-δημοψήφισμα, Γ. Παπανδρέου.

Το ζήτημα βέβαια είναι ότι δεν ζούμε στις περασμένες δεκαετίες, και ότι ο σκληρός πυρήνας του πολιτικού συστήματος –όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε ολόκληρη την Ε.Ε.– δεν μπορεί να χωνέψει την εμπειρία του Brexit, και νιώθει σαν απειλή όλες αυτές τις κεντρόφυγες τάσεις που ξεσπούν μέσα από κάθε εκλογική ευκαιρία, είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά της συστημικής ορθοδοξίας. Τέτοιες ώρες, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία όρεξη για κεντροαριστερά παίγνια δημοκρατικής νομιμοποίησης.

Γνωρίζοντάς το αυτό, ο Αλ. Τσίπρας φρόντισε σαν καλός ζογκλέρ να κινηθεί προς όλες τις κατευθύνσεις. Προσφέροντας συμμετοχικές υποσχέσεις προς όσους πολίτες θα μπορούσαν να τσιμπήσουν. Και υπονομεύοντας από την άλλη εμφανώς κάθε ριζοσπαστικό ενδεχόμενο που οι διαδικασίες αυτές μπορούν να ενεργοποιήσουν.

Το κυβερνητικό επιτελείο έδωσε μια απλή και τετράγωνη λύση στο πρόβλημα, χωρίζοντας την όλη διαδικασία σε δύο σαφώς διακριτές φάσεις: σε μια πρώτη προκαταρκτική φάση δημόσιας διαβούλευσης, και μια δεύτερη, που θα διεξαχθεί με όλους τους προβλεπόμενους τύπους του άρθρου 110. Η προκαταρκτική φάση προβλέπεται να ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο με τη σύσταση της Οργανωτικής Επιτροπής που θα κινήσει τη διαδικασία. Θα διοργανωθούν συζητήσεις σε όλους τους δήμους της χώρας, ενώ στη συνέχεια θα ακολουθήσουν 13 συνελεύσεις σε κάθε περιφέρεια, καθώς επίσης και εκδηλώσεις θεματικής διαβούλευσης. Ο διάλογος θα διεξαχθεί και μέσω ειδικής ιστοσελίδας.

Η διαδικασία αυτή προβλέπεται να ολοκληρωθεί την Άνοιξη του 2017, οπότε η Οργανωτική Επιτροπή θα κωδικοποιήσει τα αποτελέσματα σε μια έκθεση, την οποία θα παραδώσει στα πολιτικά κόμματα, προκειμένου να ξεκινήσει η καθαυτό κοινοβουλευτική διαδικασία. Υποτίθεται πως τα κόμματα θα διαμορφώσουν τις δικές τους προτάσεις λαμβάνοντας υπ’ όψη τα πορίσματα της διαβούλευσης… Πράγματι! Όσο έλαβε υπόψη του και ο ίδιος ο Τσίπρας το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος!

 

Αντιδημοκρατική σταθεροποίηση

Όσον αφορά τις προτάσεις περιεχομένου, τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα. Εκ πρώτης όψεως μοιάζουν σαν συμπίλημα αντιφατικών ιδεών, που όπως προσπάθησα να δείξω και στον πρόλογο, θέλουν να ικανοποιήσουν τα προοδευτικά αισθήματα ενός μέρους του ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ, καθησυχάζοντας ταυτόχρονα το πολιτικό σύστημα ότι τίποτα επικίνδυνο δεν θα προκύψει απ’ όλο αυτό.

Όμως αυτή η αντιφατική πολυσυλλεκτική πρόσοψη είναι παραπλανητική. Πίσω απ’ αυτήν κρύβεται η επιδίωξη συστημικής σταθεροποίησης – σε αντίθεση με τα λεγόμενα περί Νέας Μεταπολίτευσης κτλ.

Για παράδειγμα, η εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας από τον λαό, δεν προτείνεται ως πρωτογενής ιδέα εμβάπτισης του θεσμού στη λαϊκή θέληση, αλλά ως δευτερογενής διορθωτική δικλείδα κυβερνητικής σταθερότητας στην περίπτωση που οι πολιτικοί παίκτες δεν τα βρίσκουν. Ή ακόμα χειρότερα, στην περίπτωση που θελήσουν να χρησιμοποιήσουν την εκλογή Προέδρου για την ανατροπή της κυβέρνησης – ό,τι δηλαδή ακριβώς έχει συμβεί μέχρι τώρα.

Ανάλογης στόχευσης είναι η εισαγωγή της λεγόμενης «εποικοδομητικής ψήφου δυσπιστίας», όπου η Βουλή μπορεί να αποσύρει την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση μόνο αν μπορεί ταυτοχρόνως να την αντικαταστήσει με μια άλλη. Περιορίζεται δηλαδή η δυνατότητα του Κοινοβουλίου να οδηγήσει τη χώρα σε έκτακτες εκλογές.

Όπως έγραφα σε προηγούμενο φύλλο του Δρόμου (19/12/2015), στόχος όλων αυτών είναι η «δυνατότητα ομαλής, κατά το δυνατόν, διακυβέρνησης μέσα σε συνθήκες γενικής αστάθειας και ρευστότητας».

Αν κάποιος ήθελε πραγματικά να αλλάξει το πολιτικό σύστημα, δεν θα ασχολιόταν με ανούσιες γραφικότητες, όπως το ποιος εκλέγει τον Πρόεδρο Δημοκρατίας, αλλά θα φρόντιζε πρώτα απ’ όλα να κάνει πραγματική τη διάκριση των εξουσιών, που τώρα ισχύει μόνο σαν κενή διακήρυξη, και δεύτερον, θα διευκόλυνε τη λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία και την πρόκληση δημοψηφίσματος από τους πολίτες.

 

Τι να περιμένουμε

Ένα ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει σε όλα αυτά το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα. Το μεγαλύτερο κομμάτι του δεν φαίνεται διατεθειμένο να «αγοράσει» τη συνταγματική αναθεώρηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ δεν αποκλείεται ακόμα κι ένα είδος συστημικής υστερίας, στο γνωστό κλίμα του δημοψηφίσματος, του Brexit και του «πραξικοπήματος» που δήθεν ετοίμαζαν πέρυσι οι «ακραίοι» Συριζαίοι (Βαρουφάκης, Λαφαζάνης κ.λπ.). Αν συμβεί κάτι τέτοιο ο πραγματικός τους στόχος δεν θα είναι η αποτροπή αυτής καθαυτής της συνταγματικής αναθεώρησης, όσο η εκμετάλλευσή της σαν μια ακόμα αφορμή για την ανατροπή του Αλ. Τσίπρα. Αυτό, εννοείται, θα εξαρτηθεί από άλλα πράγματα.

Αν παρά ταύτα όλα προχωρήσουν σύμφωνα με τις εξαγγελίες και δεν έχουμε άλλου είδους ανατροπές, το δεύτερο ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει ο λαός. Μια εκδοχή –την οποία δεν θεωρώ πιθανή– είναι να υπάρξει ένα μέρος των πολιτών που θα τσιμπήσει στο κυβερνητικό δόλωμα και όλο αυτό να λειτουργήσει σύμφωνα με τις πιο αισιόδοξες για το πρωθυπουργικό επιτελείο προβλέψεις. Μια άλλη εκδοχή είναι ο λαός να αδιαφορήσει πλήρως, θεωρώντας την πρωθυπουργική πρόσκληση ως εμπαιγμό ή εν πάση περιπτώσει ως αδιάφορη για τα δικά του ζωτικά ενδιαφέροντα. Αυτή τη βρίσκω πολύ πιο πιθανή.

Υπάρχει, όμως, και μια τρίτη εκδοχή, που εγώ τουλάχιστον θεωρώ πιο ενδιαφέρουσα. Ένας αριθμός ενεργών πολιτών να αξιοποιήσει τη συμμετοχή διαδικασία που θα στηθεί, ουσιαστικοποιώντας τη και βγάζοντας μέσα απ’ όλες τις αντιφάσεις της το μέγιστο: δηλαδή κάποιες βασικές συνταγματικές ιδέες ριζικής δημοκρατικής αλλαγής, που ακόμα κι αν αγνοηθούν εντελώς από τα κόμματα, θα μπορέσουν να συμβάλουν στην ανάδυση μιας άλλης δυναμικής μέσα στον λαό.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!