Του Γιώργου Αναγνώστη.
Έχω επανέλθει ξανά και ξανά στο Eάν αυτό είναι ο άνθρωπος, το βιβλίο όπου ο Πρίμο Λέβι καταγράφει τη μαρτυρία του για το λάγκερ του Άουσβιτς – και ιδιαίτερα στην τελευταία σκηνή: Οι Nαζί έχουν εκκενώσει το στρατόπεδο κι οι λίγοι άρρωστοι, που εγκαταλείφθηκαν, να πεθάνουν μες στο απόλυτο κρύο, βγαίνουν απ’ τα παραπήγματα και σέρνονται ψάχνοντας φωτιά και τροφή.

Θερισμένοι από τη δυσεντερία κι απονεκρωμένοι μέσα τους, λερώνουν αδιάφορα, καθώς βαδίζουν, το χιόνι… H σκηνή δεν έχει τίποτα το έντονα δραματικό: λουτρά, σωρούς από δόντια και μαλλιά, καπνό κρεματορίων… Όμως μπορεί κανείς να δολοφονηθεί χωρίς να συντριβεί η αξιοπρέπειά του – ακόμα κι η φρίκη δεν παραβιάζει το όριο θραύσεως. Ενώ το λερό χιόνι, λερωμένο από ανθρώπους που αφοδεύουν περπατώντας σαν νεκροζώντανοι, αντανακλά τη συντετριμμένη αξιοπρέπεια…
«Συνέβη, άρα», επιμένει ο Λέβι, «μπορεί να ξανασυμβεί». Είδα ν’ αντιμετωπίζεται προσφάτως χλευαστικά αυτή η έμμονη υπενθύμιση, αλλά δεν θ’ ανοίξω διάλογο. Ό,τι κι αν λένε, «συνέβη, άρα μπορεί να ξανασυμβεί» – σε ποια κλίμακα όμως; Αυτό το ερώτημα, ναι, αξίζει να τίθεται. Θα εκτυλιχθεί ακαριαία τερατώδης η σκηνή, εκτός του ηθικού φάσματος, κατακεραυνώνοντάς μας με το πλήρες μέγεθός της; Ή τέτοιες καταβαραθρώσεις της ανθρώπινης ουσίας αποτελούν στην αρχή (όσο ακόμη το φιλμ τυλίγεται στην μπομπίνα) τερατώδεις μεγεθύνσεις άλλων, παραμικρών πτώσεων; Σαν να φωτίζαμε υπό γωνίαν και προς τα πάνω με προβολέα ένα μικροσκοπικό αντικείμενο κι αυτό να έριχνε στον απέναντι τοίχο υπερμεγέθη σκιά – που θ’ αποκτήσει σάρκα και οστά στο εγγύς μέλλον…
Θέλω να πω: η τερατώδης πρακτική, η πέραν πάσης αμφιβολίας απογυμνωμένη από νομιμότητα, απ’ την άλλη όψη της ίσως είναι μια τόση δα παραβίαση του αμετάθετου, ίδιου για κάθε άνθρωπο, ορίου αξιοπρέπειας. Κι η παραβίαση του ορίου αξιοπρέπειας δεν «μπορεί» απλώς «να ξανασυμβεί», συμβαίνει ήδη – σε κάθε επίπεδο. Συμβαίνει πριν απ’ όλα ατύπως, καθώς, αν και δεν θέλουμε να το ξέρουμε, υπερψηφίζουμε χίλιες φορές την ημέρα, με χίλιους τρόπους, την απομείωση της αξιοπρέπειάς μας, δίχως φαινομενικά να παρασαλεύεται η κανονικότητα: χρειάζεται ν’ απαριθμήσω τα παραδείγματα;
Συμβαίνει ακόμη κι όταν απλώς δεν θέλουμε να δούμε, όταν ζητάμε να σπρωχτεί ολοένα μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας κάτω απ’ το χαλί – που δεν είναι καν ό,τι (ελπίζαμε πως) ήταν ώς χθες: ξεθωριάζει, φεγγίζει, και βλέπουμε το πρόσωπό μας σαν σε καθρέφτη κι όχι κάτι ξένο κι αλλόκοτο… Γιατί στην πραγματικότητα συμβαίνει ολοένα συχνότερα στο άλλο άκρο του φάσματος, συμβαίνει εκκωφαντικά κι αφορά ολοένα και περισσότερους: οι άστεγοι που κοιμούνται σε κάτι κουρελιασμένες κουβέρτες, σε εσοχές, κεφαλόσκαλα, παγκάκια, όπου βρουν, δεν είναι πια κάτι που θα δεις κατ’ εξαίρεση. Οι άνθρωποι που ψάχνουν στους σκουπιδοτενεκέδες δεν είναι εξ ορισμού παρίες, απόβλητοι (και βίαιοι λόγω «κουλτούρας», όπως θα ήθελε ο Κάμερον, κι όχι επειδή σφίγγει η ανάγκη ή τους πνίγουν ο θυμός κι η απόγνωση), μπορείς εύκολα, αν προς στιγμήν τεθεί εκτός λειτουργίας ο μηχανισμός απώθησης, αν τραβήξεις απ’ το κύμα πανικού την περόνη, να φανταστείς τον εαυτό σου στη θέση τους – μια και είναι ολοφάνερο πια ότι, όπως μαθαίναμε στο κρυφό σχολειό, η ποσότητα μετατράπηκε σε ποιότητα: Οι άστεγοι κι οι ρακοσυλλέκτες ίσως μόλις προχθές να συσσώρευαν απλώς και αυτοί, σαν εμάς, απλήρωτους λογαριασμούς, απλήρωτα νοίκια και χρέη – και να μην έτυχε να έχουν οικογένεια (που απορρυθμίζεται έτσι κι αλλιώς) ή συγγενείς στο χωριό.
Αλλά στην Τοσίτσα ή στην Κλαυθμώνος ή στην Ομόνοια, η μικρογραφία είναι ολοκληρωμένη: εδώ βλέπεις κιόλας, ξανά, ανθρώπους που κατουριούνται περπατώντας σαν νεκροζώντανοι, τρυπάνε τ’ αρχίδια τους γιατί δεν απέμεινε τίποτα άλλο να τρυπηθεί, σωριάζονται στα πεζοδρόμια και κοιμούνται με το πρόσωπο συστραμμένο στη σκόνη, σέρνονται επαιτώντας ή απειλώντας για ένα ευρώ, για τη δόση τους… Εδώ κάθε όριο αξιοπρέπειας έχει απλώς συντριβεί. Αλλά δεν μπορώ να φανταστώ πώς γίνεται (μολονότι έτσι φαίνεται, έτσι πρέπει να φαίνεται) να συντρίβεται μεμονωμένα ή κατά τόπους.

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!